14.2.10

D(oing) / s(tuff)

Αν η σχέση μου με τον Χ είχε ταμπέλα, θα έγραφε "Σκωτσέζικο Ντους".
Αν μπορούσε κανείς - στις ιδιωτικές μας στιγμές - να μας δει, τη μία θα έλεγε "Μα τι τα έχει πιάσει και κάνουν έτσι, τα χαζοχαρούμενα;" και την άλλη - όταν θα έβλεπε το ύφος μας - "Καλέ, αυτοί θα σκοτωθούνε!"
Κι αυτή η εναλλαγή, μπορούσε να γίνει μέσα σε δευτερόλεπτα...

Με τον Χ απολάμβανα υπέροχες στιγμές σιωπής.
Ακόμα και σε φάσεις απόλυτης απραγίας, υπήρχε αυτή η ένταση στον αέρα, ότι από στιγμή σε στιγμή μπορούσε να συμβεί το οτιδήποτε.
Όταν μας έπιανε η μαλακία, μιλούσαμε ακατάπαυστα - πολλές φορές ο ένας επάνω στον άλλον - πηδώντας από θέμα σε θέμα.
Όταν διαπιστώναμε, ότι συμφωνούσαμε στα περισσότερα - ή σε κάτι σημαντικό / καθοριστικό - σταματούσαμε αμέσως.
Και τότε ξεκινούσε η σιωπή...

Κι ενώ όλα αυτά φαινόταν να μας γεμίζουν εσωτερικά, εξωτερικά είχαμε αρχίσει να μαζεύουμε.
Τα ρούχα μάς έπλεαν και οι δικοί μας άνθρωποι συνιστούσαν, στον καθένα ξεχωριστά, να το κοιτάξει.
Μία φορά, γύρισε από ένα τραπέζι.
-Αφέντρα, έχω νέα!, είπε ενθουσιασμένος.
-Ν' ακούσω.
-Το ξέρετε ότι παίρνουμε coca;, ρώτησε ειρωνικά.
-Όχι. Από πότε;
-Δεν ξέρω. Έτσι μου είπαν σήμερα. Με ρώτησαν αν παίρνουμε κάτι.
-Πως τους ήρθε;, γελούσα.
-Μας είδαν, λέει, αδύνατους και κομμένους. Και αν είναι, λέει, να παίρνουμε κάτι, θα είναι εκεί για να μας βοηθήσουν.
-Α, ωραία. Κι εμένα μου είπαν να πάω να δω αν έχω αναιμία. Να κάνω εξετάσεις.
-Και τι τους είπατε;, χαμογελούσε πονηρά.
-Ότι θα πάω, όταν βγουν εξετάσεις υπεργαμίας.

Το απόγειο της μαλακίας μας, επετεύχθη όταν βρεθήκαμε στο J.
Τον πήγα στα αξεσουάρ για τα κοριτσάκια, να ξελυσσάξει.
Κοιτούσε και χάϊδευε ό,τι έβρισκε μπροστά του - μα ό,τι έβρισκε μπροστά του - και έλεγε: "Μα τι ωραίο! Πως τα σκέφτονται αυτά;! Δεν είναι πολύ συμπαθητικό, αυτό;!", μες στην τρελή χαρά.
Εγώ τον κοιτούσα με το ύφος του "Ε, δεν είμαστε καλά..." και τον ειρωνευόμουν χαλαρά: "Φανταστικό! Να πάρουμε 2-3, να αλλάζουμε! Ναι, τους άτιμους, είδες;! Όχι συμπαθητικό, τέλειο! Να πάρεις 12άδα! Μισό, να σου φέρω ένα καρότσι!"

Όταν είδα ότι αυτό θα κρατούσε πολύ, τον άφησα για να κάνω μία βόλτα στο κατάστημα.
Σε κάποια φάση, χτύπησε το τηλέφωνο.
Πάει... τον χάνω..., σκέφτηκα, όταν είδα τον αριθμό του.
-Τι θέλεις, μη σου γαμήσω!, είπα χαμηλόφωνα.
-Αφέντρα, ελάτε!, είπε το κωλόπαιδο, από την άλλη άκρη του μαγαζιού.
-Εγώ να έρθω...;, ρώτησα γλυκά.
-Εεε... όχι Αφέντρα... θα έρθω εγώ... που είστε;..., προσγειώθηκε.
-Στο J είμαι. Όχι στο Maracana, είπα απηυδισμένα.

Δε
ν πρόλαβα να κλείσω το τηλέφωνο, και ένα κεφάλι ξεπρόβαλλε ανάμεσα από τα stands.
Και ξαφνικά, τον βλέπω να έρχεται, από το τέλος του διαδρόμου, με μια αγκαλιά πράγματα, τρέχοντας...
Φτερά ανέμιζαν, χάντρες πηγαινοέρχονταν, παιχνίδια τού έπεφταν...
Έβαλα το χέρι μου στο μέτωπο. Ήμουν στα πρόθυρα του εγκεφαλικού.
-Αφέντρα! Αφέντρα!, είπε λες και είχε βρει θησαυρό.
-Την Αφέντρα που σε έχει σκλάβο, θα γαμήσω σήμερα!, έκλεισα τα μάτια. Που τα πας όλα αυτά, παιδί μου;! Έχεις ξεφύγει;!, τον αγριοκοιτούσα.
-Αφέντρα! Βρήκα πράγματα για σας! Κοιτάξτε!, άνοιξε λίγο την αγκαλιά του.
-Αυτά είναι πράγματα για λατέρνα! Όχι για 'μένα, γαμώ την κοινωνία μου! Πήγαινέ τα εκεί που τα βρήκες!
-Είναι ροζ!, ενθουσιάστηκε.
-Και οι πιπίλες είναι ροζ! Γιατί δεν πας να μου πάρεις μία;!, αγρίεψα κι άλλο.

Μαζεύτηκε. Απότομα.
Κοίταξε το στόμα μου με ένα πολύ περίεργο ύφος.
-Θέλετε να σας πάρω πιπίλες...;, είπε σε έναν πολύ περίεργο τόνο.
-Αν θέλεις να γίνω το κοριτσάκι σου, θα πρέπει να μου πάρεις και μπιμπερόν..., του είπα για να τον συνεφέρω.
Ποιον να συνεφέρω, όμως; Τον χαμένο στο διάστημα;
Είχε μείνει ακίνητος, να κοιτάζει τα χείλη μου. Τον είχα χάσει, λέμε...
-Έχει και μπιμπερόν..., με ενημέρωσε, υπνωτισμένος.
Η υπομονή μου έτρεχε μακριά κι εγώ την τραβούσα από τα μαλλιά για να τη φέρω πίσω...
-Τι κάθεσαι, τότε;!, τον προκάλεσα. Τρέξε!

Έφυγε σφαίρα.
Έμεινα να τον κοιτάζω - σαν μαλάκας - να μαζεύει τα πράγματα που του έπεφταν, πάνω στην ταραχή του.
Επέστρεψε, όμως, οργανωμένος...
Είχε πάρει ένα καλάθι και είχε βάλει μέσα ό,τι πιπίλα και μπιμπερόν είχε το κατάστημα.
Δεν πίστευα στα μάτια μου...
-Είσαι ανώμαλος..., του είπα κουνώντας αργά το κεφάλι μου.
-Είμαι, Αφέντρα... Μην αλλάξετε γνώμη για 'μένα... Σας παρακαλώ..., στενοχωρήθηκε.
-Αλήθεια θέλεις να τα πάρεις αυτά;, τον ρώτησα σοβαρή.
-Πάρα πολύ, Αφέντρα... αφήστε με..., χαμογέλασε συνεσταλμένα.

Πάλι μου ανέβαζε το αίμα στο κεφάλι...
-Δεν θα μας βγει σε καλό, αυτή η σχέση..., προφήτευσα, προσπαθώντας να ηρεμήσω.
-Ακόμα και το κακό να συμβεί, Αφέντρα, εμένα δε με νοιάζει... Αρκεί να είμαι σκλάβος σας..., είπε σοβαρά.
-Ούτε εμένα με νοιάζει, ακούστηκα απόλυτη.
Μείναμε να κοιταζόμαστε. Ευτυχώς που ήμασταν στο J. Για εκείνον...
-Μπορώ, τώρα, να πάρω κάτι κι εγώ;, προσπάθησα να ξεθολώσω.
-Ό,τι θέλετε, Αφέντρα..., εκείνος δεν είχε συνέλθει...
-Είναι καλύτερα να χωριστούμε για λίγο, του είπα αυστηρά.
-Μάλιστα, Αφέντρα, το κατάλαβε κι εκείνος.

Δεν μπορώ να πω ότι ήμουν εντελώς καλά.
Γύριζα στους διαδρόμους, και ούτε οι σπαστικές κλάψες των κωλόπαιδων μπορούσαν να φτάσουν στ' αυτιά μου, πια...
Μέχρι που σταμάτησα στο σημείο προβολής ενός stand.
Πήρα από το ράφι ένα ζευγάρι επιγονατίδες, και βλέποντας τον Χ να κοιτάζει αμέριμνος στον διπλανό διάδρομο, πήγα και στάθηκα στο δικό του σημείο προβολής.

Τον πήρα τηλέφωνο.
-Θέλεις να το χοντρύνουμε...;, τον ρώτησα κάπως.
-Τι, Αφέντρα;, ρώτησε, σε ακόμη χειρότερη κατάσταση.
-Κοίταξε δεξιά σου...
Μετατόπισα το κέντρο βάρους μου στο πόδι που έβλεπε, και κρέμασα στο δάκτυλό μου το πλαστικό που ένωνε το ζευγάρι, δείχνοντάς του το.
Έκλεισε το τηλέφωνο και ήρθε αργά στο μέρος μου.
-Αντέχεις...; Το κοριτσάκι, μετά, μπορεί να σου ζητάει βόλτες..., ανασήκωσα το φρύδι.
Αυτό ήταν. Ξέφυγε.
-Αφέντρα..., είπε ξέπνοα.
-Η Αφέντρα θέλει και ένα καουμπόϊκο καπέλο..., τον πλησίασα. Να είναι κοριτσάκι... Αλλά όχι όπως τα άλλα...
Έφυγε.

Από εκείνη την ημέρα, όταν μου έβγαινε το ροζ, ο Χ με πήγαινε βόλτες στη βεράντα.
Το καπέλο - που πήραμε από ένα περίπτερο της Ομόνοιας, στον γυρισμό - μού ήταν μεγάλο και έπεφτε μέχρι το ύψος των ματιών μου, σταδιακά.
Το κοριτσάκι του Χ, ανέβαινε στην πλάτη του, ξυπόλητο, με την πιπίλα στο στόμα, κρατώντας τον από το λουρί του κολλάρου του, φορώντας κάτι εξωφρενικό, είτε ήταν νύχτα είτε ήταν μέρα μεσημέρι, με ντάλα ήλιο, μες στη ζέστη.
Του φώναζε: "Από 'δω!" ή "Τώρα από 'κει!" κι εκείνος άλλαζε πορεία.

Καμμιά φορά, έσκυβε στο αυτί του, και του έλεγε, χαιρέκακα.
-Κοριτσάκι, δεν ήθελες;...