9.2.10

My manny

Δεν μου αρέσει να κοιμάμαι με κάποιον άλλον. Ποτέ δεν μου άρεσε.
Όσες φορές έχει συμβεί, δεν έχω κοιμηθεί καλά.
Ίσως γιατί θέλω να έχω τον έλεγχο, ακόμη κι όταν κοιμάμαι...

Κοιμάμαι δύσκολα.
Πρέπει να είμαι πολύ κουρασμένη, για να μη με ενοχλήσει η παρουσία του άλλου στο κρεβάτι μου.
Γιατί αυτό είναι το θέμα: είναι πάντα κρεβάτι μου.

Και για τον άλλον, ωστόσο, δεν είναι ευχάριστο να κοιμάται μαζί μου.
Εκτός κι αν ήταν πάντα όνειρό του, να κοιμηθεί με χταπόδι...
Μέσα στον ύπνο μου, μπορώ να σε τυλίξω στα χέρια και τα πόδια μου, και όταν συνειδητοποιήσεις ότι σε έχω ακινητοποιήσει, να είναι αργά.
Δεν μπορείς να φύγεις, γιατί θα με ξυπνήσεις.
Κι αν με ξυπνήσεις, είναι καλύτερα να φύγεις...

Αν δεν κουνηθείς - και αν μείνεις μέχρι να ξυπνήσω -, να είσαι σίγουρος ότι προς τα ξημερώματα, θα βρεθείς στην άκρη του κρεβατιού, κοιτάζοντας το πάτωμα.
Μέσα στον ύπνο μου σε σπρώχνω σιγά-σιγά, για να φύγεις από το κρεβάτι μου και αρχίζω να παίρνω την αγαπημένη μου στάση επάνω του: διαγώνια, απλώνοντας χέρια και πόδια.
Ίσως γιατί ακόμη και στον ύπνο μου, θέλω να κυριαρχώ...

Το κρεβάτι μου είναι το terrain μου.
Και εν προκειμένω, είναι το σημείο συνάντησης με τον Μορφέα, που πολύ δύσκολα με ρίχνει στην αγκαλιά του...
Ίσως γιατί ακόμη και στον ύπνο μου, προτιμώ τη δράση (σκέψη) από την αδράνεια (ύπνος).

Όταν ξύπνησα εκείνη τη νύχτα, ο Χ εξακολουθούσε να έχει καρφωμένα τα μάτια του επάνω μου.
Δεν ήξερα τι ώρα ήταν, τι ώρα είχε έρθει, πεινούσα, αλλά και μόνο που σκεφτόμουν κάτι φαγώσιμο, ήθελα να κάνω εμετό.
-Μη μένεις ξύπνιος..., είπα ψιθυριστά. Δεν μπορώ να κοιμηθώ όσο αισθάνομαι ότι δεν κοιμάσαι κι εσύ... Αν θέλω κάτι, θα σε ξυπνήσω... Κλείσε τα μάτια σου...
Έκλεισε τα μάτια και κοιμήθηκε αμέσως.

Ξύπνησα νωρίς το πρωί.
Πεινούσα πολύ.
Εκείνος κοιμόταν όπως ακριβώς τον άφησα: προς τη μεριά μου.
Άπλωσα αργά το χέρι μου να τον ξυπνήσω.
-Πεινάω..., ίσα που ακούστηκα να του παραπονιέμαι.
Σηκώθηκε αμέσως - αλλά αργά - και παραπατώντας πήγε στην κουζίνα. Μου είπε τι έχει, και του ζήτησα να βάλει στο grill 2-3 φέτες ψωμί με ντομάτα, φέτα, ρίγανη και ελαιόλαδο, και να τα αφήσει να ψηθούν πολύ καλά.

Αφού τελείωσε, ήρθε να με βοηθήσει να ανασηκωθώ και άρχισε να με παρακαλάει να πάρω κάτι. Του είπα ότι δεν παίρνω ποτέ χάπια κι ότι είμαι καλύτερα. Μπορούσα να ανοίξω τα μάτια μου περισσότερο, να μιλάω, έστω, ψιθυριστά, χωρίς να ζαλίζομαι και να ανακατεύομαι.
Επέμενε. Πολύ.
Γεγονός που με παραξένεψε, διότι στον Χ δεν είχα πει ποτέ κάτι δεύτερη φορά.
Κατάλαβα ότι ανησυχούσε περισσότερο από όσο έδειχνε...
Συμφώνησα να πάρω κάτι, μόλις φάω, και αμέσως το πρόσωπό του άλλαξε έκφραση.

Όταν ήρθε με το πιάτο, ξεκίνησα να βγάζω τα χέρια μου από το σεντόνι, για να το πάρω.
Εκείνος, παραβλέποντάς το, με σκέπασε καλύτερα και γονάτισε.
Πήρε μία φέτα και την έφερε στο στόμα μου...
Τον κοιτούσα, σχεδόν σοκαρισμένη...
Εκείνος είχε όλη του την προσοχή στραμμένη στη φέτα του ψωμιού και στο στόμα μου.
Δεν με κοιτούσε...
Άρχισα να τρώω αργά, μασώντας πολύ καλά, και παρατηρώντας ακόμη καλύτερα τις κινήσεις και τις εκφράσεις του.

Όταν πήγε να μου δώσει τη δεύτερη φέτα, δεν άνοιξα το στόμα μου.
Περίμενε λίγο, και με κοίταξε στα μάτια.
-Θα πρέπει να είναι πολύ ντεκαυλέ, να βλέπεις την Αφέντρα σου σ' αυτά τα χάλια, ε;..., τον ρώτησα υποχθόνια. Ατημέλητη... άβαφτη... βρώμικη... Το χειρότερο, όμως, καταβεβλημένη... ανήμπορη... Θα πρέπει να σε χαλάει... λίγο... πολύ... τρελά...
Πήρε τη φέτα από μπροστά μου και την έβαλε πίσω στο πιάτο.

Θύμωσε.
-Η Αφέντρα μου είναι άρρωστη, είπε με σφιγμένο το στόμα.
Δεν μιλούσε σε 'μένα... Μιλούσε στη φωνή που του τα έλεγε...
-Και...; Τι να την κάνεις...; Ή, μάλλον, τι να σου κάνει...; Δεν είναι έτσι οι Αφέντρες... έτσι δεν είναι...; Να την ταΐζεις στο στόμα...; Σαν να είναι η γιαγιά σου...; Κατάντια...

Θύμωσε πιο πολύ.
-Αν το ζητούσε εκείνη, εγώ θα το έκανα κάθε φορά που ήθελε να φάει!, ύψωσε τη φωνή του, που μέχρι εκείνη τη στιγμή - και από την ώρα που ήρθε - συντονιζόταν με τη δική μου. Αλλά δεν της το είπα ποτέ! Για να μη με βαρεθεί! Για να μην κουραστεί!
-Φυσικά..., τον προκάλεσα. Η Αφέντρα είναι γεννημένη για να είναι αυτάρκης... Δεν περιμένει από κάποιον άνδρα να την ταΐζει... Αυτά τα κάνουν οι άλλες, οι συνηθισμένες γυναίκες... Δεν είναι ωραία εικόνα αυτή... Ας είμαστε ειλικρινείς...

Σηκώθηκε όρθιος.
-Η δική μου Αφέντρα, είναι τα πάντα! Και θέλω να την ταΐζω, και να την κάνω μπάνιο, και να την λούζω, και να την λατρεύω! Δεν με ενδιαφέρει τι κάνουν οι άλλες Αφέντρες! Η δική μου Αφέντρα δεν είναι σαν τις άλλες!
-Αλήθεια...;, τον έσπρωξα κι άλλο. Τι παραπάνω μπορεί να έχει...; Σιγά την Αφέντρα... Αυτή δεν ήξερε ούτε το μαστίγιο να κρατήσει... Θυμάσαι κάποια στιγμή, που σε χτύπησε στην ουρά και δεν μπορούσες να καθήσεις για μία εβδομάδα...; Θυμάσαι τη μελανιά...; Σοβαρή Αφέντρα...

Έγινε κατακόκκινος...
-Αυτό έγινε κατά λάθος! Δεν το ήθελε! Δεν θα μου έκανε ποτέ κάτι τέτοιο! Κι εγώ, εκείνη τη μελανιά, την κοιτούσα κάθε μέρα και παρακάλαγα να μη φύγει, μέχρι να την ξαναδώ! Γιατί αγαπάω και τα λάθη της! Όχι μόνο τα σημάδια που θέλει να μου αφήνει!
-Είναι άσχετη!, του είπα όσο πιο έντονα μπορούσα, πιέζοντάς τον. Τίποτε άλλο! Άσχετη και ανήμπορη! Πως το δέχεσαι αυτό;! Καλύτερα να μην ερχόσουν! Δεν μπορεί να κάνει τίποτα
! Τσάμπα τα λεφτά σου!

Ξέφυγε.
Με κοιτούσε με τόσο θυμό και τόση οργή, σαν να έβλεπε τον χειρότερο εχθρό του.
Δεν μπορούσε να δει εμένα...
-Η Αφέντρα μου, είναι όλη μου η περιουσία!, είπε με σφιγμένα δόντια, πλησιάζοντας το πρόσωπό μου. Τα άλλα είναι απλώς χαρτιά! Και θα ερχόμουν όπου κι αν ήμουν! Γιατί είμαι ο σκλάβος της! Και δεν ήρθα για να κάνει εκείνη τίποτα! Ήρθα για να κάνω τα πάντα εγώ! Εγώ είμαι ο σκλάβος της!
-Τι είσαι...;, τον ρώτησα ειρωνικά.
-Ο σκλάβος της!
-Και τότε γιατί δεν την ταΐζεις...; Πεινάει...
Άρχισε να μπερδεύει τα λόγια του.
-Είπα, πεινάει..., τόνισα τις συλλαβές, πλησιάζοντας αυτή τη φορά εγώ το πρόσωπό του.

Έκανε λίγο πίσω το σώμα του, χωρίς να κουνηθεί από τη θέση του.
Κοίταξε τα χείλη μου σαν υπνωτισμένος και άρχισε να ανασαίνει κοφτά.
Τα μάτια του κινούνταν γρήγορα στο οπτικό του πεδίο.
Όταν άρχισε να συνειδητοποιεί τι είχε συμβεί, γονάτισε αδύναμος κι έβαλε το πρόσωπό του στο στρώμα.
Έβγαλα το χέρι μου από το σεντόνι και του χάϊδεψα τα μαλλιά.
Το πήρε αμέσως στα δικά του και άρχισε να το φιλάει.
-Αφέντρα;... Γιατί το κάνατε αυτό;... Πως μου επιτρέψατε να σας μιλάω έτσι;... Πως το έκανα εγώ αυτό σε εσάς;... Συγχωρέστε με, Αφέντρα... Δεν ξέρω τι να πω... Τι έκανα... Τι έκανα...

Δεν μπορούσε να συνέλθει.
Δεν σήκωνε το κεφάλι του.
-Αυτό που ήθελα... Έκανες αυτό που ήθελα...