2.5.10

A Beast Without Collar

Μπήκαμε στο ασανσέρ αμίλητοι, ο ένας απέναντι από τον άλλον.
Κοιτούσαμε τις βαλίτσες, την καμπίνα, το φως.
Μόνο που δεν σφυρίζαμε αδιάφορα.

Έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά, και για 1-2 δευτερόλεπτα φάνηκε σαν να το σκέφτηκε.
Άνοιξε την πόρτα, και μόλις μπήκαμε, σταματήσαμε εκεί που ήμασταν, κοιτάζοντας γύρω μας.
-Μου έλειψε το σπίτι μας..., ακούστηκε μελαγχολική η φωνή του.
Στεκόμασταν και κοιτούσαμε λες και ήμασταν σε μουσείο.
-Θα αφήσεις τα πράγματα;, κοίταξα τις βαλίτσες μας που τις κρατούσε ακόμα.

Ξαφνιασμένος, άφησε μαλακά τα πράγματα κάτω και πήγε να ανοίξει τα παράθυρα.
Ήταν ήσυχα. Το μόνο που ακουγόταν από μακριά, ήταν μερικές φωνές παιδιών που έπαιζαν και γελούσαν χαρούμενα. Πήγα στο ψυγείο και έβγαλα μία Coca Cola. Την άνοιξα και κάθησα στο πάσο, παρακολουθώντας τον να μπαίνει στο δωμάτιο. Κοίταξε το κρεβάτι για λίγο, τον έχασα από το οπτικό μου πεδίο, και επανεμφανίστηκε στο άνοιγμα.

-Ίσως δεν θα έπρεπε να μπαίνεις στην κρεβατοκάμαρα, του είπα κοιτάζοντας το κουτί του αναψυκτικού. Θα μου δώσεις τα τσιγάρα μου, σε παρακαλώ;, τον κοίταξα.
Καταλάβαινα ότι η αναπνοή του είχε αλλάξει. Ήξερα ότι όταν άκουγε να λέω "σε παρακαλώ" σε εκείνον - όταν ήμασταν μόνοι -, κάτι έπαιζε.
Με κοίταξε έντονα για λίγο, και αργά πλησίασε την τσάντα μου. Έφερε τα τσιγάρα, μου άναψε αυτό που πήρα και μείναμε για λίγο έτσι.
-Επίσης, ίσως δεν θα έπρεπε να είμαστε καν εδώ, απόψε... Ίσως θα ήταν καλύτερα να ήμασταν σπίτια μας...
-Γιατί, Αφέντρα;..., πήρε το βλέμμα του από επάνω μου.

Κατέβηκα από το πάσο. Τον πλησίασα.
-Στ' αλήθεια δεν ξέρεις γιατί...;, ανασήκωσα το φρύδι. Θέλεις να παίξουμε...;
-Όχι, Αφέντρα..., είπε μετανοιωμένος.
-Τότε γιατί κάνεις ερωτήσεις που γνωρίζεις τις απαντήσεις τους;
-Συγγνώμη, Αφέντρα... Θέλετε να φύγουμε...;
-Εσύ, θέλεις να φύγουμε...;, έκανα ένα βήμα πίσω, κοιτάζοντάς τον έντονα.
-Ίσως θα ήταν καλύτερα.... Έχετε δίκιο..., είπε κουνώντας το κεφάλι, κοιτάζοντας το υπνοδωμάτιο.

Παραξενεύτηκα.
Δεν είχαμε το ίδιο στο μυαλό μας. Άλλος ήταν ο λόγος του. Ήταν εμφανές.
-Θα ήταν καλύτερα για ποιον; Για εμένα ή για εσένα;
-Για εμένα, Αφέντρα...
Στεκόμασταν όρθιοι, ο ένας απέναντι από τον άλλον, σε απόσταση δύο-τριών βημάτων. Αλλά δεν με κοιτούσε. Κοιτούσε επάνω από τον ώμο μου, στην κουζίνα.
-Τι εννοείς;, ήμουν πάρα πολύ περίεργη.
Δεν απάντησε αμέσως. Με κοίταξε για λίγο και απομακρύνθηκε.
-Δεν ξέρω αν είναι σωστό να σας το πω..., είπε διστακτικά.
-Ακούω.

Πήρε βαθιά ανάσα. Με κοίταξε με σφιγμένα χείλη.
-Είπα ακούω.
-Περίμενα πως και πως να έρθουμε σπίτι μας... Περνούσαν διάφορα από το μυαλό μου... Νόμιζα ότι όλα θα ήταν εντάξει... Αλλά δεν είναι...
-Τι θέλεις να πεις;
-Αν μείνουμε... αν μπούμε στο δωμάτιο..., σταμάτησε.
-Ναι; Αν μπούμε στο δωμάτιο;...
-Αφέντρα..., δυσκολευόταν πραγματικά. Αφέντρα... αν μπούμε στο δωμάτιο... εννοώ, πως αν μπούμε στο δωμάτιο, δεν θα είμαι αυτός που ξέρετε...
-Μα την Παναγία, δεν καταλαβαίνω Χριστό!, άρχισα να χαμογελάω. Τι στον διάολο μου λες;! Δεν πιστεύω να αρχίσουμε να μιλάμε πάλι για εκσπερματώσεις και κρατήματα! Θα σου πετάξω το βάζο στο κεφάλι! Σοβαρά, όμως!

Άρχισε να κοκκινίζει.
Άρχισα να ακούω τους συναγερμούς.
-Μίλα, διάολε! Τι εννοείς;!
Ήρθε κοντά μου και μου έπιασε τα χέρια από τους αγκώνες. Τον κοιτούσα έκπληκτη.
Πήγε να γονατίσει.
-Μη!, τον κράτησα. Μην το κάνεις αυτό!
Σηκώθηκε όρθιος, κρατώντας με ακόμα.
-Βλέπετε, Αφέντρα;... Αυτό εννοώ... Εσείς θέλετε τον σκλάβο σας... Κι εγώ δεν αισθάνομαι έτσι... Δεν αισθάνομαι έτσι... τώρα...

Τα χαμόγελα σταμάτησαν.
-Δηλαδή;
-Αν μπούμε μέσα στο δωμάτιο, δεν θέλω κολλάρα, Αφέντρα... Νομίζω πως θα πνιγώ... Δεν αντέχω άλλο τόσες μέρες... Δεν μπορώ να κάνω ό,τι έκανα, σήμερα... Ούτε και αύριο θα μπορώ... Φοβάμαι ότι θα αλλάξετε γνώμη για εμένα, Αφέντρα... Δεν μπορώ να είμαι σκλάβος σας σήμερα...
Τα χαμόγελα επανήλθαν. Δριμύτερα.
-Χμ... Καταλαβαίνω... Εγώ ανησυχώ για εσένα κι εσύ ανησυχείς για εμένα... Μάλιστα...
Ξαφνικά, το τσιγάρο είχε αποκτήσει καλύτερη γεύση, η Coca Cola το ίδιο.
-Θέλετε να φύγουμε...;, ρώτησε ντροπαλά.

Έσβησα το τσιγάρο και τον προσπέρασα, αφήνοντας το αναψυκτικό στο πάσο.
Μπήκα στο δωμάτιο, και άρχισα να βγάζω τα ρούχα μου.
-Αφέντρα..., μόλις που τον άκουσα να λέει. Είχε βάλει τα χέρια στο κεφάλι και το κουνούσε αρνητικά, κλείνοντας τα μάτια.
-Χμ... Λοιπόν. Ξέρεις κάτι; Θα με ενδιέφερε να δω τι άλλο είσαι. Έτσι. Για να ξέρω. Μπορείς να ανοίξεις τα μάτια. Το έχεις ξαναδεί το θέαμα.
-Αφέντρα..., είπε και έκανε ένα βήμα προς το μέρος μου.
-Ναι;, ρώτησα συνεχίζοντας να γδύνομαι.
-Αφέντρα... δεν ξέρω τι θα γίνει... Δεν ξέρω τι είμαι ικανός να κάνω...
-Ok... Ούτε κι εγώ. Θα το δούμε.

Όσο με έβλεπε να γδύνομαι, τόσο βημάτιζε νευρικός πάνω-κάτω στο δωμάτιο.
-Αφέντρα... δεν με φοβάστε;, ρώτησε απελπισμένα.
Πέταξα το εσώρουχό μου στο πάτωμα και ανέβηκα στο κρεβάτι, κουνώντας αργά αρνητικά το κεφάλι μου.
-Θα πρέπει να μεταμορφωθείς σε αεροπλάνο ή κατσαρίδα..., χαμογέλασα.
-Φοβάμαι εγώ...
-Δεν πειράζει, συνέχισα να του χαμογελάω.

Κάθησε στα πόδια του κρεβατιού. Κατακόκκινος.
Έφερα τα γόνατα στο σαγόνι και αγκάλιασα τα πόδια μου.
-Λοιπόν, ξέρεις κάτι;, τον ρώτησα γέρνοντας λίγο το κεφάλι. Από παιδί μου άρεσαν οι γκόμενοι που κοκκίνιζαν. Και δεν αναφέρομαι στους κομπλεξικούς. Αλλά σε εκείνους που όταν κοκκίνιζαν, σήμαινε ότι μέσα τους έβραζαν... Καταλαβαίνεις τι λέω;...

Καταλάβαινε.
Εκείνο το βράδυ δεν έγινε τίποτα μοιραίο. Τίποτα τρομερό.
Βγήκαμε σώοι και αβλαβείς.
Εκείνο το βράδυ, δεν κάναμε τίποτα διαφορετικό, από έναν άνδρα και μία γυναίκα που είχαν φτάσει στα όρια της υπομονής τους.
Με άλλον τρόπο, όμως.
Που δεν είχε να κάνει ούτε με το S/M.

Κάναμε sex όλο το βράδυ, μέχρι το μεσημέρι της Κυριακής, που έφυγε.
Πολύ ήσυχα, πολύ ήρεμα.
Καμμία σχέση με ό,τι φανταζόμασταν ότι θα γινόταν.

Μία εβδομάδα μετά, τα πράγματα θα ήταν εντελώς διαφορετικά.
Δραματικά διαφορετικά.