18.4.10

Practice Makes Perfect

Ο κάθε χώρος εργασίας, είναι ένας μικρόκοσμος.
Στον μικρόκοσμο της επιχείρησης που με προσέλαβε, στελέχη ήταν η υπεύθυνη η οποία έκανε την πρόσληψη - με μία τεράστια γλώσσα για το γλύψιμο της ιδιοκτησίας -, δεξί της χέρι ένα ψώνιο του κερατά που ήταν ο Don Juan-είμαι πολύ γκόμενος-θέλεις να σε γαμήσω;, η ανασφαλής καλοκάγαθη ξανθιά με το χοντρό πελατολόγιο - με την οποία σφάζονταν με τα βαμβάκια κάθε μέρα -, η Γαλλίδα που είχε έρθει από την μαμά-εταιρεία και την είχε δει παντογνώστης και ως τέτοιος κυκλοφορούσε στους διαδρόμους χωρίς να μιλάει σε κανέναν, μία άχρωμη/άοσμη/άγευστη που όλοι την αγνοούσαμε γιατί μάλλον αυτό ήθελε κι εκείνη, και η γραμματέας που δεν ήξερε γιατί είχε μουνί.

Κι εγώ.
Εγώ, ανέλαβα έναν τομέα που είχε αποδεκατιστεί από την προηγούμενη, και μου είχε ξεκαθαριστεί ότι υπήρχαν λίγες πιθανότητες να κάνω πελατολόγιο, οπότε να μην με ένοιαζε. Ό,τι καθόταν κι ας καθόμουν. Δεν τους ένοιαζε.
Ένοιαζε, όμως, εμένα.

Αν έγραφα ό,τι ήθελα για την εμπειρία μου, θα έπρεπε να κάνω άλλο ένα blog.
Το μόνο που μπορώ να πω, είναι ότι ήταν από τις καλύτερες περιόδους της ζωή μου, by far κι ακόμα παραπέρα. Πέρασα 5 δημιουργικούς μήνες, κατά το διάστημα των οποίων, τελειοποίησα την Νανά, περνώντας την από 10δες test κάθε μέρα. Και ήταν ωραία, γιατί εγώ ζούσα κάτι που μου λείπει: συναδέλφους. Ανθρώπους να συναναστρέφομαι στον ίδιο χώρο εργασίας, να είμαστε όλοι υπάλληλοι, να μιλάμε, να γελάμε, να τσακωνόμαστε, να θάβουμε όποιον δεν μας άρεσε, να πειράζουμε όποιον είχε κάνει μαλακία, να κάνουμε δώρα ο ένας στον άλλον.

Και όλα αυτά, γιατί μέσα σε 5 μήνες, εντελώς φυσικά, έγινα αυτή που ήθελα να γίνω.
Μέσα σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, κατάλαβα ότι η Κυρίαρχος μέσα μου, δεν θα κρυβόταν ποτέ. Γιατί δεν το ήθελα πραγματικά. Και το κατάλαβα μέσα από εκείνη την δουλειά. Έκανα αυτά που έπρεπε να κάνω, αλλά όλοι μπορούσαν να δουν τι πραγματικά είμαι. Μόνο που πλέον, είχα μάθει πολλές γλώσσες για να κρατώ τους λάθος ανθρώπους σε απόσταση και να μην με πλησιάζουν.

Και αυτό το κατάλαβα, όταν μία μέρα είπα στην ξανθιά ότι μάλλον κάτι δεν θα το κατάφερνα, και η απάντησή της ήταν: "Έλα, Νανά! Εσύ δεν θα τα καταφέρεις; Εσύ μας δουλεύεις όλους ψιλό γαζί!". Την πλησίασα και την ρώτησα παραξενεμένη: "Εννοείς ότι σας κοροϊδεύω;". Και είπε: "Όχι. Αλλά αν θελήσεις, δεν θα το καταλάβει κανείς".

Μέχρι να φύγω, με φώναζαν όλοι "Αφεντικό".
Πολύ λίγη σημασία έδιναν στην υπεύθυνη, και έρχονταν να μου πουν ότι αν γίνει συνάντηση να συμφωνήσω για να με προτείνουν για την θέση της. Ο Κυριαρχικός μου χαρακτήρας, μέσα σε μία δομή με πολλούς ανθρώπους, όχι μόνο δεν κρύφτηκε, αλλά άνθισε.

Μέσα σε 5 μήνες, η υπεύθυνη - που είχε άγνοια για τις προθέσεις των υφιστάμενών της -, με παρακαλούσε να αφήσω το βιβλίο, για να κουτσομπολέψουμε στο γραφείο της - στο γραφείο που δεν έβαζε κανέναν, ούτε για δουλειά. Η ξανθιά μιλούσε για εμένα στο πελατολόγιό της με τα καλύτερα λόγια, κι όταν την ρώτησα γιατί το κάνει, πως αισθάνεται ασφαλής όταν μπορεί να κινδυνεύει, μου απάντησε "εσύ δεν θα το έκανες ποτέ αυτό", με σιγουριά. Ο Don Juan του κώλου - αφού προσπάθησε να με ρίξει και εισέπραξε ένα "Θέλεις να σε γαμήσω εγώ; Μου είναι πιο εύκολο", μπροστά σε όλους -, κοκκίνιζε κάθε φορά που τον φώναζα "Γιαννάκηηη...;", έτοιμη να του την πω. Η Γαλλίδα ήταν κάθε μέρα με το "J' adore, Νανά!" στο στόμα, κάνοντάς τους όλους να ψάχνουν τους καφέδες της, μήπως της έριχνα κάτι μέσα. Την άχρωμη/άοσμη/άγευστη, ποιος την γαμούσε; Μάλλον κανείς. Όσο για την γραμματέα, πρόλαβα να της λύσω τα μισά σεξουαλικά της προβλήματα, και στα μάτια της ήμουν το λιγότερο θεά, γιατί με έβρισκε πολύπλοκη και διεστραμμένη - διότι το πρώτο που της έλεγα όταν έμπαινα αγουροξυπνημένη, με την θεϊκή αυτή φωνή του νταλικέρη, ήταν: "Γκόμενο, βρήκες;" κι όταν χαμογελούσε σαν βλαμμένο και κοκκίνιζε μέχρι τα αυτιά, της έλεγα "Όπου τον βρεις, ρίξ'του ένα χαστούκι. Πες του 'από την Νανά'. Θα σου κάτσει".

Για κάποιον λόγο, όμως, ήξεραν ότι θα έφευγα μία μέρα.
Υπήρξαν πολλές σπόντες, τις οποίες απέφευγα με άνεση. Έδινα όλο το βάρος στο δικό μου πελατολόγιο, το οποίο και δημιούργησα από το μηδέν. Φυσικά, με τις ξένες γλώσσες μου σε πρώτο πλάνο. Ώσπου κάποια στιγμή, ζήτησε να με δει η αντιπρόσωπος της εταιρείας στην Ελλάδα. Όταν μπήκαμε στο γραφείο που πάντα ήταν κλειδωμένο, το πρώτο πράγμα που μου είπε, ήταν: "Θέλω να μάθω, πως ένας άνθρωπος που έρχεται να ζητήσει δουλειά, φέρνει το βιβλίο μαζί του σαν να μην τον ενδιαφέρει, και μέσα σε λίγο διάστημα καταφέρνει να γίνει φίλος με όλους, και να κάνει τους πελάτες να τρέχουν από πίσω του ακόμα και για τα προσωπικά τους, σαν να παίζει τον μαγικό αυλό. Μπορείς να μου το εξηγήσεις;".

Δεν απάντησα.
Στενοχωρήθηκα. Ή, μάλλον, λυπήθηκα. Γιατί αυτό που είχα να κάνω, είχε φτάσει στο τέλος του. Με επιτυχία. Αλλά είχε τελειώσει.

Μου μίλησε για αύξηση, για προαγωγή, να πάω σε ένα άλλο υποκατάστημα ως υπεύθυνη για να αυξήσω κι εκεί το πελατολόγιο, και δεν θυμάμαι τι άλλο. Γιατί δεν άκουγα. Έβλεπα το στόμα της να ανοιγοκλείνει, αλλά δεν ήθελα να ακούσω. Ό,τι έλεγε, στα δικά μου αυτιά έφτανε ως μία λέξη, επαναλαμβανόμενη: "Τέλος".

Το βράδυ που πήρα την απόφαση να φύγω, δεν έκλεισα μάτι.
Είχα σκεφτεί να πάω πολύ νωρίτερα, να μαζέψω τα πράγματά μου και να φύγω πριν έρθουν οι άλλοι, αφήνοντας μία επιστολή. Κι αυτό, γιατί όσες φορές προσπάθησα να έρθω σε σύγκρουση με την υπεύθυνη, όλοι έπαιρναν το μέρος μου και τελικά δεν μπορούσε να βγει τίποτα. Δεν έγινε, όμως, έτσι. Η ολονύκτια αϋπνία μου, είχε ως αποτέλεσμα να φτάσω τελευταία. Μέσα στο ταξί, ήξερα ότι δεν θα έδινα παράταση για την άλλη μέρα.

Θεωρώ ότι η είσοδός μου, ήταν η ίδια, όπως κάθε φορά.
Δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω, τι ήταν αυτό που τους έκανε να καταλάβουν. Όταν μπήκα στο γραφείο μου, το πρώτο πράγμα που άκουσα, ήταν: "Δεν πιστεύω να φεύγεις...;", από την ξανθιά. Γύρισα να την κοιτάξω, και δεν της απάντησα. Έφυγε γρήγορα, και μετά από λίγα λεπτά, ξανάνοιξε την πόρτα, ώσπου ο ερωτύλος - ερχόμενος από πίσω της -, την άνοιξε διάπλατα, σπρώχνοντάς την από μπροστά του. "Τι έγινε;! Φεύγεις;! ". Με γυρισμένη την πλάτη, τους απάντησα ότι εφ' όσον η αποχώρησή μου κατάφερε να τους ενώσει, εγώ δεν είχα καμμία άλλη δουλειά εκεί πλέον.

Δεν γέλασε κανείς.
Βγαίνοντας με τα πράγματά μου από το γραφείο, είδα την άχρωμη/άοσμη/άγευστη να με κοιτάζει με παράπονο, και στάθηκα για λίγο να την κοιτάξω καλά, μήπως με γελούσαν τα μάτια μου. "Εσύ τι ζόρι τραβάς, ρε κοπελιά;", την ρώτησα. Μπήκε στην κουζίνα. Κατεβαίνοντας στην υποδοχή, έδωσα 5 φακέλους στην ανοργασμική. "Δώσε αυτά, σε παρακαλώ, στους παραλήπτες. Το ένα είναι για εσένα." Και τότε άκουσα το χειρότερό μου: "Νανά, μην φεύγεις...". Προσπάθησα πολύ για να συνέλθω. "Βαρέθηκα να σε περιμένω να βρεις γκόμενο. Πάω στην πλατεία, μήπως βρω κανέναν να τον χαστουκίσω, και θα σ' τον φέρω".
Κι έφυγα.

Στην πλατεία, όμως, είδα την Γαλλίδα, η οποία ερχόταν με σαφή καθυστέρηση όπως πάντα, με τον καφέ της από το σωστό μαγαζί όπως πάντα. Μόνο που δεν περπατούσε. Είχε σταθεί, ανάμεσα στον κόσμο που την προσπερνούσε, με τον καφέ στο χέρι και περίμενε να κατέβω μέχρι εκεί. Την πλησίασα αργά και της χαμογέλασα, βγάζοντας τα γυαλιά. Δεν πρόλαβα να πω καμμία χαζομάρα. "Φεύγκει, Νανά;" "Η Νανά δεν φεύγκει. Εσύ άργκησε πάλι". Έπεσε στην αγκαλιά μου και άρχισε να λέει διάφορα στα γαλλικά. "Συγγνώμη. Με βρίζεις;", προσπάθησα να την πειράξω. "Ποιος είπε φεύγκει Νανά, α; Ποιος; Εγκώ πάει εκεί ρωτήσω. Ποιος, α; Alors! Πάμε μαζί!". Άρχισε να με τραβάει, αλλά εγώ είχα μείνει ακίνητη. Της έπιασα το χέρι που με τραβούσε, και γύρισε να με κοιτάξει. Της χαμογέλασα και της ένευσα αρνητικά. Και τότε έβαλε τα κλάμματα.

Αν ο χρόνος γύριζε πίσω, εκείνη η περίοδος ήταν μία εποχή που θα ήθελα να ξαναζήσω.
Πέρα από το ότι κατάφερα να αναπτύξω τις ικανότητές μου σε σχέση με την δουλειά μου, σε σχέση με τους συναδέλφους μου, σε σχέση με τους πελάτες μας, κατάφερα να ξεκαθαρίσω τα πράγματα μέσα μου και να κατανοήσω. Τον εαυτό μου, το πόσο μεγάλη θέληση έχω, το πόσο αγαπάω τους ανθρώπους που το αξίζουν, το πόσο θέλω να είμαι εγώ. Βρήκα τα λάθη μου και τα διόρθωσα. Με βοήθησαν γνωστοί και άγνωστοι, εν γνώσει ή εν αγνοία τους.

Το σπουδαιότερο όλων, ανακάλυψα ότι, ουσιαστικά, ο κάθε άνθρωπος βλέπει στον άλλον αυτό που θέλει να δει. Διότι εγώ έδειχνα και το ποια είμαι και μιλούσα στην γλώσσα τους. Έτσι, μπορούσαν να δουν και την έμφυτη και την επίκτητη προσωπικότητά μου. Και ήταν δική τους η επιλογή. Γιατί, διάολε, ήταν εμφανές. Όταν μία μέρα με είχαν σταματήσει μπροστά σε έναν καθρέφτη, με κοιτούσα την ώρα που έλεγα τις μαλακίες μου, και έλεγα στον εαυτό μου: "Διάολε... Πως σε πιστεύουν...; Είναι αυτή μούρη που σε πείθει, πως αυτό που λέει το πιστεύει; Μα, είναι ηλίθιοι;"

Όχι.
Κανείς δεν είναι ηλίθιος. Όλοι επιλέγουν να είναι ηλίθιοι. Και να καταλαβαίνουν ό,τι θέλουν. Οπότε εγώ μπορούσα να κάνω ό,τι θέλω, αρκεί να έλεγα τα σωστά λόγια στα αυτιά αυτών που ήθελαν να ακούσουν κάτι συγκεκριμένο. Δεν τους ένοιαζε η φάτσα μου που έλεγε εν ταυτώ "Λέει ψέματα! Λέει ψέματα!".

Τα πράγματα ήταν απλά.
Παραμύθια ζητούσαν αυτοί που ήθελαν να κοιμηθούν.
Κοιμάται αυτός που θέλει να ξεχάσει.
Αυτός που θέλει να ξεχάσει ψάχνεται για να ονειρευτεί.

Και για να ονειρευτεί, πρέπει κανείς να κλείσει τα μάτια.
Κι εγώ ζητούσα ανθρώπους που δεν θα χόρταιναν να με βλέπουν.