24.2.10

Snow White And The 4 Dwarfs

Εκείνες οι διακοπές ήταν, by far, οι καλύτερες που έχω κάνει.
Η κάθε μέρα, ήταν κομμένη και ραμμένη στα μέτρα μου.

Ή, μάλλον, την έκοβαν και την έραβαν τέσσερεις άνδρες, στα μέτρα μου...

Το να ζεις με τόσους άνδρες, σε ένα σπίτι, ήταν απίστευτη εμπειρία.
Αλλά και η απόδειξη, ότι ο άνδρας είναι ό,τι τον κάνεις και όχι ό,τι θέλεις τον κάνεις.

Από το Σάββατο που φτάσαμε, μέχρι το επόμενο Σάββατο, που φύγαμε, όλα δούλευαν ρολόϊ.
Ή, μάλλον, όλοι δούλευαν ρολόϊ...

Κάθε πρωΐ, όταν επέστρεφα από τη θάλασσα, είχαν ξυπνήσει και, ή έπιναν καφέ στην κουζίνα, ή μάζευαν τα κρεβάτια τους. Μου είχαν ανάψει τον θερμοσίφωνα να κάνω μπάνιο, και λίγο πριν μπω, έφευγαν.
Μία μέρα, τους βρήκα στην κουζίνα. Άφησα τα πράγματά μου, και πήρα το σοκολατούχο μου από το ψυγείο.
Ο Γ ήταν ανήσυχος και είχε ένα ύφος, σαν να είχε σπάσει το βάζο.
-Κάποιος δεν έχει στρώσει το κρεβάτι του...;, ρώτησα χαμηλόφωνα, διακόπτοντάς τους, καθώς φυσούσα τον καπνό από το τσιγάρο.
Σιωπή.
Ο Γ σηκώθηκε από τη θέση του, και ξεκίνησε να πάει στο δωμάτιό τους.
-Δεν θα ξαναγίνει, ε...;, τον ρώτησα πλάτη.
-Όχι, δεν θα ξαναγίνει, ακούστηκε η φωνή του.
Δεν μιλούσε κανείς.
-Υπάρχει και κάποιος άλλος, μήπως...;, τους κοίταξα.
"Όχι, εγώ το έχω στρώσει!" "Στρωμένο είναι και το δικό μου!"
Εκείνος δεν μιλούσε.

Όταν έφευγαν για τη θάλασσα, εγώ έβρισκα χρόνο να γυρίζω ημίγυμνη στο σπίτι.
Έκλεινα τα παντζούρια, και απολάμβανα την ησυχία μου.
Όλη μέρα ντυμένη, με τόση ζέστη, είχα λαλήσει.
Ευτυχώς, που τα βράδια είχε δροσιά, καμμιά φορά και ψύχρα.
Μία μέρα - ενώ πάντα όταν επέστρεφαν, έμπαιναν για μπάνιο και ντύνονταν -, ο Β είχε μείνει με το μαγιώ, γιατί είχαν πιάσει την κουβέντα.
Στάθηκα μπροστά του.
-Το ότι υπάρχει μία γυναίκα μέσα στο σπίτι, σου λέει τίποτα;
Έμεινε άγαλμα.
-Θέλεις να πας να αλλάξεις, μέχρι να το καταλάβεις; Δεν είμαστε φιλαράκια.
-Συγγνώμη, Νανά..., απολογήθηκε με το κεφάλι κάτω.
-Να τη ζητήσεις από τον φίλο σου, είπα και προχώρησα στο δωμάτιό μου. Κι όταν θα βγω, να έχετε αλλάξει ύφος όλοι.

Όταν ετοιμάζονταν, μπαίναμε στην κουζίνα.
Ο ένας θα έκοβε τα κρεμμύδια, ο άλλος θα ανακάτευε το φαγητό, κάποιος θα έφερνε το ψωμί, κάποιος θα μου έδινε το μαχαίρι.
Όλοι, όμως, ήταν γαζωμένοι στο στρίφωμα της αόρατης ποδιάς μου...
Και τους άρεσε.
Έστρωναν το τραπέζι, χαρούμενοι, ευδιάθετοι.
Πείραζαν ο ένας τον άλλον, λέγοντας "πως καταντήσαμε, λοχία!" ή "Νανά που σου χρειάζονταν εσένα!".
Εκείνος δεν μιλούσε.
Έβλεπε τους φίλους του να με προσέχουν, να με ακούν, να συντονίζονται, και ήταν ήρεμος και ευτυχισμένος.
Τους είπε μόνο για τη σπανακόπιτα. Και ήθελαν να δοκιμάσουν.
Φτιάξαμε τη σπανακόπιτα και, κάθε πρωΐ, όλοι έτρωγαν από 2 κομμάτια.
Δεν χρειάζεται να πω, ότι κάθε μέρα φτιάχναμε και ένα ταψί...
Οι άνδρες, όμως, θέλουν και γλυκά.
Τους ανακοίνωσα ότι δεν έχω ασχοληθεί ποτέ με τη ζαχαροπλαστική όσο θα έπρεπε, αλλά, διάολε, ένα cake μπορούσα να το κάνω.
Μέρα παρά μέρα, φτιάχναμε και cake...
Την πρώτη φορά, ξύπνησα το πρωί και πήγα στην κουζίνα. Το cake άφαντο.
-Πέταξε κάποιος το cake;, τους ρώτησα όταν επέστρεψα από τη θάλασσα.
-Να το πετάξουμε;... Το φάγαμε!, είπε υπερήφανα ο Α.
-Συγγνώμη... Φάγατε μία φόρμα cake...;, ρώτησα τρελαμένη.
-Μα ήταν πολύ ωραίο!, ενθουσιάστηκε ο Β.
Έκανα τον σταυρό μου.
-Ο Χριστός κι η Παναγία... Δεν πάτε καλά... Καθόλου καλά...
-Δηλαδή, δεν θα ξαναφτιάξουμε;..., ρώτησε συνεσταλμένα.
-Θα ξαναφτιάξουμε, χαρά μου... Δηλαδή, έλεος...

Όταν τρώγαμε - και πήγαινα στο δωμάτιό μου -, έπεφτε νέκρα-ησυχία.
Δεν έφυγαν ούτε μία μέρα.
Ήταν εκεί - συνήθως μαζεμένοι στο σαλόνι, με κλειστή την πόρτα -, και ψιθύριζαν, παίζοντας χαρτιά ή πίνοντας καφέ.
Όταν έβλεπαν - από το γαλακτώδες τζάμι της πόρτας - ότι άνοιγε η δική μου, σταματούσαν, από τον φόβο μήπως και με είχαν ξυπνήσει.
Μία μέρα, σηκώθηκα και πήγα στο ψυγείο.
Άνοιξα την μεσόπορτα και γκρίνιαξα, αγουροξυπνημένη.
-Δεν έχω Milcooo...
Αναστατώθηκαν.
"Milco;! Πως δεν έχει Milco;!", ρωτούσαν ο ένας τον άλλον.
-Δεν έχει, λέμεεε... Milco!, απαίτησα.
Σηκώθηκαν όλοι, εκτός από εκείνον. Το απολάμβανε, όλο αυτό.
-Καλά. Μη τρελαίνεστε. Ένας να πάει, άλλαξε η φωνή μου. Αλλά να πάει, όμως...

Τα απογεύματα, παίζαμε χαρτιά.
Βγαίναμε με τις μπύρες στο τραπέζι - που ήταν ανάμεσα από την μπαλκονόπορτα που μπαινοβγαίναμε, και την μπαλκονόπορτα του δωματίου των παιδιών -, και στρωνόμασταν στο blackjack.
-Φέρτε μου σώβρακα!, τους έλεγα και γελούσαν.
Κάτι δεν μου άρεσε, ωστόσο.
-Έχετε γερά στομάχια;, τους ρώτησα τη Δευτέρα.
Με κοίταξαν με απορία.
-Ναι ή όχι;
Είπαν "ναι".
-Ok. Επανέρχομαι.
Πήγα στο mini market, πήρα ό,τι ήθελα, και επέστρεψα.
-Ελάτε μέσα, είπα περνώντας από δίπλα τους.
Μπήκαμε στην κουζίνα και τους έβαλα να καθήσουν.
-Λοιπόν. Τίποτα δεν είναι πιο ωραίο, από τους μεζέδες. Ελληνιστί, finger food. Μόνο που εγώ, εκτός από βαριά φαγητά, φτιάχνω ακόμη βαρύτερα μεζεδάκια. Να συνεχίσω ή να το ξεχάσουμε;
Ήθελαν να μάθουν.
-Ok. Αφήστε τα άλλα. Είναι λίγο-πολύ κοινά. Αυτό, όμως, το έχετε ξαναφάει;..., τους έδειξα μία λεπτοκομμένη φέτα.
-Προσούτο; Ναι, είπε ο Α.
-Τα προσούτα, είναι για τους ξενέρωτους, παληκάρι. Συγκεντρώσου. Αυτό εδώ, είναι μία μικρή βόμβα, μακράς ισχύος... Με άλλα λόγια, αν φας αυτό εδώ το μικρό πραγματάκι, που δεν σου γεμίζει το μάτι, έτσι δεν είναι;, σε έχει δεσμεύσει για τα επόμενα 24ωρα..., είπα σατανικά. Δηλαδή. Δεν μπορείς να πας στη δουλειά σου, δεν μπορείς να μείνεις σε ένα ένα δωμάτιο με άλλους - αν κάνει ζέστη -, και, προς Θεού, μη το φας ποτέ, αν έχεις γκόμενα. Σε έχει παρατήσει.
Με κοιτούσαν με απορία.
Εκείνος είχε ξεφύγει...
-Αυτό εδώ, λέγεται παστουρμάς, είπα και τους κούνησα τη φέτα του μπροστά στα μάτια τους. Και είναι το χειρότερο πράγμα που μπορείτε να φάτε, χωρίς τη συντροφική συναίνεση. Τώρα, εδώ που είμαστε, κάθε μέρα μέσα στα νερά, πόρτες-παράθυρα ανοικτά, μπορούμε να το κάνουμε. Μόνοι σας, στο σπίτι, μη το τολμήσετε ποτέ. Το καταλάβαμε;
Κουνούσαν τα κεφάλια τους ενθουσιασμένοι.
-Πολύ καλά. Σηκωθείτε, τότε. Θα ανοίξουμε φύλλο, και θα το κάνουμε στο τηγάνι. Είναι πολύ βαρύ, για να σας το δώσω να το φάτε σκέτο. Όρθιοι, λοιπόν! Ξεκινάμε!
Κάθε απόγευμα, με απίστευτο κέφι, ετοιμάζαμε μεζεδάκια.
Βραστά λουκάνικα Φρανκφούρτης περιχυμένα με sauce μουστάρδας, μικρά τοστάκια με σαλάμι αέρος και κασέρι, πιπεριές Φλωρίνης, βραστά αυγά, και πάντα - πάντα - πιτάκια με παστουρμά.

Οι άνδρες μου, δεν ζήτησαν ποτέ να βγουν για φαγητό έξω, είτε μεσημέρι είτε βράδυ.
Τρώγαμε το απόγευμα, παίζοντας χαρτιά - προς το τέλος, έφερναν τα σώβρακά τους και τα άφηναν στο τραπέζι γελώντας, πριν ξεκινήσουμε, κι εγώ πέθαινα στα γέλια -, διασκεδάζοντας, και συνέβαλλα στο να ξεχνούν την κακή συνήθεια του βραδυνού φαγητού.

Εκείνο, όμως, που είχαν ξεχάσει, ήταν ότι εγώ ήμουν η σύντροφος του φίλου τους.
Με έβλεπαν σαν δική τους φίλη.
Και σε αυτό, είχε συμβάλλει η συμπεριφορά εκείνου...