30.5.10

The Marks

-Τι έγινε, παιδιά μου; Τελείωσε η σπανακόπιτα;
Στέκονταν και οι τρεις, κορδωμένοι, με σακούλες από το super market στα χέρια, μες στα χαμόγελα.
-Τώρα ξυπνήσατε;, ρώτησε ο Α.
-Πειράζει; Μας ήθελες κάτι νωρίτερα;, του απάντησα με ερώτηση.
-Όχι… Είναι 12…
-12;!, κοιταχτήκαμε με τον Χ και είπαμε με μία φωνή.

Κάτι πήρε το μάτι μου αλλά δεν έδωσα σημασία.
Πέρασαν μέσα, άφησαν τα ψώνια στο πάσο, και μπήκαν στην κουζίνα να φτιάξουν καφέδες. Εγώ έχω πιάσει πρώτο τραπέζι-πίστα στον καναπέ, για να απολαύσω το θέαμα. Ο Χ άρχισε να ανοίγει παντζούρια / παράθυρα, και ήμασταν όλοι μες στο κέφι και την τρελή χαρά. Όταν βγήκε και από το δωμάτιο που είχε κάνει το ίδιο, σηκώθηκα για να μπω στο μπάνιο.
Κι εκεί έπαθα σοκ…


Τα χέρια μου ήταν μες στην μελανιά.
Ξεκούμπωσα το πουκάμισο, και η μέση μου ήταν κατάμαυρη. Κατέβασα το παντελόνι, και μηροί, γάμπες, όλα μαύρα. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, αναπαριστώντας την Κραυγή. Όταν συνήλθα, άνοιξα την πόρτα, το έπαιξα άνετη, και έκανα νόημα στον κακοποιό μου.

Ήρθε στο μπάνιο. Σειρά του να φρικάρει.
Δεν του γδύθηκα. Τα χέρια μόνο αρκούσαν. Αλλά φρίκαρα κι εγώ. Κι άλλο. Τον γύρισα στον καθρέφτη. Τα υπέροχα δάκτυλά μου, σχημάτιζαν κολιέ στον υπέροχο λαιμό του. Αντί να κάνει κι αυτός το αντίγραφο του Munch, χαμογελούσε!
-Είσαι τρελός;!, παρανόησα ψιθυριστά. Νομίζεις ότι θα πας να φορέσεις ζιβάγκο;!
-Όχι, Αφέντρα, είπε ήρεμος. Γιατί να φορέσω ζιβάγκο;
-Χριστέ μου, τι σου έκανα;, είπα δραματικά. Λες να σου προκάλεσα καμμία εγκεφαλική κάκωση; Τι είναι αυτά που λες; Έχεις συναίσθηση τού πως είσαι;
-Έχω, Αφέντρα, απάντησε το ίδιο ήρεμα. Έχω τα σημάδια σας. Δεν μου κάνατε κάτι κακό.

Καμάρωνε στον καθρέφτη τον λαιμό του, σαν να είχε αποκτήσει την τρίτη σειρά μαργαριτάρια.
-Ok, το πήρα απόφαση. Πάμε έξω. Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει.
-Αφέντρα…, είπε στενοχωρημένος. Εσείς, όμως… Εσάς δεν… Θέλω να πω, ντρέπομαι…
-Για ποιο πράγμα, τώρα;, ρώτησα σαν χαμένη. Που θα γίνουμε ρεζίλι εις τριπλούν;
-Όχι, Αφέντρα… Που εγώ φταίω που…
-Για ό,τι γίνεται, φταίω μόνο εγώ. Πάντα. Τα έχουμε ξεκαθαρίσει αυτά. Έξω, τώρα.

Φυσικά και μας κοιτούσαν κάπως.
Αλλά προσπαθούσαν να μην το δείχνουν. Όσο κράτησε το μαγείρεμα – που όχι Κυριακή θα μπορούσε να ήταν, πάρτυ κανονικό… - όλα ήταν ok. Μπορεί να είχαμε μιλήσει γενικά, τα προσωπικά μας δεν είχαν μαθευτεί. Το ήξερα. Το καταλάβαινα. Ο Χ δεν είχε πει τίποτα και ό,τι ήξεραν, ήταν από τις συζητήσεις μας στις διακοπές. Τίποτε το συγκεκριμένο. Ό,τι φαντάζονταν.
Και εκείνη την ημέρα, μπορούσαν να φανταστούν πολλά.


Έτρωγαν, κι εγώ τρωγόμουν μέσα μου.
Κοιτούσα μία εκείνους, μία εκείνον. Εκείνος, μια χαρά! Σαν να μην είχε γίνει τίποτα. Για να μην πω ότι ήταν και πολύ χαρούμενος… Σχεδόν υπερήφανος… Στ’ αρχείδια του όλα. Εκείνοι, όμως, το σκέφτονταν. Και μάλλον προβληματίζονταν… Αλλά όλα καλά. Έλεγαν για το πόσο τους έλειψε αυτό που κάναμε, ότι ήταν πολύ ωραίες οι διακοπές, ότι ήθελαν από την πρώτη μέρα να έρθουν για να το ξανακάνουμε, ότι σκέφτονταν μήπως μας ήταν βάρος.

Τελειώνοντας το φαγητό, έχουμε γελάσει πολύ, έχουμε περάσει πραγματικά ωραία.
Πηγαίνοντας στην κουζίνα να σερβίρω το γλυκό, έρχεται το χαϊδεμένο από πίσω μου. Όπως ανοίγω το ψυγείο και οι άλλοι γελάνε, ακούω να με ρωτάει διακριτικά: «Σε πόνεσε…;». Γύρισα ξαφνιασμένη και τον κοίταξα. «Τι είπες…;», τον ρώτησα τρελαμένη. «Γιατί έχεις μελανιές, Νανά;… Εκείνος σού τις έκανε;… Δεν σου φέρεται καλά;… Τι έγινε;…». Κατέβασα το κεφάλι αμυδρά, προσπαθώντας να μην πω καμμία κουβέντα που δεν έπρεπε. Ό,τι μου ερχόταν να του πω, δεν έπρεπε να του το πω. «Σοβαρέψου», του είπα αυστηρά. «Δεν έχει καμμία σχέση αυτό που λες με εμάς. Κατάλαβέ το. Ο Χ δεν θα έκανε κάτι κακό σε εμένα. Μόνο εγώ μπορώ να κάνω κάτι που δεν πρέπει». «Γι’ αυτό έχει σημάδια στον λαιμό του;», ρώτησε με παράπονο. «Δεν πήγε να σε χτυπήσει κι εσύ τον έπιασες από τον λαιμό, για να τον σταματήσεις;».

Έκλεισα τα μάτια. Σφιχτά.
Όταν τον κοίταξα, τον είδα να με κοιτάζει στενοχωρημένος. Με λυπόταν. «Νανά, σ’ αγαπάμε… Αν σου κάνει κάτι κακό, πες το ‘μας… Είναι φίλος μας… Θα βρούμε τρόπο να του μιλήσουμε… Αν κινδυνεύεις, πες το σε εμένα, τουλάχιστον… Και θα δούμε τι θα κάνουμε… Αρκεί να είσαι καλά…». Του χαμογέλασα. «Βοήθησέ με να σερβίρω, σε παρακαλώ, και σταμάτα να έχεις αυτό το ύφος. Αν με αγαπάς, σταμάτα να με λυπάσαι. Εντάξει;». Συμφώνησε απρόθυμα και γυρίσαμε στο τραπέζι. Ο Α είχε πιάσει τα πάντα. Τον κοίταξα με νόημα. Πήρε το βλέμμα του και μπήκε στην συζήτηση που είχαν οι άλλοι.

Η συζήτηση, όμως, είχε να κάνει με εμένα…
-Σου είπαμε το άλλο;!, είπε ευδιάθετα ο Β. Ξέρεις ότι όλοι μάς ρωτούσαν για τις νυχιές;!
-Αλήθεια;, έκανα την ευδιάθετη κι εγώ. Και τι λέγατε;
-Ότι βρήκαμε γκόμενες!, περηφανεύτηκε.
-Εσύ τι είπες Α;
-Εγώ τίποτα!, στο ίδιο παιχνίδι κι εκείνος. Εκείνη μου είπε.
-Τι σου είπε;, γέλασε ο Χ, που δεν είχε καταλάβει τίποτα.
-Για να σ’το έκανε, είχε λόγο! Καλά σου έκανε!

Γελούσαν όλοι.
Εκτός από εμένα.
Μια απόφαση ήταν.

-Ok. Θέλετε τώρα να μιλήσουμε για εμάς;