18.2.10

It's Showtime!

Η ιστορία με τη Βδέλλα, μπορεί να είχε τελειώσει για τον Χ, δεν είχε τελειώσει η ιστορία του Χ, για τη Βδέλλα.

Πήγαινε και τον έβρισκε στην Α - προφασιζόμενη διάφορους ανυπόστατους λόγους -, γιατί στην Αθήνα που να τον έβρισκε;
Πρώτον, δεν γνώριζε ότι ερχόταν κάθε Σ/Κ, διότι μετά από το περιστατικό στο πάρτυ, οι φίλοι του την είχαν σε καραντίνα.
Δεύτερον, οι γονείς του δεν της έλεγαν τίποτα - για τον ίδιο λόγο -, ούτε και στους γονείς της.
Τρίτον, ο Χ δεν ξαναβγήκε ποτέ με τις γκόμενες των Β και Γ - για τον ίδιο, επίσης, λόγο.

Στην Α, όμως, είχε φίλους, συμμαθητές κτλ, οπότε έβρισκε αφορμές για να πηγαίνει.
Και πήγαινε και σπίτι του, για να τον "δει".
Μέσα στις κασέτες που έστελνε εκείνος, τους άκουγα να μιλάνε και μου γύριζε το στομάχι ανάποδα.
Θεωρώ εμετικό, να προσπαθεί κάποιος να σώσει κάτι που έχει πεθάνει και προσπαθεί με κάθε τρόπο - τις περισσότερες φορές γελοιοποιώντας τον εαυτό του - να το επαναφέρει στη ζωή.
Οι εκφράσεις της, τα επίθετα που χρησιμοποιούσε για 'μένα, ο τρόπος της, ήταν επιεικώς απαράδεκτα, για μία γυναίκα με αξιοπρέπεια.

Στις κασέτες βρήκαμε και πότε είχε ψάξει τα πράγματά του και είχε βρει τη φωτογραφία μου.
-Την πουτάνα..., έλεγε ο Χ, σφίγγοντας τα χείλη.
-Ώπα. Πουτάνα είμαι εγώ. Μη μπερδευόμαστε..., θιγόμουν.

Όταν πήγε και τον ξαναβρήκε, για πολλοστή φορά, ο Χ ήρθε φτιαγμένος.
-Πρέπει να κάνω κάτι, μου ανακοίνωσε.
-Τι εννοείς;
-Πρέπει να το κόψω μαχαίρι, αυτό. Δεν καταλαβαίνει από λόγια. Κάτι άλλο πρέπει να κάνω. Πρέπει να σκεφτώ τι..., προβληματίστηκε.
-Δεν βλέπω τι μπορεί να γίνει, του είπα απλά. Άφησέ την να το καταλάβει μόνη της. Όποτε.
-Δεν θέλω ούτε να τη βλέπω!, δε σήκωνε κουβέντα. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι κάνει αυτά τα πράγματα. Το ξέρετε ότι τώρα που χωρίσαμε, τη βλέπω πιο συχνά απ' ό,τι όταν τα 'χαμε;

Και ήταν να μη μου ΄ρθει το flash.
-Ok. Θέλεις κάτι δραστικό;..., τον ρώτησα ψιλοχαμογελώντας.
-Ναι! Κάτι εντελώς δραστικό!, υπερθεμάτισε.
-Ok... κάτι έχω στο μυαλό μου..., είπα μυστήρια.
-Τι, Αφέντρα;! Κάτι να την εξοντώσουμε!
-Θέλεις να την εξοντώσουμε μαζί;...
-Ναι! Ναι, Αφέντρα! Μαζί!, ενθουσιάστηκε.
-Είσαι σίγουρος;... Γιατί έχω κάτι πολύ hardcore στον νου μου..., τον προειδοποίησα.

Του εξήγησα τι ήταν αυτό.
Ξετρελάθηκε.
Συμφωνήσαμε να την πάρει τηλέφωνο, να της πει ότι χωρίσαμε, κι ότι θέλει να πάει στο διαμέρισμα να μαζέψει τα πράγματά του και να πάει να τον βοηθήσει.
-Καταλαβαίνεις τι συνέπειες, όμως, μπορεί να έχει αυτό...
-Δε με νοιάζει τίποτα, Αφέντρα! Μ' αρέσει! Θα το κάνουμε!, δεν μπορούσε να κρατηθεί.
-Ok... Τότε τα άλλα άσ' τα επάνω μου..., είπα με μεγάλη άνεση.

Το ραντεβού κλείστηκε για Σάββατο βράδυ στις 9.
Εκείνη περίμενε να πάει να την πάρει από κάπου.
Μέσα από το ταξί, την έβλεπα να στέκεται κορδωμένη και ανυπόμονη.
Χαμογελούσα...
"Έννοια σου, χαρά μου... Ήρθε η ώρα να δεις πως το κάνουν οι πουτάνες... Οι μεγάλες πουτάνες, όμως...", σκεφτόμουν.
Το κίτρινο αυτοκίνητο σταμάτησε ακριβώς μπροστά της.
Μόλις με είδε, πάγωσε.
Κατέβασα το παράθυρο.
-Λοιπόν; Θα μπείτε; Ο Χ περιμένει στο διαμέρισμα, και μου ζήτησε να έρθω να σας πάρω. Θέλει να τελειώσουν όλα απόψε, της είπα ταπεινά.
Το σκέφτηκε. Αλλά μπήκε.
Κάθησε στη θέση του συνοδηγού, περήφανη που είχε νικήσει.
Το χαμόγελο δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από τα χείλη μου.
Όχι ένα συνηθισμένο χαμόγελο, όμως...

Η πόρτα δεν ήταν κλειστή.
Μόλις την έσπρωξε, έμεινε εκεί που ήταν.
Δεκάδες κεριά, στο πάτωμα, στα έπιπλα, στην κουζίνα, παντού.
Όλα τα φώτα σβηστά.
(Διάολε... Αυτό το χαμόγελο το έχω και τώρα που τα θυμάμαι και τα γράφω...!)

Πέρασα από μπροστά της.
Τα air condition δούλευαν στο full.
Είχα ιδρώσει, με τα δερμάτινα που φορούσα από μέσα - και, παρ' ότι είχαμε ζητήσει το ραδιοταξί να έχει οπωσδήποτε κλιματισμό -, μέχρι να πάω να την πάρω και να γυρίσω, τα είχα δει όλα με το μαντό που φορούσα από πάνω.
-Περάστε, της έδειξα το υπνοδωμάτιο, σοβαρή.
Δεν κουνιόταν, λέμε, από τη θέση της.
Την περίμενα, ανέκφραστη.
Έκανε 2-3 βήματα, λες και πατούσε πάνω σε λεπτό πάγο.
Χ είναι μέσα, προφανώς, και μαζεύει. Μπορείτε να μπείτε, εάν θέλετε. Σας περιμένει.

Και άνοιξε την πόρτα...
Ο Χ, ανάσκελα στο κρεβάτι, δεμένος - με χέρια και πόδια σε διάσταση - στο μπρούτζινο κρεβάτι, με το blindfold στα μάτια, το καλσόν μου στο στόμα, το κολλάρο του στον λαιμό, το chastity κλειδωμένο, και κεριά παντού...

Κλείδωσα την εξώπορτα, πήρα τα κλειδιά, και έβαλα μουσική να παίζει δυνατά, στο σαλόνι.
Έβγαλα αυτό που φορούσα από πάνω, και προχώρησα στο δωμάτιο.
-Εγώ δεν θα σας ενοχλήσω..., της είπα γλυκά, σχεδόν ψιθυριστά, στο αυτί της.
Γύρισε ξαφνιασμένη και με κοίταξε.
Η γκόμενα τα είχε δει όλα από τη ζωή της, λέμε...
Φορούσα ένα δερμάτινο φόρεμα με στενό κορσάζ, που έδενε με κορδόνια - χιαστί -, σηκώνοντας και αφήνοντας να φανεί αρκετά το στήθος μου μπροστά, ενώ πίσω τα κορδόνια σταματούσαν λίγο μετά την ουρά, και συνέχιζαν στα πλαϊνά της "φούστας".

-Ήρθαμε..., είπα με τη βαθειά φωνή μου στον Χ.
Τον πλησίασα και έβγαλα το blindfold.
Την κοίταξα.
-Μη σας στενοχωρεί, της είπα αδιάφορα. Αυτό θα το πάρω. Είναι δικό μου, έβγαλα το καλσόν μου από το στόμα του. Σας αφήνω να τα πείτε. Πηγαίνω να μαζέψω τα πράγματά μου.
Βγήκα από το δωμάτιο.
Τα τακούνια από τις 12ποντες, ακούγονταν αισθητά πιο δυνατά από τις άλλες φορές.
Όταν μιλούσαμε.
Αλλά εκείνη τη στιγμή, δεν μιλούσε κανείς...
Ούτε η μουσική δεν έφτανε για να τα καλύψει...

-Τι είναι αυτά;;;!!!, ακούστηκε να φωνάζει από μέσα, καθώς άνοιγα το ψυγείο, για να πάρω μία Coca Cola.
-Αυτά που μου αρέσουν..., ακούστηκε ειρωνική η φωνή του. Έχεις πρόβλημα...;
-Τι είναι αυτά;;;!!! Είστε ανώμαλοι;;;!!! Που σε έχει μπλέξει, αυτή η πουτάνα;;;!!! Τι σου έχει κάνει;;;!!!
Χτυπιόταν...
Μπήκα στο δωμάτιο.
-Να σας εξηγήσω, της είπα με ύφος. Όταν γνώρισα τον Χ, μου είπε ό,τι είχε φανταστεί πως θα ήθελε να κάνει με μία πουτάνα. Και βρήκε εμένα. Εγώ συμφώνησα. Έτσι είναι οι πουτάνες. Τα κάνουμε όλα. Λοιπόν, να σας δείξω.

Τον πλησίασα.
-Κατ' αρχήν. Ο Χ θέλει κάθε πρωΐ να τρώει. Το πρωϊνό του, είναι πάντοτε χυμός. Φρεσκοστυμμένος. Πρέπει να κάθεστε στο στόμα του, μέχρι να τον πιει όλον.
Είχε φρικάρει, εντελώς...
Μας κοιτούσε με μάτια και στόμα ορθάνοιχτα, μη μπορώντας να συνειδητοποιήσει τι της συνέβαινε...
Άνοιξα την ντουλάπα.
Μόλις είδε το εσωτερικό του φύλλου, παρανόησε.
-Τι είναι όλα αυτά;;;!!!, ούρλιαξε.
-Ω, τίποτα..., την καθησύχασα. Η ρουτίνα του Χ. Όταν θα πάρει το πρωϊνό του, θα πρέπει να περάσετε αυτό το λουρί εδώ, και να τον πάτε μία βόλτα στο σπίτι. Όταν θα τελειώσετε, θα πάρετε αυτό με τις πολλές ουρές, μη το ξεχάσετε, με τις πολλές σας λέω, και θα τον χτυπήσετε λίγες φορές. Αν δείτε ότι δεν αρκεί, θα πάρετε αυτό με τη σταθερή ουρά, και θα συνεχίσετε κανονικά. Καταλαβαίνετε μέχρι εδώ;...

Η Βδέλλα ήταν αλλού.
Μπορεί στην αρχή να το νόμιζε για φάρσα αλλά βλέποντας εμένα να τα λέω σοβαρή κι εκείνον να με κοιτάζει με το ίδιο ύφος, ξέφυγε εντελώς...
-Είσαι τρελή;;;!!! Τι είναι όλα αυτά;;;!!! Εσύ, γιατί δεν μιλάς;;;!!! Τι σου έχει κάνει;;;!!! Θα πάρω την αστυνομία!!!, χτυπιόταν.
-Το νούμερο είναι 100, της είπα. Θέλετε να σας δώσω το τηλέφωνό μου ή να τελειώσω με ό,τι έχω να σας πω, για να φύγω.
Μόλις άκουσε το "να φύγω", ηρέμησε λίγο.
Κι εγώ συνέχισα απτόητη.

-Ok. Όπως σας έλεγα, ο Χ, πρέπει να είναι πάντα στα γόνατα. Αυτό εδώ, λέγεται κολλάρο, και πρέπει να το φοράει πάντα. Αν δεν το φοράει, δεν νοιώθει καλά. Όταν βαρεθείτε, και θέλετε να κάνετε κάτι δημιουργικό που θα εκτιμήσει, θα πάρετε ένα κερί, και θα το στάξετε επάνω του, έτσι.
Πήρα ένα κερί από το κομοδίνο, και άρχισα να το χύνω πάνω στο στήθος του.
Εκείνος προσπαθούσε να κρατήσει τα βογκητά του, ενώ με την άκρη του ματιού μου, έβλεπα τι γινόταν μέσα στο chastity...
-Ω... ξέχασα..., είπα και άφησα το κερί στη θέση του.
Βρήκα στο μπρελόκ το κλειδί για το λουκέτο και άφησα το πουλί του ελεύθερο.
-Και τώρα να σας δείξω πόσο του αρέσει, της ανακοίνωσα.

Η στύση του Χ άρχισε να μεγαλώνει, καθώς συνέχισα να του χύνω το κερί στο στήθος.
Κι εκεί την χάσαμε...
-Τι κάνετε;;;!!! Τι είναι αυτά που κάνετε;;;!!!, τσίριζε, πιάνοντας το στόμα της.
-Μα, σας δείχνω..., της απάντησα αθώα. Ο Χ μου είπε ότι σας αγαπάει πολύ κι ότι σας θέλει πίσω. Και με παρακάλεσε, τώρα που θα πάρω κι εγώ τα πράγματά μου, να σας δείξω τι του αρέσει να του κάνετε. Τίποτε άλλο... Σε λίγο τελειώνω... Μη στενοχωριέστε... Ηρεμήστε...
Αλλά εκείνη πλησίασε το κρεβάτι.
-Τι είναι αυτό;;;!!!, κόντεψε να βάλει τα κλάμματα.

-Ποιο;..., έκανα την ανήξερη. Ω... Αυτό;, ρώτησα και χάϊδεψα το υπογάστριό του. Δεν είναι τίποτα. Με μία πλαστική, θα σβήσει. Ένα tattoo είναι. Μη το βλέπετε μαύρο. Βγαίνει. Είναι που έχω και μεγάλο όνομα...
Όσο χάϊδευα τον Χ, τόσο η στύση του σκλήραινε κι άλλο.
-Μην τον παρεξηγείτε..., της είπα κοιτάζοντας το πουλί του. Άνδρας είναι... Βρήκε εκεί μία πουτάνα να του τα κάνει όλα... Εσάς σας σέβετε... Μη δίνετε σημασία... Απλά να σας δείξω και τα τελευταία.
Στάθηκα μπροστά της και έπιασα τα στήθη μου.
-Αυτά, είναι τα αγαπημένα του. Θα πρέπει να του τα δείχνετε συχνά, γιατί του αρέσουν πάρα πολύ. Γενικά. Αλλά! Αυτό που τον τρελαίνει, είναι αυτό, είπα και έβαλα τον δείκτη του δεξιού χεριού στον γοφό μου. Αν κάποια φορά σκύψετε, κατά λάθος, να ξέρετε πως είναι έτοιμος να σας βάλει κάτω. Αν σκεφθείτε να κάνετε παιδί, αυτόν να του δείξετε. Εγγυημένα. Και, τώρα, θα μου επιτρέψετε. Πρέπει να μαζέψω τα πράγματά μου.

Με έσπρωξε από μπροστά της και έπεσε πάνω του, προσπαθώντας να τον ελευθερώσει.
-Σήκω!!! Σήκω πάνω!!!
-Ω, δεν μπορεί..., της είπα.
-Ποιος το είπε;;;!!!, γύρισε να με κοιτάξει, αναμαλλιασμένη.
-Είναι τεχνικό το θέμα, της είπα σατανικά. Χρειάζεστε αυτά, εδώ..., της κούνησα 2 μικρά κλειδάκια από το μπρελόκ.
Με μία κίνηση, σήκωσε το γόνατό της από το στρώμα, και μου άρπαξε τα κλειδιά.
Σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος.
Ήταν η σειρά του...

-Αφέντρα...;, ακούστηκε βαριά η φωνή του. Σαν να ήταν εκείνο το βράδυ, που τα 'σπαγε...
-Αφέντρα;;;!!!, ξαναγύρισε να με κοιτάξει.
-Ναι. Μη δίνετε σημασία. Έτσι τη βρίσκει. Κι εγώ, τι να κάνω; Σαν καλή πουτάνα, πρέπει να δέχομαι τις ορέξεις του. Πως θα τον κρατούσα αλλιώς;, σήκωσα λίγο τους ώμους.
-Πάμε να φύγουμε από 'δω!!! Πως σε κατάντησε, έτσι;;;!!! Η ανώμαλη!!! Η σατανίστρια!!! Σου 'χει κάνει μάγια!!! Καλά μου το 'λεγαν!!! Σε έχει δέσει!!! Δεν είσαι ο εαυτός σου!!! Σήκω να φύγουμε από 'δω μέσα!!! Αυτή είναι επικίνδυνη!!! Σου 'χει κάνει κακό!!!, ούρλιαζε με όλη της τη δύναμη, καθώς ξεκλείδωνε τις χειροπέδες.

Δεν έπρεπε, όμως, να τον αποδεσμεύσει...
Κανένας σκλάβος, δεν θέλει να αποδεσμεύεται από μία ξένη...
Αυτό είναι στη διάθεση Της Αφέντρας του...
Και μόνον Εκείνη μπορεί να το πράξει...

Σηκώθηκε όρθιος, την έπιασε από τον λαιμό, και την κόλλησε στην ντουλάπα.
-Πρόσεξε καλά τι θα σου πω, μωρή καριόλα! Αν σε ξαναδώ μπροστά μου, θα σε σκοτώσω! Το κατάλαβες;! Θα σε λιώσω! Αν σε ξανακούσω να μιλάς έτσι για τη γυναίκα μου, δεν θα ζήσεις! Το κακό, είσαι εσύ! Και το μαλακισμένο σου μυαλό! Ακούς τι σου λέω;! Θα σε γαμήσω! Όχι όπως ονειρεύεσαι! Τι να γαμήσω από 'σένα;! Αν η γυναίκα μου είναι επικίνδυνη, μείνε μακριά της! Γιατί θα δεις πόσο επικίνδυνος μπορώ να γίνω εγώ! Ακούς;! Μάζευέ τα και δίνε του! Και μη σε ξαναδώ μπροστά μου, θα σε γαμήσω! Θα σε γαμήσω, μωρή σκρόφα! Γλύτωσες εκείνο το βράδυ, δεύτερη δεν θα τη γλυτώσεις! Έτσι και μάθω ότι έπιασες ξανά στο στόμα σου τη γυναίκα μου, θα σε κάνω να φτύσεις το γάλα που βύζαξες! Δρόμο, τώρα! Δρόμο!

Την έσπρωχνε με δύναμη, στην πλάτη.
Μόλις έφτασαν δίπλα μου, έβαλα στο χέρι του τα κλειδιά.
Την έσπρωχνε, μέχρι που την πέταξε - στην κυριολεξία - έξω.
Χτύπησε με δύναμη την πόρτα και στάθηκε εκεί.

-Είσαι καλά;..., τον ρώτησα.
Γύρισε και με κοίταξε.
-Δεν έχω αισθανθεί καλύτερα, Αφέντρα..., κούνησε το κεφάλι του.
Μείναμε να κοιταζόμαστε.
Χαμογελούσαμε ο ένας στον άλλον, σκεπτόμενοι τι είχαμε κάνει.
-Έχω ανοίξει μία Coca Cola..., του είπα δελεαστικά. Λέω να το γιορτάσουμε... Συμφωνείς...;

Ήρθε κοντά μου, γονάτισε και μου φίλησε τα πόδια.
-Αφέντρα...
-Ναι;
-Δεν μπορώ να ζήσω, χωρίς εσάς, είπε με τη φωνή που είχε πριν λίγα λεπτά. Δεν θέλω να ακούγομαι δραματικός, ούτε υπερβολικός. Αλλά αυτό νοιώθω. Πριν σας γνωρίσω, δεν ήξερα πως μπορεί να είναι η ζωή με μια γυναίκα σαν εσάς. Δεν φταίει η Β. Εγώ δεν έδινα ένα τέλος. Κι ας μην περνούσα καλά. Θα ήταν καλύτερα να ήμουν μόνος. Αλλά όταν σας γνώρισα, είπα, "Αυτή είναι η γυναίκα που περίμενες. Όλα τ' άλλα, δεν υπάρχουν". Δεν μπορώ να σας χάσω, Αφέντρα... Και μόνο στη σκέψη, τρελαίνομαι... Δεν ξέρω πως να σας το πω...
-Σήκω πάνω, αφέντη..., του είπα χαμογελάστη.
-Όχι πάλι, "αφέντη"..., σηκώθηκε αργά, μορφάζοντας.
-Ό,τι θέλω θα λέω, χαρά μου... Δεν θα μου πεις εσύ, πως θα σε αποκαλώ... Το καταλάβαμε;...

Χαμογελούσε.
Με έσφιξε στην αγκαλιά του.
-Όλη την ώρα, ξαπλωμένος, αυτό περίμενα... αυτή τη στιγμή... που όλα θα έχουν τελειώσει και θα σας σφίξω στην αγκαλιά μου..., είπε με τη φωνή που ήξερα.
-Χμ... Εγώ πάλι, όση ώρα ήσουν ξαπλωμένος, άλλα σκεφτόμουν..., κοίταξα τον απέναντι τοίχο, γέρνοντας λίγο το κεφάλι.

Με σήκωσε στα χέρια του και με άφησε, μαλακά, στο κρεβάτι.
-Χμ... Όχι αυτό, ακριβώς..., είπα σκεπτική.
Τον τράβηξα και ανέβηκα πάνω του, πιάνοντας τις χειροπέδες.
-Τώρα, θα σου δείξω.