8.2.10

The Guardian Angel

Ο Χ είχε 2 καημούς.
Να με μάθει να οδηγώ, για να μου πάρει αυτοκίνητο και να με μάθει να χρησιμοποιώ το internet, για να μου πάρει υπολογιστή.
Και τα 2 με άφηναν απελπιστικά αδιάφορη.

Το πρώτο δεν το συζητούσα καν, για το δεύτερο κάτι γίνονταν.
Μου εξηγούσε πως μπορούσαμε να επικοινωνούμε όποτε θέλαμε, χωρίς τηλέφωνα, χωρίς ωράρια, θα μπορούσα να επεμβαίνω στην καθημερινότητά του, "να είμαι εκεί".
Αλλά δεν με έπειθε.
Δεν μου άρεσε το internet, είχα συγκεκριμένη εικόνα για τους χρήστες - τη χειρότερη... - αλλά ο υπολογιστής ήταν πράγματι μία μικρή μαγεία.
Όποτε ερχόταν, έφερνε πάντα μαζί του το lap top και - είτε εργαζόταν είτε όχι - μου έδειχνε τις δυνατότητές του κι εγώ ενθουσιαζόμουν σαν μικρό παιδί στο luna park.
Αλλά μέχρι εκεί.

Το μικρό παιδί, όμως, αρρώστησε.
Μέσα στην καρδιά του καλοκαιριού.

Την Παρασκευή που ήταν να έρθει, εκείνος είχε δουλειά και δεν μπορούσε.
Όταν μιλήσαμε στο τηλέφωνο, του είπα ότι κι εγώ δεν μπορώ, οπότε κανονίσαμε να φύγει Σάββατο πρωί. Θα έφερνε τον υπολογιστή να έκανε το υπόλοιπο της εργασίας του εδώ.

Ήμουν μέσα στο μετρό, όταν άρχισα να νοιώθω μία μικρή αδιαθεσία.
Επέστρεφα στο σπίτι - για να πάρω τα πράγματά μου - και να πάω στο διαμέρισμα, για να μη σηκώνομαι το πρωί.
Άφησα τον συρμό να φύγει και ανέβηκα πάνω για να πάρω αέρα.
Αισθανόμουν κάτι που ούτε πριν, ούτε έκτοτε έχω αισθανθεί.
Πήρα ταξί για το διαμέρισμα και μόλις μπήκα, ξάπλωσα στον καναπέ.
Έξω έκανε φοβερή ζέστη κι εγώ μέσα λουζόμουν στον κρύο ιδρώτα...

Του έστειλα ένα sms, και του έλεγα να μείνει για να κάνει την εργασία του εκεί, γιατί ήμουν λίγο αδιάθετη, και δεν υπήρχε λόγος να έρθει για 24 ώρες, κάνοντας τέτοιο ταξίδι, με τον κίνδυνο εγώ να είμαι άρρωστη. Υπήρχε πάντα και η πιθανότητα να τον κολλήσω.
Αμέσως χτύπησε το τηλέφωνο.
Το κοιτούσα και δεν ήθελα να απαντήσω, γιατί εύκολα θα καταλάβαινε ότι ήδη δεν ήμουν καθόλου καλά.
Προσπάθησα να καθαρίσω τη φωνή μου και να βάλω όλη μου τη δύναμη για να ακουστεί.

-Τι έχετε, Αφέντρα;, ρώτησε ανήσυχος.
-Τίποτα, είπα αδιάφορα. Προφανώς κάποια ίωση. Από αυτές τις 3ήμερες.
-Που είστε;, ακούστηκε να ανασαίνει γρήγορα.
-Στο διαμέρισμα, θα δω λίγη τηλεόραση και θα φύγω σε λίγο, απάντησα με μεγάλη προσπάθεια.
-Μη φύγετε, Αφέντρα. Να μείνετε και φεύγετε αύριο το πρωί, που θα είστε λίγο καλύτερα. Μη φύγετε τώρα που είναι στην αρχή.
Έπρεπε να κλείσω άμεσα το τηλέφωνο. Ήθελα να κάνω εμετό. Δεν ήμουν καθόλου καλά...
-Ναι, γιατί να φύγω, σωστά... Θα μείνω και θα φύγω αύριο το πρωί, που θα έχω κοιμηθεί κι όλα... Θα μιλήσουμε αύριο... Καλό βράδυ...

Άφησα τη συσκευή να γλυστρήσει από την παλάμη μου, και προσπάθησα να σηκωθώ.
Όλα γύριζαν...
Κατέβαλα υπεράνθρωπες προσπάθειες για να πάω στο δωμάτιο.
Άρχισα να κάνω μικρά βήματα και να βγάζω αργά τα ρούχα μου, έσβησα το φως, και μέσα στο σκοτάδι, έφτασα - ψιλαφίζοντας, σε ημιλιπόθυμη κατάσταση - στο κρεβάτι.
Ξάπλωσα με αργές κινήσεις στο πλάι, προσπαθώντας να βρω μία στάση για να μη θέλω να λιποθυμήσω τόσο, να μη μου έρχεται εμετός τόσο, να μη ζαλίζομαι πολύ, να κοιμηθώ λίγο...
Ήταν τόση η αδυναμία μου, που δεν μπορούσα να ανοίξω το σεντόνι - που ήταν διπλωμένο μερικά εκατοστά πιο πέρα - και άρχισα να τραβάω εκείνο που ξάπλωνα, σιγά-σιγά, μέχρι που σκεπάστηκα.

Μέσα στον ύπνο μου, άκουσα θόρυβο στην πόρτα.
Πανικοβλήθηκα...
Σκέφτηκα ότι κάποιος προσπαθεί να παραβιάσει το διαμέρισμα, ακούγοντας να σέρνεται κάτι μεταλλικό στην κλειδαριά και να γδέρνει το ξύλο...
Έκλεισα τα μάτια και, μέσα σε δευτερόλεπτα, αναρωτήθηκα αν ήταν χειρότερο να βρεθώ πρόσωπο με πρόσωπο με τον κλέφτη ή να κάνω τελικά εμετό...
Η κλειδαριά ασφαλείας ξεκλείδωσε πολύ γρήγορα και στη συνέχεια η συμβατική...
Ένας από τους εφιάλτες μου, σύντομα θα γινόταν πραγματικότητα...

Το φως του σαλονιού άναψε και η πόρτα χτύπησε, κλείνοντας.
Πρώτα είδα ένα πόδι, και μετά τον Χ...
Στάθηκε στο άνοιγμα - ασθμαίνοντας -, με ένα σακίδιο στον ώμο, στο ένα χέρι την τσάντα του lap top και στο άλλο μία σακούλα από φαρμακείο.
Με το στόμα μισάνοικτο, κοιτούσε τα ρούχα μου που ήταν πεταμένα στο πάτωμα.
Όταν άναψε το φως του δωματίου, κοίταξε γύρω του σαν να έβλεπε την καταστροφή του κόσμου.
Συνοφρυώθηκε, άρχισε να ανασαίνει γρήγορα και κοφτά και, σαν να συνήλθε από κάτι, ήρθε και γονάτισε αργά δίπλα μου, αφήνοντας τα πράγματα κάτω.

Έβγαλα το χέρι από σεντόνι, τέντωσα τα δάκτυλά μου και άνοιξα διάπλατα τα μάτια, από τον φόβο να μη με κουνήσει.
-Τι έχετε, Αφέντρα;... Τι αισθάνεστε;... Θέλετε να πάμε κάπου;... Να καλέσουμε έναν γιατρό;...
Κούνησα αρνητικά το κεφάλι, όσο μπορούσα.
Του έκανα νόημα με το χέρι, να μου φέρει κάτι να γράψω και άνοιξε αμέσως το σακίδιο και έβγαλε ένα μπλοκ κι ένα στυλό.
"Είμαι μια χαρά μόνο μη με κουνάς"
-Αφέντρα, είστε κατάχλωμη...
"Είναι το φυσικό μου"
Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά, καθώς διάβαζε.
-Αφέντρα... σας παρακαλώ... πείτε μου τι έχετε... γιατί δεν μπορείτε να μιλήσετε;... πείτε μου...
"Νοιώθω αδυναμία ζαλίζομαι και θέλω να κάνω εμετό δεν έχω τίποτα μόνο σβήσε το φως δεν μπορώ"

Παραιτήθηκε και τραβήχτηκε λίγο πίσω.
Ήξερε ότι όταν δεν είμαι καλά, απομονώνομαι. Ότι δεν θέλω να μιλάω. Ότι θέλω να είμαι μόνη μου. Ότι δεν θέλω κανέναν.
Σηκώθηκε, έσβησε το φως και άρχισε να μαζεύει τα ρούχα μου και να τακτοποιεί τα πράγματά του.
Ήξερε ότι δεν αντέχω την ακαταστασία.

Γύρισε για να γονατίσει ξανά, ανοίγοντας τη σακούλα από το φαρμακείο.
-Αφέντρα... Σας έφερα παυσίπονα... Διάφορα... Δεν ήξερα τι έχετε... Έχετε πάρει κάτι;...
Κούνησα αρνητικά το κεφάλι.
-Θέλετε να κλείνετε τα μάτια μία φορά για "ναι" και δύο για "όχι";... Για να μην κουράζεστε;...
Έκλεισα τα μάτια.
-Έχετε φάει;...
2
-Θέλετε να φτιάξω κάτι;... Να πάω να πάρω;...
2
-Τι θέλετε, Αφέντρα;..., ρώτησε ξέπνοα. Μόνο μη μου πείτε να φύγω... Σας παρακαλώ... Μη με διώξετε...
2
Πήρα το μπλοκ.
"Θέλω να κοιμηθώ τίποτε άλλο"
Σήκωσε τα μάτια από το χαρτί και με κοίταξε φοβισμένος.
-Θα με αφήσετε να κοιμηθώ μαζί σας;... Δεν θα σας κουνάω... Απλά να είμαι δίπλα σας, μήπως χρειαστείτε κάτι... Δεν θα μιλάω... Σας παρακαλώ;...
1

'Απλωσε το σεντόνι στο στρώμα, με σκέπασε με το άλλο, και έβγαλε άλλο ένα από την ντουλάπα. Όλα με πολύ αργές κινήσεις.
Ήρθε ξανά.
-Μπορώ να ανάψω το πορτατίφ μου;... Θα το βάλω κάτω και θα το σκεπάσω... Δεν θα σας ενοχλεί... Να μπορώ να σας βλέπω...
1

Έσβησε το φως του σαλονιού, κλείδωσε την πόρτα, άφησε ένα ποτήρι νερό και τα χαρτομάνδηλά του στο κομοδίνο μου και ξάπλωσε.
Προσπάθησα να γυρίσω από τη μεριά του αλλά ανασηκώθηκα αμέσως.
Δεν μπορούσα να μείνω ανάσκελα, ούτε για δευτερόλεπτο. Μου ερχόταν πάλι εμετός...
Γύρισα αργά από την άλλη, κι εκείνος άνοιξε τα χέρια γύρω μου, έτοιμος να με βοηθήσει.
Ξάπλωσα, αφήνοντας τον αέρα που κρατούσα για να βάλω δύναμη.
-Προσπαθήστε να κοιμηθείτε, Αφέντρα... Θα σας προσέχω εγώ...

Κοιταζόμασταν πολλή ώρα αμίλητοι, μέχρι που με πήρε ο ύπνος.