16.2.10

Mouth Experience

Εκτός, λοιπόν, από το BDSM και τα καθέκαστα, είχαμε κι άλλες δραστηριότητες.
Δεν μπορώ να πω ότι είχαμε πολλά κοινά - εκτός BDSM -, αλλά ο Χ ήθελε να κάνει ό,τι κάνω, να ακούει τη μουσική που ακούω, να πηγαίνει όπου μου αρέσει να πηγαίνω, να διαβάζει τα βιβλία που διαβάζω.

Μετά από σύντομο χρονικό διάστημα - αφότου ξεκίνησε η σχέση μας - άρχισε να καπνίζει τα ίδια τσιγάρα με τα δικά μου, να πηγαίνει σε μέρη που δεν είχε πατήσει ποτέ, να διαβάζει βιβλία με θέματα που τα αντιμετώπιζε λίγο αρνητικά, και το πιο απίστευτο - για 'μένα -, να ακούει ό,τι μουσική άκουγα.

Τον έβλεπα, με μεγάλη ευκολία - και, προς μεγάλη μου έκπληξη -, να ακούει καρέκλες, heavy metal, σκυλάδικα και μεγάλες ορχήστρες.
Σε ένα cd, τώρα, όλα αυτά...
Και να το διασκεδάζει, όπως εγώ.

Η μεγάλη ανατροπή, ξεκίνησε όταν μία Παρασκευή το βράδυ, ντύθηκε για να φέρει κάτι να φάμε.
Από τότε που μπήκαμε στο διαμέρισμα, τρώγαμε σπάνια.
Είχαμε άλλα πράγματα να κάνουμε...
Όταν, όμως, μας θέριζε η πείνα, θα παίρναμε πάντα κάτι απ' έξω.
Γεγονός που το μισούσα και σχεδόν πάντα, με άφηνε νηστική.

Ο Χ - από την άλλη - ήταν ένας κλασσικός άνδρας.
Το τρίπτυχο πίτσα-σουβλάκι-μακαρονάδα, τον υπερκάλυπτε και τον ικανοποιούσε.
Εννοείται, ότι πάντα θα υπήρχαν τηγανητές πατάτες. Διαφορετικά, ήταν ικανός να μη φάει τίποτα. Κι αν έτρωγε, έτρωγε ανόρεκτα.
Εννοείται, ότι πάντα θα έφερνε και Coca Cola. Μη ξεχνιόμαστε...
Κι ας είχαμε το μισό εργοστάσιο στο ψυγείο...

-Τι θα γίνει με αυτή τη κατάσταση;, ρώτησα με τα χέρια στη μέση.
Δεν πήγαινε άλλο.
Αυτή η μιζέρια του έτοιμου φαγητού - μέσα στα άθλια πακέτα -, αμφιβόλου ποιότητας, η μυρωδιά του ξανατηγανισμένου λαδιού, τα λιπαρά των αλλαντικών, και η καρμπόν εμφάνιση, είχε αρχίσει να μου τη δίνει.
-Δεν σας αρέσουν τα φαγητά που ξέρω να φτιάχνω, Αφέντρα..., στενοχωρήθηκε.
-Ποια; Αυτά που ό,τι βρίσκεις, βάζεις μέσα;, τον ρώτησα αγανακτισμένη. Που κάτω από τον ανανά, ξαπλώνουν ρέγγες; Που πάνω από τη σαντυγί, κάθονται μπρόκολα; Με δουλεύεις; Είναι αυτά φαγητά; Αυτά είναι για τα γουρούνια. Και λέγονται αχταρμάς.
Δεν μιλούσε.
-Όταν θέλω να φάω φαγητό, θέλω να φάω φαγητό. Όταν θέλω να φάω φρούτο, θα φάω φρούτο. Κι όταν θέλω να φάω γλυκό, θα φάω γλυκό. Όχι όλα αυτά μαζί. Το καταλάβαμε; Λοιπόν! Πήγαινε να μου φέρεις αυγά!, ύψωσα τη φωνή μου.
-Αυγά...;, απόρησε.
-Ναι, αυγά! Ξέρεις. Κάτι μικρά στρογγυλά πραγματάκια, που βγαίνουν από τον κώλο της κότας; Αυτά!
Εξαφανίστηκε.

Από την άλλη μέρα - και κάθε Σάββατο -, ξεκινήσαμε να πηγαίνουμε στο super market.
Παίρναμε λίγα και διάφορα αλλά πάντα πατάτες και Coca Cola.
Όταν γυρίσαμε σπίτι, τακτοποιήσαμε τα πράγματα και ετοιμάσαμε κατσαρολικά και τα συναφή, τον έβαλα να καθίσει στο πάσο.
-Λοιπόν. Από σήμερα, θα μάθεις να μαγειρεύεις. Ελ-λη-νι-κά. Και, πιο συγκεκριμένα, μαμαδίστικα. Αν θέλεις να είμαι ευχαριστημένη με ό,τι τρώω, να φροντίσεις να φτιάχνεις αυτά που τρώω. Έχουμε αντίρρηση...;
-Όχι, Αφέντρα..., με κοιτούσε φοβισμένος.
-Πολύ καλά. Μάθημα 1ο: Ελληνική, παραδοσιακή σπανακόπιτα.
Ξύνισε.
-Δεν σου άρεσε το "Ελληνική", το "παραδοσιακή" ή το "σπανακόπιτα"...;, ύψωσα το φρύδι.
-Όχι, Αφέντρα..., μαζεύτηκε. Απλά... δεν τρώω χορταρικά...
-Τι μου λες...; Έχεις κολικούς;..., ειρωνεύτηκα.
-Όχι, Αφέντρα..., δεν ήξερε τι να κάνει.
-Τότε προετοιμάσου. Επόμενο μάθημα, φρικασέ!
Φρίκαρε.

Αλλά.
Όχι μόνον έμαθε να τρώει χορταρικά, έμαθε και να τα φτιάχνει.
Το τι φασολάκι και μπάμια έφαγε... ούτε εκείνος το περίμενε, ούτε κι εγώ.
Όσπρια; Λαδερά;
Να βράζουν οι φασολάδες στις χύτρες... Να πηγαίνουν οι πατάτες γιαχνί, σύννεφο...

Μπαίναμε στην κουζίνα, και άρχιζε η ιεροτελεστία.
Ο Χ έμαθε να αγαπάει - και να το ζητάει... - το ελληνικό φαγητό, το δικό μου μαμαδίστικο φαγητό, σαν τρελός.
Καθόταν πάντα στο πάσο, και παρατηρούσε προσεκτικά τι έκανα και πως.
Αμίλητος.
Μία φορά, μόνο, μίλησε.
-Αφέντρα...;
-Ναι;
-Το ξέρετε ότι αν φτιάχνετε κάτι που σας αρέσει πολύ, γλείφετε πάντα τα δάκτυλά σας;...
-Ναι.
-Θα το κάνω κι εγώ...
-Σπίτι σου. Εδώ θα γλείφεις μόνο τα δικά μου.

Αυτό το έκανα πάντα και στο τραπέζι.
Όταν μου άρεσε πολύ ένα φαγητό, έγλειφα τα δάκτυλά μου.
Μου είναι αδύνατον να μην το κάνω αυτό.
Γι΄αυτό λατρεύω και το finger food.
Και όποτε το έκανα, ο Buster Keaton - τρώγοντας καθισμένος στο πάτωμα, δίπλα στα πόδια μου -, με έβλεπε και έκανε το ίδιο.

Όσο για τη σπανακόπιτα, ο Χ μόλις δάγκωσε το πρώτο κομμάτι, έμεινε να με κοιτάζει εκστασιασμένος.
Εγώ καθόμουν στον καναπέ, και προσπαθούσα να παγιδεύσω την μυρωδιά της δημιουργίας μου στα ρουθούνια μου, πίνοντας κρασί, περιμένοντας να ακούσω την κριτική του.
-Αφέντρα...
-Ναι;
-Είναι πολύ διαφορετική, αυτή η σπανακόπιτα...
-Από τα κυλικεία; Ναι. Είναι διαφορετική.
-Να την πάρω μαζί μου;
-Θα την πας βόλτα;
-Όχι, Αφέντρα... Στην Α...
-Να την πάρεις. Να φάω, όμως, πρώτα κι εγώ κάνα κομμάτι, ε;

Κάθε φορά που έφευγε - χειμώνα/καλοκαίρι -, είτε με φρέσκο είτε με κατεψυγμένο σπανάκι, έπαιρνε μαζί του ένα μικρό ταψάκι, μιας χρήσεως, που έβγαζε 6 κομμάτια.
Μία μέρα, τον ρώτησα τι κάνει με τόσα κομμάτια σπανακόπιτα.
-Τα βάζω στην κατάψυξη, Αφέντρα..., είπε υπερήφανα.
-Για να τα βρουν οι επόμενες γενεές;...
-Όχι, Αφέντρα... Να έχω πάντα να τρώω κάτι δικό σας, κάθε μέρα...
Αυτά μου έκανε.

Ο Popay, μπορεί να έκανε μπράτσα αλλά είχε μία ευαισθησία.
Το μοσχοκάρυδο.
Μία μέρα - φτιάχνοντας παστίτσιο -, ανακαλύψαμε ότι είχε αλλεργία στο συγκεκριμένο μπαχαρικό.
Ό,τι δεν του έκανε ένα τσουβάλι πιπέρι, του το έκαναν 30 γραμμάρια συσκευασίας μοσχοκάρυδου.
Τον έπιανε ένα φτάρνισμα, που δεν τον άφηνε αν δεν περνούσε κάνα μισάωρο.
Εγώ πέθαινα στα γέλια.
Όταν δεν ήμουν καλά - γύριζα νευριασμένη με τη δουλειά, κάποιος με είχε τσιτώσει, κτλ -, έπαιρνε και το μύριζε, για να με κάνει να γελάσω.
Όταν δεν ήμουν καλά, ο Χ αρρώσταινε.

Γλυκά, δεν φτιάξαμε.
Δεν μου αρέσουν.
Όμως, σε κάποιο ταξίδι του, μου έφερε ένα κουτί μπισκότα.
Μου είπε ότι αφού μου άρεσε το τσάϊ, θα μου άρεσαν κι αυτά.
Και τα λάτρεψα.

Όταν γύριζα τα μεσάνυχτα από έξοδο, εκείνος περίμενε πάντοτε γονατισμένος στην πόρτα.
Με έγδυνε, και όταν έμπαινα στο μπάνιο που είχε ετοιμάσει, έφτιαχνε το αγαπημένο μου τσάϊ με γιασεμί.
Όταν έβγαινα με τις πετσέτες, εκείνος περίμενε καθιστός στο πάτωμα - δίπλα από τη θέση μου στο τραπέζι -, και μου έδινε το φλυτζάνι.
Πίναμε το αφέψημα, σιωπηλοί, με τα γυμνά μου πέλματα επάνω στα πόδια του - ή και κάπου πιο κεντρικά, αν με βόλευε -, και έτρωγα εκείνα τα υπέροχα μπισκότα βουτύρου - ταΐζοντάς τον στο στόμα -, μαλακώνοντας και γλυκαίνοντας τον λαιμό μου, από τα ποτά και τα τσιγάρα.

Πολύ αργότερα, μία μέρα, μας είχε πιάσει η τρελή βαρεμάρα.
Κάναμε και οι δύο ταβανοσκόπηση, χωρίς να μιλάμε.
-Αφέντρα...;
-Ναι;
-Ξέρετε τι θα ήθελα να φάμε, τώρα;...
-Τι;
-Αυτά τα μικρά πραγματάκια, που βγαίνουν από τον κώλο της κότας...;