26.2.10

Knowing Me, Knowing you

Οι καλοκαιρινές διακοπές, είναι δίκοπο μαχαίρι.
Το να μένεις με κάποιον άλλον σε ένα - ούτε καν σπίτι - δωμάτιο, για πόσες μέρες, είναι μεγάλη δοκιμασία για τη σχέση που έχετε.
Αυτός είναι και ο λόγος, που φίλες γυρίζουν ξεμαλλιασμένες, και ζευγάρια χωρίζουν, μόλις το πλοίο δέσει στο λιμάνι του Πειραιά.

Το να είσαι, λοιπόν, 24 ώρες το 24ωρο με τόσα άτομα, που δεν τα ξέρεις ούτε σε ξέρουν, δεν έχετε φύγει ούτε ένα 2ήμερο - να σε γνωρίσουν και να τους γνωρίσεις, κάπως -, είναι μεγάλο ρίσκο.
Η μία εβδομάδα, μας φάνηκε μήνας.

Έμαθα, όμως, τους χαρακτήρες τους.
Ο Α, ήταν νευρικός, σκληρός, ορθολογιστής, σταθερός, και γινόταν αρνί μόνο στον Χ.
Ο Β, ήταν λίγο ψηλομύτης, απίστευτος χιουμορίστας, απροσάρμοστος, ψιλομουνάκιας.
Ο Γ, ήταν πολύ ευαίσθητος, δεν έλεγε ποτέ κακό για κανέναν, αυθόρμητος.
Ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον, και όλοι τους - ιδίως ο πρώτος - είχαν μεγάλη αδυναμία σ' εκείνον, γιατί τον έβλεπαν σαν τον μεγαλύτερο αδερφό τους.

Εμένα, δεν με έβλεπαν καλά.
Ναι μεν, σαν την "ιδιαίτερη" σύντροφο εκείνου, αλλά δεν μπορούσαν να βγάλουν ασφαλή συμπεράσματα, όσον αφορούσε τον χαρακτήρα μου.
Με φοβούνταν.
Και το ήξερα.
Και το ήξεραν, ότι το ήξερα.

Όσο περνούσαν, όμως, οι μέρες, η ατμόσφαιρα βάραινε.
Όταν είσαι με έναν άνθρωπο τόσο κοντά φυσικά, αποζητάς να έρθεις κοντά του και ψυχικά.
Κι αυτό δεν γίνεται χωρίς ερωτήσεις...

Την Πέμπτη, όταν παρατήσαμε το χαρτί, αρχίσαμε να τρώμε ό,τι είχε μείνει.
-Λοιπόν. Μεθαύριο, φεύγουμε. Και δεν έχετε βγει πουθενά. Σήμερα που στο beach bar θα έρθει αυτός για την αρπαχτή, θα μαζευτεί και κόσμος από τις γύρω περιοχές. Δεν πάτε, να γκομενίσετε κι όλα;
-Θα έρθεις κι εσύ;, ρώτησε ο Γ.
-Για να γκομενίσω; Έχω άνδρα, ευχαριστώ.
-Για να βγεις μαζί του!, πρότεινε ο Β.
-Ο καλός μου, έχει έρθει με τους φίλους του διακοπές. Το πως και γιατί βρέθηκα εγώ εδώ, είναι άλλο θέμα. Πηγαίνετε να διασκεδάσετε. Είναι ωραίες οι αντροπαρέες.

Σώπασαν.
Καταλάβαινα ότι ήθελαν να ρωτήσουν κι άλλα.
-Δεν έχει σημασία να είσαι μαζί του;, ρώτησε δειλά ο Α.
-Μεγάλη. Αλλά εσύ με ρωτάς, αν θέλω να είμαι συνέχεια. Και η απάντηση είναι, όχι. Αυτό που μου δίνει ο Χ τα Σαββατοκύριακα που έρχεται, δεν μπορεί να μου το δώσει άλλος άνδρας, ούτε σε μία εβδομάδα. Αν μου λείπει, ναι, μου λείπει. Αλλά μου αρέσει που μου λείπει.
Αντί να καταλάβουν, μπερδεύονταν περισσότερο.
-Δηλαδή, δεν θα ήθελες να ήταν εδώ;, επέμεινε.
-Όχι. Αν σταματούσε κάτι που ήταν σημαντικό γι' αυτόν, εξ' αιτίας μου, όχι. Δεν θα ήθελα. Ούτε αυτό που γίνεται τώρα μου αρέσει. Να είμαι ανάμεσα σε τέσσερεις φίλους, επειδή είμαι η γκόμενα του ενός. Αλλά είπαμε, αυτό είναι άλλο θέμα. Για να το πω απλά. Και στην άκρη του κόσμου να πήγαινε - να έκανε μήνες, όχι εβδομάδα, για να είναι μαζί μου -, και μόνο που υπάρχει ένας άνδρας σαν εκείνον, και είναι δικός μου αυτός ο άνδρας, μου αρκεί.

Και έγινε η ερώτηση, που δεν έπρεπε να γίνει τόσο σύντομα...
-Γιατί;, ακούστηκε ο Γ.
Γύρισαν και τον κοίταξαν, σαν να του έλεγαν να σκάσει.
Εκείνος δεν κοιτούσε κανέναν μας, τόση ώρα.
Έτρωγε, κοιτάζοντας το πιάτο του, αμίλητος, ανέκφραστος, αμέτοχος.
-Γιατί..., έψαχνα τις λέξεις. Γιατί... ας πούμε ότι κάνει πράγματα
για 'μένα, που τον βγάζουν εκτός εαυτού... Και δεν εννοώ ότι σπάει βιτρίνες.
Τον κοίταξα.
-Ας πούμε... ότι αυτή είναι η τελευταία Coca Cola που πίνει.
Τρελάθηκαν...
Τρελάθηκε...
-Δεν είναι...;, τον ρώτησα.
Χαμογέλασε.
-Ήταν..., είπε ήσυχα και έσπρωξε το ποτήρι.

Έπεσε βαριά σιωπή.
Εκείνοι προσπαθούσαν να χωρέσουν στο μυαλό τους, τι είχε γίνει, κι εγώ δάγκωνα σίδερα μέσα μου, για να μη ξεφύγω με την λέξη που είχε πει...
Ένοιωθα τα πάντα να γυρίζουν και το στομάχι μου να ανακατεύεται...
Έπρεπε να σταματήσω όλο αυτό, γιατί δεν ήξερα τι μπορούσα να έκανα, στο σημείο που με είχε φτάσει με το "ήταν" του...

-Λοιπόν!, σηκώθηκα απότομα. Ετοιμαστείτε να βγείτε. Οι γκόμενες, περιμένουν. Μόνο πηγαίνετε να ξυριστείτε, γιατί είστε σαν τα γυφτάκια, τόσες μέρες! Μήπως δω κι εγώ λίγο καθαρό ανδρικό δέρμα, πριν φύγετε! Ακόμα κάθεστε;! Άντε, λοιπόν!
Σηκώθηκαν απρόθυμα, έβαλα μουσική και άρχισαν να ετοιμάζονται.
Εκείνος σηκώθηκε τελευταίος και με πλησίασε.
-Μπορώ να μην πάω μαζ..., ξεκίνησε να λέει χαμηλόφωνα.
-Φύγε..., του είπα με ένα πολύ βεβιασμένο χαμόγελο, για να μην καταλάβουν οι υπόλοιποι. Φύγε, μακριά μου... Μία μέρα έχει μείνει ακόμη... Έχω ξεπεράσει τα όριά μου, κατά όσο δε φαντάζεσαι... Μπορείς να φύγεις, τώρα;...

Μπήκαμε μέσα, τα αγόρια ξυρίζονταν, ντύνονταν, έβαζαν αρώματα, πειράζονταν.
Τον έβλεπα να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια να κάνει κι εκείνος το ίδιο, κι εγώ ακόμη μεγαλύτερη, για να δείξω άνετη.
Όταν τελείωσαν και ήταν έτοιμοι να φύγουν, προσεφέρθησαν να μαζέψουν το τραπέζι, πρώτα.
-Αφήστε τα τραπέζια!, τους είπα στην παραζάλη μου. Πηγαίνετε να πάρετε κανένα προφυλακτικό, να είστε ετοιμοπόλεμοι! Μη τυχόν μου φέρει κανείς γονόρροιες και κονδυλώματα, στα σεντόνια! Θα σας τους κόψω φέτες! Julien! Φύγατε!

Και τότε, έγινε κάτι, από 'κείνα που δεν τα περιμένει κανείς, που δεν ξέρει πως να αντιδράσει, όταν συμβαίνουν...
Εκείνοι έφευγαν - μ' εκείνον πρώτο... -, κι εγώ κοίταξα για λίγο το τραπέζι, σαν να ήταν η σανίδα σωτηρίας μου.
Αυτό που θα έκανε να πάρω το μυαλό μου από το "ήταν" του.
Πήγα στο κεφαλόσκαλο, για να τους συνοδεύσω.
Όπως προχωρούσε μπροστά εκείνος - κανένα μέτρο μετά ακολουθούσε ο Α, στην ίδια περίπου απόσταση πίσω του ο Β -, ο Γ μόλις είχε κατέβει το τελευταίο σκαλοπάτι, και έμεινε ακίνητος.
-Άντε, ρε μαλάκα, θα 'ρθεις;!, είχε γυρίσει ο Β και του έλεγε χαμηλόφωνα.
Σταμάτησαν και γύρισαν και οι άλλοι.

Ανέβηκε, στάθηκε 1 σκαλοπάτι πιο κάτω από 'μένα και με κοίταξε περίεργα.
Και με αγκάλιασε...
Άνοιξα τα μάτια μου διάπλατα, από την έκπληξη, και μπορούσα να καταλάβω μέσα στο σκοτάδι, ότι και οι άλλοι είχαν παγώσει.
-Νανά...
-Ξέρω... Πήγαινε...
Όπως έβγαινε από την αγκαλιά μου, είδα πίσω του τον Β...
Όταν τον προσπέρασε ο Γ, ανέβηκε στο ίδιο σκαλοπάτι.
-Δεν έχω αγκαλιάσει ποτέ μία γυναίκα, φιλικά..., ομολόγησε, σαν να 'ταν ένοχος.
-Δεν είμαι φίλη σου, Β. Ούτε το είδος της γυναίκας, που έχεις στο μυαλό σου.
-Το κατάλαβα..., άνοιξε την αγκαλιά του και με έσφιξε για λίγο, πριν γυρίσει να φύγει.
Πήγε και στάθηκε δίπλα στον Γ, που τον περίμενε.

Δεν πρόλαβαν να ξεκινήσουν, και ο Α ερχόταν με μεγάλα βήματα στο μέρος μας.
-Κι εσύ, τέκνον Βρούτε;..., τον ρώτησα καθώς σταμάτησε στο σκαλοπάτι. Εσύ έπρεπε να κρατήσεις χαρακτήρα, προσέθεσα χαμογελαστή.
-Εγώ θέλω να σ' αγκαλιάσω, από τότε που σ΄ερωτεύτηκε ο Χ..., χαμογέλασε κι εκείνος.
-Από παλιά, δηλαδή...., έκανα μία αστεία κίνηση.
-Ναι... από τότε..., με κράτησε στην αγκαλιά του.
Κατέβηκε, και προχώρησε λίγο μετά από τους άλλους.
Οι άλλοι, όμως, είχαν μείνει να κοιτάζουν αυτόν που δεν είχε κουνηθεί από τη θέση του...
Σταμάτησε κι εκείνος, και έκανε το ίδιο.

Εκείνοι κοιτούσαν εκείνον, εκείνος κοιτούσε εμένα, εγώ κοιτούσα εκείνον.
Ήξερε ότι δεν έπρεπε να έρθει.
Ήξερα ότι δεν θα το έκανε.
Μείναμε έτσι, όλοι, για λίγο...
Μέχρι που εκείνος, έκανε μεταβολή, με σκυμμένο κεφάλι, και έφευγε.
Τα παιδιά γύρισαν, με κοίταξαν για λίγο, και τον ακολούθησαν κι εκείνα.

Όταν επέστρεψαν, τα πράγματα είχαν αλλάξει.