5.2.10

Exposé

Εκεί που περίμενα τον Χ να αρχίσει να παίρνει όλες τις σταδιακές αποχρώσεις, μέχρι να φτάσει στο σύνηθες κόκκινο, άρχισε να χαμογελάει...
Κι όσο τον κοιτούσα, τόσο πιο πολύ φάρδαινε το χαμόγελο...

-Χαμογελάμε... μάλιστα... δεν θα κοκκινήσεις...;
Αρνητική κίνηση κεφαλής.
-Θέλεις να σε βοηθήσω...; Μπορώ...
Καταφατική κίνηση κεφαλής.
Έβαλα τα γέλια.
-Τι έχεις κάνει πάλι, διάολε;! Με έδωσες στεγνά στους γονείς σου;! Τι τους είπες;! "Α, είναι πολύ καλή κοπέλα: με δένει, με δέρνει και με φιμώνει, αν χρειαστεί";! Γιατί η μητέρα σου με είπε "Αφέντρα", λέμε;!

Ταράχτηκε.
-Όχι, Αφέντρα! Δεν έχω πει τίποτα στους γονείς μου, για εσάς! Η μητέρα μου με ρώτησε, κάποια στιγμή, αν υπάρχει άλλη γυναίκα στη ζωή μου. Και της είπα "ναι". Και με ρώτησε μόνο "πως είναι". Και της είπα "Αφέντρα"...
Χαμογελούσε... Είχε πει όλες τις προτάσεις με σθένος. Στο "Αφέντρα", λύγισε...
Έπεσα ανάσκελα, δίπλα του, και άρχισα να γελάω.
-Διάολε... τι της είπες της γυναίκας;!
Ανασηκώθηκε και έβαλε τις παλάμες του δεξιά κι αριστερά από το στήθος μου.
-Την αλήθεια, Αφέντρα..., είπε μαλακά, κοιτάζοντας εκ περιτροπής το γνωστό τρίπτυχο: μάτια, χείλη, μαλλιά.
-Απόψε είναι η βραδυά των αποκαλύψεων, ε;..., τον ρώτησα χαϊδεύοντας το στέρνο του. Κατάλαβες ότι μου μίλησες στον πληθυντικό, μπροστά στα παιδιά;...

Το πρόσωπό του σκλήρυνε.
-Οι φίλοι μου, πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες τους, είπε αυστηρά. Πρέπει να ξέρουν τι είστε για ΄μένα. Αυτό που έγινε απόψε, δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Και δεν θα επιτρέψω να ξαναγίνει. Με οποιονδήποτε τρόπο. Δεν αισθάνομαι ντροπή γι' αυτό που είμαι. Τόσα χρόνια σας έψαχνα. Δεν θα σας χάσω από λάθος μου. Σας έχω πολύ ψηλά. Και θα σας βάλω τόσο ψηλότερα, που δεν θα σας αγγίζει κανείς. Γιατί αν πάει κανείς να απλώσει το χέρι του... θα του γαμήσω τη μάνα!
Είπε όλες τις προτάσεις καθαρά. Την τελευταία, μέσα από τα δόντια.
-Μάλιστα, αφέντη..., του είπα χαμογελαστή. Να σας φέρω το μαστίγιό μου, να ρίξετε καμμία στο στρώμα, να το υπογραμμίσετε κι όλα...;

Ντράπηκε. Μαζεύτηκε.
-Συγγνώμη, Αφέντρα... Δεν το θέλω...
-Εγώ ήθελα να σε βγάζω φωτογραφίες! Να σε δεις!, γέλασα.
Σταμάτησα απότομα. Τον κοίταξα λοξά.
-Σου έχω δώσει εγώ φωτογραφία μου και δεν το θυμάμαι...;, τον ρώτησα καχύποπτα.
Έφυγε από πάνω μου και μαζεύτηκε στην άκρη, καθιστός.
Τον κοίταξα παραξενεμένη...
-Τι συμβαίνει;, τον ρώτησα περίεργη.
Καμμία απάντηση...

Ανασηκώθηκα και γονάτισα δίπλα του, γυρίζοντας το πρόσωπό του στην πλευρά μου.
Είχε γίνει κατακόκκινος... Κοιτούσε τα σεντόνια...
-Τι έχεις κάνει, πάλι, διάολε... Αναρωτιέμαι, τι έχεις κάνει..., είπα απελπισμένα.
Τίποτα...
Άρχισα να χαμογελάω. Ήταν απίστευτος... Κρατούσα το πρόσωπό του και όσο και αν το σήκωνα, τα μάτια του δεν με κοιτούσαν με τίποτα!
-Διάολε... πας γυρεύοντας να το ξημερώσουμε αλλιώς... Θα μου πεις που βρήκες εσύ φωτογραφία μου; Απ' όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, σε κανέναν δεν έχω δώσει ποτέ φωτογραφία μου. Μάλλον τσακωνόμασταν για να την πάρει. Και πάντα νικούσα εγώ. Εσύ που βρήκες φωτογραφία μου; Μίλα, διάολε! Μίλα, επιτέλους!

-Την έκλεψα..., είπε ψιθυριστά.
-Τι πράμα;!
-Την έκλεψα, Αφέντρα...
-Απο ποιον;!
-Από τα παιδιά που παντρεύτηκαν... Όταν πήραν τις φωτογραφίες του γάμου, έκλεψα μία που ήσασταν εσείς, όταν πήγαν να φτιάξουν καφέ... Τα παιδιά με κάλυψαν...
Έχω σηκωθεί όρθια στο κρεβάτι και τραβάω τα μαλλιά μου, λέμε...
-Δεν μιλάς σοβαρά... Με δουλεύεις... Δεν μπορεί να λες αλήθεια...
-Δεν σας έχω πει ποτέ ψέμματα, Αφέντρα..., είπε στενοχωρημένος και κούνησε το κεφάλι του, σαν παιδί που το αδικούσαν.
-Πολύ καλά! Που είναι η φωτογραφία;! Θέλω να τη δω!
-Στο αυτοκίνητο, Αφέντρα..., είπε, συνεχίζοντας να μη με κοιτάζει.
-Σήκω!

Έβαλα το σεντόνι γύρω μου, άνοιξα τη ντουλάπα και του πέταξα ένα άλλο, βάλαμε παπούτσια - κανονικά - και βγήκαμε στον δρόμο σαν τους μοιχούς.
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και πήρε το σακκάκι του, που το είχε αφήσει στο πίσω κάθισμα.
Έβγαλε από την εσωτερική τσέπη το πορτοφόλι του και το άνοιξε.
-Λοιπόν; Θα με δω; Τι θα γίνει;, τον ρώτησα σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος.
Με κοίταξε ενοχικά.
Έβαλε τα δάκτυλά του πίσω από τα χαρτονομίσματα και έβγαλε μία μεγάλη φωτογραφία, διπλωμένη.
Πήρα τη φωτογραφία στα χέρια μου και έβαλα τα γέλια.
-Ίσα που φαίνομαι, διάολε! Τι να την κάνεις αυτή τη φωτογραφία;!
-Αυτή είχε, Αφέντρα..., απολογήθηκε.
Γέλασα πιο δυνατά.
-Είσαι τρελός! Τρελός, όμως! Πήγες και έκλεψες τις φωτογραφίες των ανθρώπων από τον γάμο τους;!
-Ήθελα να σας έχω μαζί μου... Δεν μιλούσαμε τότε... Δεν ήξερα ότι...
-Θα με ρίξεις! Σωστό κι αυτό!

Δεν μιλούσε. Κοιτούσε το τιμόνι, ενοχικά.
Σταμάτησα να γελάω. Τον κοίταζα χαμογελαστή. Δεν το πίστευα...
-Ήμουν καλή...;, τον ρώτησα προκλητικά.
Τρελάθηκε. Κοκκίνιζε-ξεκοκκίνιζε, άνοιγε το στόμα να πει κάτι, δεν μπορούσε.
-Αφέντρα..., κατάφερε να πει τελικά.
-Ρε άντε μου γαμήσου, κι εσύ και η Αφέντρα σου!, του είπα δυνατά. Ήμουν καλή;, χαμήλωσα τον τόνο, πλησιάζοντας το πρόσωπό του.
Έκανε λίγο αριστερά, για να με αποφύγει. Με κοίταξε πλαγίως. Έσκυψε λίγο το κεφάλι.
-Ναι, Αφέντρα..., είπε ντροπαλά.
-Τα έκανα όλα...;, ανασήκωσα τα φρύδια.
-Εγώ σας τα έκανα όλα, Αφέντρα..., διόρθωσε την πρόταση.

Πέθανα στα γέλια!
-Ωραίααα, είπα όταν συνήλθα. Τώρα τα έχουμε πει όλα! Πάμε να κοιμηθούμε!
-Δεν τα έχω πει όλα, Αφέντρα...