20.2.10

The Road Trip

Το διάστημα που μεσολάβησε, εώς ότου κανονίσουν τα "τι" και τα "πως", ήταν για 'μένα πολύ μεγάλη έκπληξη...
Τον ακολουθούσα με τη ματιά μου, συνοφρυωμένη, να βηματίζει μες στο σπίτι, και να μιλάει στο τηλέφωνο, σαν να ήμουν εγώ...
"Ναι. Αυτό θα κάνεις"."Όχι, δεν είπαμε κάτι τέτοιο". "Η Νανά δεν είναι για μεγάλες αποστάσεις". "Ok. Κλείσ'το!" "Πες του να σε ξαναπάρει. Δεν θέλω μαλακίες!"

Χαιρόμουν που έβλεπα την ανδρική του φύση, να λειτουργεί όπως θα έπρεπε.
Γιατί εκείνη τη στιγμή, δεν ήταν ένας κοινός άνδρας, που τα ήθελε όλα όπως τα ήθελε, γιατί έτσι τον μεγάλωσε η κοινωνία.
Ήταν ένας καθαρόαιμος υποτακτικός - ένας ακατέργαστος άνδρας, με άλλα λόγια -, που έκανε τα πάντα για το θηλυκό που τον εξουσίαζε. Την Αφέντρα του.

Βέβαια, δεν ήταν η πρώτη φορά που εκείνος το έδειχνε.
Αλλά ήταν η πρώτη φορά που εγώ είχα πλήρη συνείδηση.

Η πρώτη φορά, ήταν μία νύχτα, όταν μετά από το sex, εγώ κοιμόμουν.
Κάτι άκουσα(;), κάτι έγινε(;), και με ξύπνησε.
Μέσα στον λήθαργό μου, τον άκουσα να μου λέει ψιθυριστά: "Δεν είναι τίποτα, Μπουμπού μου... Κοιμήσου εσύ... Εδώ είμαι εγώ..." και με έσφιξε πάνω στο στήθος του και σαν να με "κούνησε" κι όλα(;), για να ξανακοιμηθώ...
Σαν να ήμουν το παιδί στην αγκαλιά του.
Δεν ήμουν σε θέση να συνειδητοποιήσω τι είχε πει αλλά την επόμενη μέρα - όταν τρώγαμε - μου ήρθε flash.
-Εχθές, έγινε κάτι;, τον ρώτησα όσο πιο αδιάφορα μπορούσα, μασώντας, και κοιτάζοντας το πιάτο μου.
-Πότε, Αφέντρα;
-Όταν κοιμόμουν. Μου είπες κάτι;
-Όχι, Αφέντρα... τίποτα..., προσπάθησε να θυμηθεί.
-Είσαι σίγουρος;..., επέμεινα, κοιτάζοντάς τον καλά.
-Ναι, Αφέντρα... σίγουρα δεν έγινε τίποτα... κοιμηθήκατε εσείς, και μετά από λίγο κοιμήθηκα κι εγώ... Γιατί;, ρώτησε ανύποπτος.
-Τίποτα. Νόμιζα πως κάτι μου είπες.
-Μήπως ήταν απ' έξω;
-Μμμ... μάλλον... απ' έξω θα ήταν..., προσπάθησα να μη χαμογελάσω.

Δεν είχε καταλάβει τίποτα...
Ό,τι είχε πει, το είχε πει μέσα στον ύπνο του.
Γιατί ο άνδρας, είναι από τη φύση του κυνηγός. Και σαν κυνηγός, ξέρει να φροντίζει τον εαυτό του και τη γυναίκα στη σπηλιά.
Πριν κοιμηθούμε, με είχε φτάσει ψηλά...
Και όταν άρχισα να πέφτω, έτρεχε να με πιάσει στην αγκαλιά του.
Ήταν δική του η ευθύνη.
Εγώ ήμουν ευάλωτη, κι εκείνος - ακόμη και μες στον ύπνο του - με προστάτευε.
Όπως κάθε αυθεντικό αρσενικό.
Όπως κάθε καθαρόαιμος υποτακτικός.

Αλλά εκείνες τις στιγμές - και στο κρεβάτι και στο τηλέφωνο -, δεν το καταλάβαινε.
Κι εγώ, απλώς, το χαιρόμουν...
(Και πως να εξηγήσεις σε έναν τρίτο, ότι όταν κάποιος γκόμενος με αποκαλούσε, έστω και "μωρό μου", έπεφταν χαστούκια...)

Και ήρθε η μέρα για το ταξίδι.
Ο Χ είχε κανονίσει να πάμε κάπου κοντά - να μην πάρουμε πλοίο -, για να ευχαριστηθώ και το road trip.
Νοίκιασαν ένα μεγάλο αυτοκίνητο, και ξεκινήσαμε, με τον Α οδηγό, τον Χ συνοδηγό, κι εμένα πίσω, ανάμεσα στον Β και στον Γ.

Μιλάμε... αυτό το ταξίδι, ήταν η αποθέωση της αμηχανίας!
Καθόμουν με το κεφάλι σκυμμένο πάνω από το βιβλίο, και με τις άκρες των ματιών μου κοιτούσα και τους τέσσερεις, να είναι: οι μεν διπλανοί μου τραβηγμένοι στις πόρτες, οι δε μπροστινοί ούτε να κοιτάζονται.
Άκρα του τάφου σιωπή, στο αμάξι...
-Λοιπόν!, η φωνή μου τους τάραξε. Αν είναι να έχετε τέτοια μούτρα, εγώ κατεβαίνω χαλαρά, και γυρίζω με auto stop πίσω, εντάξει;
"Όχι! Όχι!", είπαν όλοι αμέσως με μία φωνή.
-Είμαστε βέβαιοι;...
"Ναι! Ναι!", ξαναείπαν, αφού μεσολάβησαν μερικά νεκρικά δευτερόλεπτα.
-Το ξέρουμε ότι θα μείνουμε σε ένα διαμέρισμα και οι 5;...
"Ναι! Ναι!", είπε αναστατωμένη η χορωδία.
-Πολύ καλά... Για να δούμε..., είπα και συνέχισα το διάβασμα.

Είτε τα είπαμε είτε δεν τα είπαμε, ένα και το αυτό.
Μετά από ένα 10λεπτο, χτύπησα τον Α στον ώμο.
-Σταμάτα δεξιά, του είπα ήρεμα.
-Να σταματ..., τα 'χασε.
-Ναι. Είπα να σταματήσεις δεξιά, ακούστηκε αυστηρή η φωνή μου.
Και το έκανε.
-Βγείτε όλοι έξω, ανέκτησα την ηρεμία μου.

Βγήκαν όλοι και μαζεύτηκαν γύρω μου.
Σταύρωσα τα χέρια στο στήθος.
-Λοιπόν! Ποιος έχει αντίρρηση γι' αυτό που κάνουμε. Ακούω.
Τσιμουδιά.
-Είπα! Ποιος έχει αντίρρηση. Μιλάμε τώρα, λέμε!
-Κανείς..., σήκωσε τους ώμους ο Β.
-Είμαστε βέβαιοι;, τους κοίταξα έναν-έναν.
Κούνησαν τα κεφάλια.
Ο Χ το διασκέδαζε τόσο πολύ...
-Ωραίααα... Και ποιο είναι το γαμημένο πρόβλημα;! Γιατί δεν μιλάει κανείς;! Τον Χ δέρνω! Όχι εσάς! Τι φοβάστε;!
Χαμογέλασαν.

Έβαλα τα χέρια στη μέση.
-Εκτός κι αν ζηλεύετε..., τους είπα με το φρύδι ανασηκωμένο.
Γέλασαν.
-Γιατί αν ζηλεύετε, πρέπει να μου το πείτε! Να ξέρω τι να κάνω! Γιατί όπως το πάτε, δεν θα το γλυτώσετε! Λοιπόν! Θα μιλάμε ή να την κάνω σιγά-σιγά;!
-Θα μιλάμε, Νανά..., δήλωσε ο Γ.
-Πολύ καλά! Πάμε ξανά μέσα! Αλλά αν συνεχίσετε να είστε λες και ακολουθούμε κηδεία, μα την Παναγία, θα σας κάνω μαύρους! Και τότε να δω τι θα πείτε στις γκόμενες!

-Δεν υπάρχουν γκόμενες..., είπα χαμογελαστά ο Β, μπαίνοντας όλοι στο αυτοκίνητο.
-Τι εννοείς;, ρώτησα.
Καμμία απάντηση.
-Τι εννοεί, γαμώ την κοινωνία μου!, στράφηκα στον Γ.
-Τι να σου πει; Όταν τους είπαμε ότι θα πάμε μαζί διακοπές, μας ανακοίνωσαν ότι ή θα πάμε μόνοι μας ή θα χωρίσουμε, είπε χαμογελαστά κι εκείνος.
-Και οι 2;!, κοιτούσα μία τον έναν-μία τον άλλον.
Κούνησαν καταφατικά τα κεφάλια τους.
Έμεινα για λίγο να τους κοιτάζω. Μετά έσκυψα και έπιασα τον Α από τον ώμο.
-Εδώ; Είχαμε καμμιά απώλεια;
-Α, εμένα μου είπε "Με την Νανά θα πάτε; Ωραία, θα κοιμάμαι ήσυχη!", είπε χαρούμενα εκείνος.

Ακούμπησα την πλάτη μου στο κάθισμα.
-Γι' αυτό δεν μου μιλάτε;, αναρωτήθηκα.
-Τι λες;!, πετάχτηκε ο Β. Σου χρωστάμε κι από ΄πάνω! Τις ξεφορτωθήκαμε εύκολα!
-Α, έτσι;!, ανασηκώθηκα πάλι.
-Μετά από αυτό που έγινε, χάλασαν όλα, Νανά, είπε ο Γ. Πόσο θα κρατούσε, νομίζεις; Καλύτερα που έγινε έτσι, τώρα.
-Τι εννοείς;, τον ρώτησα.
-Ε, διακοπές θα πάμε... Όλο και κάτι θα γίνει..., άφησε το υπονοούμενο.

Χαμογέλασα.
Άνοιξα το βιβλίο μου.
-Μάλλον δε σας τα είπαν καλά... Στρατό, έχετε πάει;..., ρώτησα υποχθόνια.
-Όλοι, απάντησε ο Γ.
-Εκτός από τον Χ, συμπλήρωσε ο Β. Γιατί;
-Τίποτα..., είπα και γύρισα στην ανάγνωση.