15.4.10

Speak Softly And Carry A Big Stick

Για την φωνή μου, τα 'χουμε ξαναπεί.
Δεν την λες και γυναικεία.
Αλλά τι να κάνουμε.
Αυτήν έχουμε.

Την ημέρα που ήμασταν καλεσμένες σε τραπέζι μίας φίλης που γιόρταζε, και θα γινόταν έξω, τα μουρλοκομεία οι φίλες μου, είχαν την φαεινή ιδέα να της πάρουμε κάτι "ιδιαίτερο" από ένα sex shop. Εκείνες ήθελαν να κάνουμε την διαφορά, κι εγώ δεν είχα καμμία αντίρρηση. 'Ηταν ένα πολύ ωραίο σκοτεινό απόγευμα του χειμώνα, φυσούσε τρελός βοριάς, και ήμουν μες στην τρελή χαρά. Φτάσαμε σε ένα σκατομάγαζο, κι όπως ξεκίνησα για να μπω, κάποια με έπιασε από το χέρι.

-Νανά...
-Λέγε.
-Τώρα που θα μπούμε, να πεις εσύ τι θέλουμε..., με κοιτούσαν όλες λες και ήταν συνεννοημένες - που ήταν...
-Γιατί;, τις κοιτούσα μία-μία, ενώ εκείνες χαμήλωναν τα μάτια.
-Εσύ θα τους ψαρώσεις με αυτή την φωνή... Να μην νομίζουν τίποτα άλλο, που είμαστε τόσες γυναίκες...
-Τι να νομίζουν; Είστε καλά; Κατ' αρχήν τι θέλουμε; Ξέρουμε;
-Κάτι..., προσπάθησε να περιγράψει η μία.
-"Κάτι"..., την κοίταξα εκνευρισμένη. Και θα πάω σε αυτούς να τους πω "θέλουμε κάτι"... Και θα ψαρώσουν με τη μία... Δε μου γαμιέστε όλες; Προχωράτε!

Μπήκα πρώτη, με το παρθεναγωγείο να ακολουθεί κατά πόδας.
Γύρισα, τις κοίταξα, και, αυτομάτως, τα βλέμματά τους περιπλανήθηκαν ακαθόριστα στο εσωτερικό.
-Ξεκολλάτε από πίσω μου, μη σας πάρει ο διάολος, τους είπα χαμηλόφωνα. Μου ήθελε ο κώλος σας και sex shop... Δεν κοιτάτε τα χάλια σας... Σκορπιστείτε, λέμε.
Και που το είπα; Εγώ πήγαινα από stand σε stand, κι εκείνες όλες μαζί απέναντι, σαν να τις είχαν δέσει με ένα αόρατο σχοινί, κομπολόϊ. Που και που μού έριχναν και καμμιά ματιά, σαν να φοβούνταν μήπως το σκάσω. Φυσικά γελούσαν με ό,τι έβλεπαν, μου έκαναν σινιάλα με κάτι πλαστικές υπερμεγέθεις γροθιές, αλλά όταν κάποιος πλησίαζε προς το μέρος τους, πήγαιναν πιο πέρα σαν χταπόδι.

Αφού βρήκαν κάτι σαχλό, περίμεναν να πάω εγώ στο ταμείο για τον λογαριασμό.
Εφ' όσον δεν είδα κάτι που να μου αρέσει ούτε στο ελάχιστο, προχώρησα στο μέρος τους, παίρνοντας αυτό που είχαν διαλέξει από το χέρι που το κρατούσε. Αμέσως την έκαναν για το αυτοκίνητο, χωρίς να πουν κουβέντα. Ξεφύσηξα. Όπως περίμενα την σειρά μου - έχοντας μπροστά μου έναν μαλάκα, που είχε ένα βουνό από DVD μες στην λίγδα, και είχε κάτσει να το σκεφτεί ανακατεύοντάς τα... - κοίταζα γύρω μου, προσπαθώντας να μην του ρίξω κλωτσιά στην κλείδωση, να σωριαστεί, να πληρώσω, να τελειώνουμε.

Τίποτα, όμως, δεν είναι τυχαίο.
Αριστερά - στα ράφια με τα DVD, που δεν είχα κάνει τον κόπο... -, κρεμόταν ένα μικρό riding crop... Δεν πρέπει να ήταν παραπάνω από 50cm, αλλά είχε αρχίσει να μιλάει: "Πάρε με... Είμαι εδώ, γιατί σε περίμενα... Και δεν ήθελα να με πάρει κανείς άλλος... Είμαι μικρό, αλλά είμαι πολύ ωραίο... Μαύρο... δερμάτινο... Δεν κοστίζω πολλά... Είμαι μόνο μου... Σου ταιριάζω... Και θα είμαι καλή παρέα... Θα με αγαπήσεις... Θα δεις... Πάρε με..", προσπαθούσε να με ψήσει.

Μιλούσε.
Αλλά δεν πρέπει να έβλεπε.
Γιατί εγώ είχα γίνει κάρβουνο.

Με ένα ελαφρύ μειδίασμα, πλησίασα τα ράφια. Εκείνη την στιγμή, ερχόταν προς το μέρος του κι ένας τύπος - προφανώς για τα DVD. Ένα βήμα πριν τα ράφια, τον σταμάτησε το βλέμμα μου. Το οποίο έλεγε - σε άπταιστο τσαμπουκά - "έχεις μείνει εκεί που είσαι...". Ο τύπος έμεινε, εγώ έστρεψα το βλέμμα μου στο riding crop Μου, και όλοι παραμείναμε ήσυχοι. Επόμενος σταθμός, το ταμείο. Παίζοντας το riding crop Μου στα χέρια, ρώτησα ευγενικά τον μαλάκα με τα DVD: "θέλετε να φύγετε από το ταμείο;", κοιτάζοντάς τον αθώα. Εκείνος γύρισε, με κοίταξε ψιλοξαφνιασμένος, και πριν προλάβει να πει κάτι, κοίταξε το riding crop Μου. Δεν ξέρω τι ήθελε να πει, αλλά το μόνο που ακούστηκε ήταν ένα μουρμουρητό, προτού μαζέψει το stuff με το οποίο θα έπρεπε να έπαιζε το πουλί του για κάνα μήνα, πριν το βαρεθεί.

Βγήκα, με τον αέρα να φυσάει μανιασμένα.
Δεν με ένοιαζε ούτε που μου χαλούσε τα μαλλιά, ούτε που οι άνθρωποι με κοιτούσαν καλά-καλά με το riding crop Μου στο χέρι. Ήμουν ερωτευμένη. Τέλος. Μπήκα στο αυτοκίνητο, οι φίλες μου έκαναν πλάκα μέχρι που άρχισα να τις χτυπάω - και μαζεύτηκαν... -, πήγαμε στο τραπέζι, φάγαμε, κάποιοι έφαγαν και λίγο από εκείνο - για πλάκα, είπαμε... -, γύρισα στο σπίτι, και από τότε, αυτό το μικρό riding crop, είναι μαζί μου. Όταν φεύγω εκτός, πάντα θα το τυλίξω με ένα κομμάτι μαύρο βελούδο, και θα μπει κι αυτό μαζί με τα πράγματά μου.

Είναι το δεξί μου χέρι.
Ή, μάλλον, η επέκτασή του. Είναι η άγρια χαρά μου, η απόλυτη παρέα μου, ο πιστός μου ακόλουθος. Όταν πεθάνω, μπορεί να με κάψουν γυμνή, μπορεί να με κάψουν αχτένιστη, μπορεί να με κάψουν χωρίς μακιγιάζ - που αν συμβεί έστω και ένα από αυτά, ο υπεύθυνος θα έχει την κατάρα μου μέχρι να ψοφίσει, το καθίκι -, αλλά θα με κάψουν μαζί με αυτό.

Γιατί είναι Εγώ.-