6.4.10

Fucked Up Brains

Και ανέβηκα στην σκηνή.
Ήταν τόσο περίεργο συναίσθημα. Να μην έχουν περάσει ούτε 12 ώρες που εξευτέλισες έναν άνθρωπο κι εκείνος να σε περιμένει με ανοιχτές αγκάλες... Να σε κυνηγάει από πίσω όλη μέρα, για να σου δώσει κάτι που δεν θέλεις... Να τον ρωτάς "Είσαι καλά; Παίρνεις κάτι; Μήπως έχεις κενά μνήμης;" κι εκείνος να σου λέει άλλα...

Με την Ν έγινε επίσημο.
Τα ανθρωπάκια έχουν έναν μοναδικό τρόπο, το κάθε τι που ακούν να το διαστρεβλώνουν. Δεν ξέρω - ναι, ακόμα και τώρα δεν ξέρω - τι σκατά συμβαίνει μες στο ηλίθιο μυαλό τους και έχει ως αποτέλεσμα να είναι διαρκώς αλλού. Δεν έχει σημασία αυτό που λες, αν είναι υπέρ ή κατά τους. Το μυαλό τους θα το αλλοιώσει και δεν υπάρχει περίπτωση να βγάλεις άκρη.

Εκείνη η ημέρα ήταν η καλύτερη που πέρασα μαζί της.
Ήταν τόσο χαρούμενη, έδειχνε τόσο ευτυχισμένη. Δεν ξεκολλούσε από δίπλα μου και όπου πήγαινα ακολουθούσε σαν ουρά. Την μαλακία που είχε στον εγκέφαλό της, την καταλάβαινα. Την τόση ευτυχία, όχι.

Μιλάμε, ότι εκείνη την ημέρα, αν με έβλεπε ο Pirandello, θα πετούσε το Nobel του στα σκουπίδια. Το πόσο καλή ήμουν στο θέατρο του παραλόγου, ούτε η ίδια δεν μπορούσα να το πιστέψω. Διάολε, τα κατάφερνα!

Κι εκεί που πήγαιναν όλα καλά, με παίρνει από το χέρι να με πάει σε μία από τις πιο σημαντικές και δύσκολες πελάτισσές μας.
-Ξέρετε τι μου είπε εχθές η Νανά;!, τη ρώτησε όλο περηφάνια. Ότι με θαυμάζει πολύ κι ότι θέλει να γίνει σαν εμένα!
Αυτό ήταν.
Νέκρωσαν τα πάντα.
Κοίταξα την πελάτισσα - η οποία κακιά/ανάποδη/στριμμένη/εκκεντρική, ήταν διάολος και πανέξυπνη - ψυχρά, καθώς άκουγα να διανθίζει με δικά της λόγια τα διαμειφθέντα. Πράγματα που δεν υπήρχαν πουθενά, παρά μόνο στο μυαλό της...

Έκανα μεταβολή, μάζεψα τα πράγματά μου και βγήκα στον διάδρομο.
-Πας για τσιγάρα;, ξεκίνησε να με ρωτήσει αλλά μόλις είδε τι κρατούσα την έπιασε πανικός. Που πας;! Φεύγεις;!
-Ναι. Νομίζω πως ο θαυμασμός μου για εσένα, εξελίσσεται σε ζήλια και δεν το θέλω. Είναι καλύτερα να φύγω. Σε παρακαλώ. Με δυσκολία κρατώ τα δάκρυά μου. Είναι καλύτερα να χωρίσουμε. Δεν πάει άλλο. Συγχώρησέ με και άσε με να φύγω.
Με κοιτούσε με ένα ύφος συντετριμμένο. Διάολε, το πίστευε! Ήμουν θεά! Θεά!
-Δεν μπορείς να φύγεις έτσι... Με κρεμάς..., κατόρθωσε να ψελίσσει.
-Πρέπει..., ακούμπησα το χέρι μου στον ώμο της, καθώς ξεφυσούσα. Δεν μου είναι εύκολο αλλά πρέπει. Θα σε θυμάμαι για πάντα. Και σου οφείλω. Να το θυμάσαι...

Βγήκα στον δρόμο.
Ένοιωθα ότι πετούσα.
Ένα μόνο δεν είχα καταλάβει: γιατί ήταν τόσο ευτυχισμένη.
Και άντε να βγάλεις συμπέρασμα με τόσο μαλακισμένο εγκέφαλο...