10.2.10

Wishful Thinking

Μετά από τόση ένταση, δεν είχα πια όρεξη να φάω. Ήθελα να κοιμηθώ ξανά.
Εκείνος ξάπλωσε στην άλλη άκρη, σχεδόν έτοιμος να πέσει από το κρεβάτι.

Κλείνοντας τα μάτια μου, ένοιωσα το χέρι του να μου πιάνει τον καρπό.
Ο Χ δεν με άγγιζε ποτέ συνειδητά, όταν κοιμόμασταν μαζί.
Εκείνη τη στιγμή, μου ζητούσε να τον συγχωρήσω...

Μας ξύπνησε το τηλέφωνό του.
Σηκώθηκε και πήγε στο σαλόνι, για να μιλήσει με τη μητέρα του.
Της είπε ότι είχε έρθει αλλά δεν θα μπορούσε να πάει, γιατί είμαι άρρωστη.
Στο τέλος κάθε πρότασης, έλεγε "εντάξει;", προσπαθώντας να το κλείσει.
Κι εκεί που τον έβλεπα να πηγαινοέρχεται, τον έχασα...

Είχε μείνει στην πλευρά της κουζίνας και δεν μιλούσε για λίγο.
Υπέθεσα ότι το είχε κλείσει και κάτι έκανε, όταν τον άκουσα σχεδόν να ψιθυρίζει.
Κάποια στιγμή, είδα να βάζει το κεφάλι στο άνοιγμα της πόρτας, και να με κοιτάζει κλεφτά...
Ξαναπήγε εκεί που ήταν και συνέχισε να μιλάει στον ίδιο τόνο.
Κυρίως, όμως, άκουγε.

Με όση δύναμη είχα, σηκώθηκα να δω τι συμβαίνει, σέρνοντας πίσω μου το σεντόνι.
Τον βρήκα να στέκεται - πλάτη σε 'μένα - και να κοιτάζει την πόρτα της τουαλέτας.
Είχε κλείσει το τηλέφωνο και είχε μείνει ακίνητος.
Υπέθεσα ότι είχε έρθει σε δύσκολη θέση, διότι κάτι θα του είχε πει η μητέρα του - να πάει εκεί, π.χ. - κι εκείνος δεν ήθελε να φύγει και το σκεφτόταν.
Γύρισε, για να επιστρέψει στο δωμάτιο, και μόλις με είδε, ξαφνιάστηκε.

-Σηκωθήκατε;!, ρώτησε έκπληκτος και πλησίασε για να με κρατήσει.
-Ναι, είμαι πολύ καλύτερα, του είπα καχύποπτα. Θα καθήσω στον καναπέ, λίγο. Θα μου φέρεις να φάω το υπόλοιπο;
-Θα έχει ξεραθεί, Αφέντρα... Να σας φτιάξω άλλα;
-Όχι. Αυτό θέλω. Να είναι στεγνά.
Έφερε το πιάτο, έφαγα και του ζήτησα νερό.
-Ωραία. Φέρε μου τώρα και ένα χάπι που θα διαλέξεις, για να πάρω. Και να ξεκινήσεις να δουλεύεις. Εγώ αισθάνομαι ότι θα κοιμηθώ πάλι. Μη χάνουμε χρόνο.

Δαγκώθηκε.
Έκανε να πάει μέσα αλλά σταμάτησε.
-Τι έγινε;, τον ρώτησα.
Σιωπή.
-Θα μου πεις;
Τίποτα.
-Να αρχίσω να μαντεύω; Δεν είμαι σε θέση, ξέρεις.
Ήρθε και γονάτισε μπροστά μου.
-Μην πάρετε φάρμακο, Αφέντρα...
Τον κοίταξα, μορφάζοντας, με μεγάλη απορία.
-Εσύ δεν λύσσαξες να πάρω κάτι;... Με δουλεύεις;... Εγώ δεν ήμουν που σου έλεγα, ότι για να πάρω χάπια, πρέπει να είμαι του θανατά, κι εσύ δεν ήσουν εκείνος που επέμενε;...
-Ναι, Αφέντρα... Αλλά, κοιτάξτε! Είστε καλύτερα... Κάθεστε στον καναπέ... Γιατί να επιβαρύνετε τον οργανισμό σας;... Δεν μετράει αυτό που λέω εγώ... Μετράει αυτό που θέλετε εσείς... Πάντα...

Υπέθεσα πως μετά τα χθεσινά, δεν ήθελε να κάνω κάτι που ζήτησε εκείνος, και έπαιρνε τα λόγια του πίσω, μετανοιωμένος για την πρωτοβουλία.
Δεν ήταν, όμως, ο Χ από τους άνδρες που παίρνουν πίσω τα λόγια τους...

-Ok..., πάω να κοιμηθώ, είπα, χωρίς να με έχει πείσει. Εσύ δουλεύεις.
-Δεν μπορώ να δουλέψω, Αφέντρα..., είπε απελπισμένα. Δεν θα σας αφήσω να κοιμηθείτε, πατώντας τα πλήκτρα...
-Έχω πει ότι έχω την super όσφρηση. Όχι την super ακοή. Μπορώ να μυρίσω τα πάντα από χιλιόμετρα. Αλλά για να ακούσω, πρέπει να μιλάς δίπλα μου και καθαρά. Αν είναι να ακούω ότι πληκτρολογείς, από το σαλόνι στην κρεβατοκάμαρα, θα πει ότι έγινε θαύμα.
-Και θα σας αφήσω άρρωστη, στο κρεβάτι, για να δουλέψω...; Δεν μπορώ, Αφέντρα..., σήκωσε τους ώμους. Θα δουλέψω στο αεροπλάνο, αν είναι... Είναι Σάββατο, ακόμη... Αν γίνετε καλύτερα, θα τα κάνω όλα πολύ γρήγορα! Θα δείτε!, είχε αλλάξει το ύφος του δυναμικά.
-Δεν υπάρχει περίπτωση, του είπα αυστηρά. Εγώ κοιμάμαι, εσύ δουλεύεις. Καμμία άλλη κουβέντα.

Δεν κοιμήθηκα, όμως.
Τον έβλεπα να σηκώνεται, κάθε τρεις και λίγο, και να ρίχνει κλεφτές ματιές στο δωμάτιο.
Αλλά, εκτός αυτού, καταλάβαινα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
Οι κινήσεις του ήταν νευρικές. Και δεν μπορούσε να είχε να κάνει με την αδιαθεσία μου...
Σηκώθηκα και τον περίμενα να ξανακάνει την εμφάνισή του.
Πήρα και τη σακούλα του φαρμακείου, για να την πάω στην τουαλέτα.
Μόλις με είδε όρθια, τα μάτια του καρφώθηκαν σε αυτό που κρατούσα.

-Μη, Αφέντρα!, είπε τρομαγμένος. Μην πάρετε χάπι!
Με πλησίασε με μία δρασκελιά και άρπαξε τη σακούλα από το χέρι μου.
Έμεινα να τον κοιτάζω, αποσβολωμένη.
-Πάμε, τώρα, μέσα!, είπα μέσα από τα δόντια μου, απίστευτα νευριασμένη. Και μην έχεις την ελπίδα, να περιμένω να μιλήσεις! Η υπομονή μου έχει εξαντληθεί!
Κάθησα στον καναπέ και πήγε να γονατίσει μπροστά μου.
-Όρθιος! Και ξεκίνα! Θα σε πάρει ο διάολος, λέμε! Τι συμβαίνει;! Τι συμπεριφορά είναι αυτή;! Όσο ήμουν καλά, δεν είχαμε προβλήματα και τώρα που αρρώστησα, σου έχει έρθει ο διάολος καβάλα;! Έτσι είναι, χαρά μου! Ο κόσμος αρρωσταίνει! Τι να κάνουμε;! Να παρανοήσουμε εντελώς;! Είμαι κρυωμένη! Όχι ετοιμοθάνατη!

Κουνούσε το κεφάλι του αργά και με κοιτούσε συνοφρυωμένος, απελπισμένος, στενοχωρημένος, προβληματισμένος...
Όταν σταμάτησα, η φωνή του ακούστηκε σταθερή και σοβαρή.
-Μπορεί να είστε έγκυος...