17.2.10

The Changes

Με τον καιρό, ο Χ άλλαζε γνώμη για τη μαγειρική.
Κατάλαβε ότι το φαγητό - εκτός από οργανική ανάγκη -, δεν ήταν τίποτε άλλο από ερωτισμός.
Ότι η αίσθηση της γεύσης και της επίγευσης, μπορεί να σε εμπνεύσει, να σε ξεσηκώσει, να θέλεις να κάνεις κι άλλα, δοκιμάζοντας τις ικανότητές σου.
Ότι η υφή μίας απλής, κοινότυπης σούπας, μπορεί να σε κάνει να θέλεις να τη γεύεσαι, ακόμη κι όταν σε έχει χορτάσει.
Και, τέλος, πως η ενασχόλησή σου με κάθε είδους υλικά, μυρωδικά, μπαχαρικά, μπορεί να μετουσιωθεί σε δημιουργία.
Δική σου δημιουργία.

Όταν δε, έβλεπε τις εκφράσεις που έπαιρνα όταν δοκίμαζα ό,τι έφτιαχνε ή όταν έτρωγα - αυτό που είχε κάνει τόσες πρόβες στο σπίτι του για να το καταφέρει -, γινόταν άλλος άνθρωπος.
Με κοιτούσε με ορθάνοικτα μάτια, φουσκώνοντας από υπερηφάνεια και περίμενε να ακούσει τη γνώμη μου.
-Εντάξει, θα σε κρατήσω, του έλεγα.
-Αλήθεια, Αφέντρα;!, χαιρόταν. Είναι καλό;! Όπως το φτιάχνετε εσείς;!
-Ε, όχι, χαρά μου, όπως το φτιάχνω εγώ... μη τρελαίνεσαι...

Κι όμως, τρελαινόταν.
Του εξηγούσα πως το φαγητό, είναι για 'μένα δείγμα σεξουαλικότητας.
Πως αυτός που δεν ξέρει να μαγειρεύει - άνδρας/γυναίκα -, έχει μηδέν libido.
Πως όταν κάποιος μαγειρεύει άνοστα, είναι ξενέρωτος στο κρεβάτι.
Κι εκείνος, που τα φαγητά του μπορούν να σε στείλουν με την πρώτη μπουκιά, είναι ο άνθρωπός σου.

Ζήτησέ του - του έλεγα - να μπεις στην κουζίνα του, όταν μαγειρεύει.
Θα το καταλάβεις από τις κινήσεις του, τις εκφράσεις του, τον τρόπο που τεμαχίζει τα υλικά, από τον τρόπο που τα προσθέτει στα σκεύη.
Θα καταλάβεις αν το 'χει, αν έχει σημασία για εκείνον η διαδικασία και το αποτέλεσμα.
Θα καταλάβεις αν αυτό το χαίρεται ή αν το κάνει μηχανικά - γιατί μπορεί να το κάνει χρόνια.
Αν το χαίρεται, άρχισε να σκέφτεσαι πως μπορεί να είναι στο κρεβάτι...

Όσο, λοιπόν, εκείνος άλλαζε κάνοντας προπόνηση στην Α, εγώ, εδώ, είχα αρχίζει να την ψωνίζω.
Κανονικά.
Η δική μας σχέση, με έκανε να αισθάνομαι εντελώς διαφορετικά από τις άλλες που είχα.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που ερωτευόμουν. Αλίμονο.
Ήταν, όμως, η πρώτη φορά, που αισθανόμουν κάπως...

Δηλαδή.
Ένοιωθα το δέρμα μου πιο λείο, πιο απαλό.
Το πρόσωπό μου πιο φωτεινό, πιο εκφραστικό.
Οι τρόποι μου πιο έντονοι αλλά και πιο γλυκείς, συνάμα
Έβγαινα έξω από το σπίτι μου, και νόμιζα πως δεν πατούσα έδαφος.
Ένοιωθα ότι τα πόδια μου είχαν μακρύνει.
Οι γοφοί μου είχαν στρογγυλέψει.
Το στήθος μου είχε φουσκώσει.
Τα μαλλιά μου ήταν πιο στιλπνά, πιο γεμάτα.
Τα δάκτυλα των χεριών μου ήταν πιο μακριά.

Και αυτό που αισθανόμουν, το έβλεπαν κι οι άλλοι.
Καταλάβαινα - από τα βλέμματά τους - ότι, όντως, ήμουν θεά.
Θεά, όμως...
Αλλά δεν ήξεραν γιατί.
Εγώ, όμως, ήξερα πολύ καλά.
Ήξερα ποιος μου το είχε βγάλει.

Άκουγα μία φωνή να λέει μέσα μου "μαζέψουουου...".
Και μία άλλη να της απαντά "ρε, δε μου γαμιέσαι!"
Τέλος.
Είχα αλλάξει.

Για παράδειγμα.
Άλλαζε κι ο τρόπος που περιποιούμουν τον εαυτό μου.
Ενώ πάντα είχα τη φαντασίωση, έναν άνδρα να μου περιποιείται τα πόδια, δεν ήθελα να αφήνω τον Χ να το κάνει.
Ήθελα να το κάνω εγώ.
Πήγαινα και αγόραζα τα πιο ωραία σε μυρωδιά αφρόλουτρα, βύθιζα μέσα στο ζεστό νερό τα πέλματά μου, και ξάπλωνα ευτυχισμένη.
Τους έκανα peeling, μάσκες, τα έτριβα μέχρι να γίνουν βελούδινα, και όταν τα έβαφα - πάντα στο αγαπημένο μου χρώμα -, καθόμουν και τα χάζευα με τις ώρες...
Το contrast μεταξύ του απίστευτου αυτού χρώματος, με το κατάλευκο του δέρματός μου, με έκανε να χαμογελάω ικανοποιημένη, μέχρι να βαρεθώ.

Άλλαζε - κατ' ουσίαν -, κάτι που, ναι μεν ήμουν, αλλά περίμενε τον Χ για να εκδηλωθεί.
Η θηλυκότητά μου.
Όσο περισσότερο μού έβγαινε η σκληρότητα μαζί του, τόσο πιο πολύ έβγαινε και το θηλυκό, που είχε σκάσει κλεισμένο τόσα χρόνια μέσα.
Γεγονός που με παραξένευε πάρα πολύ...

Αυτό που δεν είχε αλλάξει, ήταν η Βδέλλα.
Κι αυτό δεν με παραξένευε καθόλου.