27.2.10

Confessions

Έσβησα το φως του μπαλκονιού, και κάθησα πολλή ώρα, με τους αγκώνες πάνω στο τραπέζι, κρατώντας το κεφάλι μου με τις παλάμες.
Η ναυτία δεν έλεγε να περάσει.
Μέσα στο σκοτάδι, προσπαθούσα να διώξω το "ήταν" του, και ό,τι συνέβη πριν φύγουν.

Σηκώθηκα αργά, άναψα ξανά το φως, κι άρχισα να μαζεύω το τραπέζι.
Μόνο μία γυναίκα μπορεί να καταλάβει, πόσο σωτήριο είναι να κάνεις τις δουλειές του σπιτιού, όταν δεν είσαι καλά, όταν προσπαθείς να ξεκολλήσεις από κάτι...
Έπλυνα τα πιάτα, τα σκούπισα, τα έβαλα στη θέση τους, και δεν έμεινε τίποτε άλλο που θα μπορούσα να κάνω.
Έβγαλα τα ρούχα μου, έσβησα όλα τα φώτα, άναψα τσιγάρο, και άρχισα να πηγαινοέρχομαι σε όλο το διαμέρισμα.

Μετά από λίγη ώρα, μέσα στην ησυχία, άκουσα βήματα στα χαλίκια.
Πλησίασα την ανοικτή μπαλκονόπορτα, και έβαλα το χέρι που κρατούσα το τσιγάρο, πίσω μου.
Με το αμυδρό φως, από τα φώτα του κεντρικού, διέκρινα τέσσερεις φιγούρες, να έρχονται προς το διαμέρισμα.
Δεν προλάβαινα να κλείσω το παντζούρι, κι έτρεξα πανικόβλητη να ντυθώ.
Κάτι δεν πήγε καλά...

Όταν άνοιξα την πόρτα, τους βρήκα να αφήνουν τα πράγματά τους στην τραπεζαρία.
Ήταν αμίλητοι, αδιάθετοι.
-Δεν κοιμήθηκες, Νανά;, ρώτησε ο Α.
-Όχι. Γιατί γυρίσατε;, ρώτησα πολύ σοβαρή.
Καμμία απάντηση.
Μείναμε για λίγο αμήχανοι.
Πέρασα ανάμεσά τους, έκλεισα παντζούρι και παράθυρο.
-Ανοίξτε τα air condition, βάλτε κάτι να πιούμε, και ελάτε να μιλήσουμε.

Πήγαν όλοι στην κουζίνα, κι εκείνος έμεινε να με κοιτάζει.
Ξέραμε ότι ήρθε αυτή η στιγμή, που αν δεν κάναμε μαζί αυτές τις διακοπές, μπορεί και να μην έρχονταν ποτέ...
Κάθησα οκλαδόν στο κρεβάτι του, και έπαψα να τον κοιτάζω κι εγώ, περιμένοντας να έρθουν οι υπόλοιποι.
Πήγαν να τραβήξουν καρέκλες.
-Όλοι κάτω. Στο πάτωμα, είπα ήρεμα.
Κάθησαν ένας-ένας οκλαδόν, απέναντί μου. Εκείνος στεκόταν όρθιος, ακόμη.
-Κι εσύ, του είπα στον ίδιο τόνο.

Δεν μιλούσε κανείς.
Κάπνιζαν, έπιναν, αλλά δεν έβγαζαν μιλιά.
-Λοιπόν; Γιατί γυρίσατε;
Τίποτα.
Τους κοιτούσα προσεκτικά, προσπαθώντας να βρω ένα ύφος να εξηγήσω.
-Τσακωθήκατε;..., έπρεπε να απομονώσω αυτή την περίπτωση.
Αρνήθηκαν έντονα.
-Έχει να κάνει με τον Χ;
Σιώπησαν οι μισοί.
-Έχει να κάνει με 'μένα, λοιπόν...
Σιώπησαν όλοι.

Πήρα βαθιά ανάσα, και άναψα ένα τσιγάρο.
-Ok, είπα φυσώντας τον καπνό. Ακούω.
Τίποτα.
-Να αρχίσω εγώ, τότε. Αυτό που έχω μ' εκείνον, δεν μπορώ να σας το εξηγήσω. Αλλά και να μπορούσα, δεν θα το έκανα. Σιχαίνομαι να μιλώ και για 'μένα και για την προσωπική μου ζωή. Από την άλλη, κατανοώ πλήρως, τη σχέση που έχετε μεταξύ σας. Αν ο φόβος σας είναι, αν κινδυνεύει αυτή η σχέση, από εκείνη που έχουμε εμείς, η απάντηση είναι ξεκάθαρα "όχι".
-Εγώ το φοβόμουν αυτό..., έκανε την αρχή ο Β.
-Εσύ, δεν με πήγαινες με την καμμία, χαρά μου. Το ξέρω...
Έσκυψε το κεφάλι.
-Δεν χρειάζεται να αισθάνεσαι άσχημα. Καταλαβαίνω. Το μουνί, σέρνει καράβι. Σωστά; Μόνο, που το δικό μου το μουνί, δε σηκώνει βάρη. Εκτός από άνδρες που θέλουν να συρθούν σε αυτό. Το καταλάβαμε;
Όχι...

-Τον Χ, δεν τον κάνεις ό,τι θέλεις;..., ρώτησε δειλά.
-Όχι. Ο Χ κάνει ό,τι θέλω.
-Τον χτυπάς, όμως..., είπε σχεδόν ψιθυριστά ο Γ.
-Ναι. Έτσι είναι η σχέση μας.
-Τον μισείς;..., ρώτησε.
-Τον λατρεύω.
Μπερδεύονταν όλο και πιο πολύ στις λέξεις μου.
-Πως λατρεύεις έναν άνδρα, που τον χτυπάς και τον ορίζεις;, ρώτησε με πραγματική απορία.
-Ακούστε. Αυτό που εσείς βλέπετε ως βία και κακοποίηση - πράγμα που το καταλαβαίνω απόλυτα -, για 'μας, είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Για 'μας - όσο αλλόκοτο κι αν σας φανεί -, είναι έκφραση αγάπης και ερωτισμού. Αυτό που είναι ο Χ, δεν συνοψίζεται στην πρόταση "χαμένο κορμί" ή "καμμένος εγκέφαλος". Ούτε αυτό που είμαι εγώ, συνοψίζεται στην πρόταση "κακομαθημένη στρίγγλα" ή "μία, που εκδικείται τους άνδρες". 'Οσο περίεργο κι αν ακούγεται, εκείνος λατρεύει τις γυναίκες, κι εγώ λατρεύω τους άνδρες. Το είδος αυτής της λατρείας, όμως, δεν εξηγείται εύκολα.

Έμειναν πάλι αμίλητοι.
Τουλάχιστον τώρα με κοιτούσαν.
-Ok. Ας το πω διαφορετικά. Θέλετε όλο αυτό, να το πούμε "kinky stuff"; Ωραία. "Kinky stuff", λοιπόν. Μόνο που για 'μας, δεν είναι παιχνίδι. Είναι τα συναισθήματά μας. Είναι αυτό που μας έφερε κοντά, είναι αυτό που μας δένει. Όπως ο Χ έψαχνε για μία γυναίκα σαν εμένα, έτσι κι εγώ, έψαχνα έναν άνδρα σαν εκείνον. Βέβαια, δεν ήξερα ότι θα είχε και 3 αδέρφια, για να αναλύω... αλλά ok... Αφού φτάσαμε ως εδώ..., χαμογέλασα.
Χαμογελούσαν κι εκείνοι.
-Νανά..., είπε μαζεμένα ο Β. Δεν έχουμε τίποτα με 'σένα.
-Τώρα δεν έχετε τίποτα με 'μένα, τον διόρθωσα. Τώρα που ζούμε μαζί. Αλλά φρικάρατε με μία Coca Cola.
-Εσύ δεν θα φρίκαρες;, ρώτησε, δικαίως.
-Ναι. Μάλλον θα φρίκαρα. Αλλά απ' ό,τι είδατε, δεν τον απείλησα με κάτι. Δεν ήταν εκβιασμός. Ήταν επιθυμία. Και η δική μου επιθυμία, είναι η δική του ευχαρίστηση. Αυτό, δεν είναι τόσο δύσκολο να το καταλάβετε. Έτσι δεν είναι;

Χ, δεν είχε ερωτευτεί πριν γνωρίσει εσένα, ακούστηκε βαριά η φωνή του Α. Κι από τότε, βλέπουμε τον φίλο μας να αλλάζει. Και δεν ξέραμε που θα φτάσει. Τι θα μπορούσες να του κάνεις. Πηγαίναμε στην Α, και μέχρι το άρωμα που φοράς, είχε δίπλα από το κρεβάτι του... Μιλούσε συνέχεια για 'σένα, νοίκιασε σπίτια, μας έβαζε να τρέχουμε να σε ψάχνουμε, και όλοι λέγαμε ότι τον παίζεις. Μετά έγινε και το σκηνικό στο πάρτυ, και φοβηθήκαμε περισσότερο. Ότι αν γινόταν κάτι, θα μπορούσες να τον κάνεις κομμάτια.
Σήκωσα το χέρι μου.
Έμεινα λίγο ακίνητη, κλείνοντας τα μάτια, προσπαθώντας να βάλω ό,τι ήθελα να πω σε τάξη.
-Ok. Αν μπορεί να καταστραφεί ένας άνδρας σαν τον Χ, από μία γυναίκα σαν εμένα, ναι, σας το υπογράφω, μπορεί. Εγώ, όμως, θα σας ρωτήσω κάτι. Τι είδους γυναίκα θα είναι αυτή - κατ' ουσίαν -, που θα θέλει να καταστρέψει κάτι, που το έψαχνε χρόνια; Μοιάζω για τόσο ηλίθια; Και, καλά, εγώ. Δεν με ξέρετε. Τον φίλο σας; Τον έχετε για τόσο μαλάκα; Τι είναι αυτό, απ' όσα είπατε ή σκέφτεστε, που θα μπορούσατε να του το χρεώσετε ως λάθος; Τι είναι αυτό, που κάναμε και δεν ήταν σωστό; Τι είναι αυτό, εν πάση περιπτώσει, που σας φοβίζει ακόμη; Η Coca Cola;
Έβαλαν τα γέλια.
Γελούσε κι εκείνος...

Τον κοίταξα, χαμογελώντας.
-Αλήθεια, είχες πάρει το άρωμά μου;
-Αλήθεια, Α..., πρόλαβε και το 'κοψε.
-Και που το βρήκες, βρε διάολε, αυτό το άρωμα;!, του πέταξα το μαξιλάρι. Μέχρι την Ιταλία πήγα, για να το βρω!
-Στο internet..., είπε συνεσταλμένα.
-Που να γαμήσω τα internet του κόσμου, με 'σένα που 'μπλεξα!
Γελούσαν όλοι.
-Τον αγαπάς;, ρώτησε ο Γ.
-Πολύ, του απάντησα αμέσως, κοιτώντας τον στα μάτια. Ό,τι κάνει, έχει μία λεπτότητα, μία ευαισθησία. Είναι πολύ σοβαρός, πολύ ευγενής, είναι ό,τι ζητούσα από έναν άνδρα. Και είναι τόσο μετρημένος, που ό,τι κάνει, δεν ξεπερνά τα όρια, για να φτάσει σε ακρότητες και σε μελοδραματισμούς, προκειμένου να με εντυπωσιάσει. Με εντυπωσιάζουν άλλα πράγματα σε 'κείνον. Δεν ξέρω πως θ' ακουστεί, αλλά δεν έχετε ιδέα τι είδους άνδρας είναι ο φίλος σας... Ιδέα, όμως...
-Είναι καλύτερος, από 'μας, αστειεύθηκε ο Β.
-Ναι, μωρή ψωνάρα! Καλύτερος από 'σένα!, απάντησα σαρκαστικά.

Άρχισαν όλοι να τον δουλεύουν και να τον πειράζουν, κι ο Χ γελούσε, με το μαξιλάρι αγκαλιά.
-Είναι κάτι άλλο, που δεν έχουμε πει;, τους ρώτησα.
-Εγώ θέλω κάτι να πω..., είπε ο Γ.
-Για την αγκαλιά, είπα ήρεμα και κούνησα το κεφάλι.
Ξανασοβαρεύτηκαν όλοι.
-Θέλεις να σου πω εγώ;..., τον ρώτησα.
-Ναι, απάντησε ανακουφισμένος.
-Ok. Μετά από τόσες μέρες μαζί, έχετε αρχίσει να με βλέπετε σαν μία μητρική φιγούρα. Ναι μεν, έχετε τον φόβο μου, αλλά έχετε αρχίσει να με αγαπάτε. Και αντιλαμβάνεστε, ότι σας αγαπάω κι εγώ. Για κάποιους, μπορεί να είμαι η αδερφή που δεν είχαν ποτέ. Και για ΄μένα, μπορεί κάπου-κάπως, να είστε οι γιοι που δεν έχω. Μία δεν ήθελαν εκείνοι; Τρεις θα ήθελα κι εγώ. Ας πούμε, ότι όλο αυτό, είναι μία προσομοίωση, λοιπόν.
-Έτσι θα τους μεγάλωνες;, ρώτησε ο Β. Όπως φέρεσαι σε 'μας;
-Έτσι ακριβώς, ακούστηκα απόλυτη. Αλλά δεν νοιώθω μαμά. Νοιώθω γυναίκα. Και δεν μου αρέσουν τα παιδιά. Μου αρέσουν οι άνδρες. Πολύ...

Οι άνδρες μου ήταν, πλέον, χαμογελαστοί.
Τους χαμογέλασα κι εγώ.
-Εσείς δεν έχετε κάτι να μου πείτε;..., ρώτησα με νάζι. Κάτι...; Οτιδήποτε...;
Ο Γ πετάχτηκε, σαν ελατήριο, όρθιος.
-Εγώ θέλω να πω!
-Εμ, δεν έχει προλάβει και κανείς άλλος να πει τίποτα, με 'σένα!, τον πείραξα. Λέγε!
-Ωραία!, είπε ενθουσιασμένος. Όταν ήρθαμε να πάρουμε τον Χ εκείνο το βράδυ, από το πάρτυ που είχατε πάει, λέγαμε όλοι στον δρόμο "τη γλύτωσε, δεν τον γουστάρει, και τον έφτυσε". Όταν τον είδαμε γονατισμένο, μπροστά σου, όταν φύγαμε, χτυπούσαμε τα κεφάλια μας στον τοίχο!
Πέσαμε όλοι κάτω, από τα γέλια.
-Και;!, τον προκάλεσα.
-Ε, τι "και"; Είπαμε, τον χάνουμε για πάντα! Θα μας χέσει και θα πηγαίνει με την γκόμενα συνέχεια! Αφού το είπες! Σέρνει καράβι!
-Όντως, συμφώνησα, πιάνοντας την κοιλιά μου.
Σηκώθηκε ο Β.
-Αυτό δεν ήταν τίποτα! Όταν μας έβαλε να μάθουμε εάν θα είσαι στον γάμο, θέλαμε όλοι να δούμε ποια είναι αυτή που του πήρε τα μυαλά! Γιατί, όταν είχε γυρίσει από εκείνο το πάρτυ, μας είχε ζαλίσει τον έρωτα με 'σένα! Τον παίρναμε τηλέφωνο, κι εκεί που μιλούσαμε με τις ώρες κάποτε, ρωτούσε τι κάναμε με 'σένα, και μας το 'κλεινε στα μούτρα! Ε, όταν ήρθε και μας είπε, ότι του είπες να μη σηκώσουμε τα μάτια μας πάνω σου ξανά... λέω... την πουτάνα... αυτή και θέλει να τον έχει του χεριού της και θα τον πάρει από 'μας!

Ξαναπέσαμε κάτω, από τα γέλια.
-Να πω κι εγώ το καλύτερο, σήκωσε το χέρι του ο Α.
-Εσένα δεν σου έχω πει να κρατάς χαρακτήρα;!, τον επέπληξα.
-Να πω αυτό, μόνο!, είπε χαμογελώντας. Εμένα αυτό που θα μου μείνει, είναι το πάρτυ... Όταν σε είδαμε να μην της μιλάς καθόλου, και να κάθεσαι άνετη και να την ακούς... Και τον Χ από την άλλη, να μην κάνει τίποτα... Είπα μέσα μου "Αυτός θα την είχε βγάλει έξω, σηκωτή! Εκείνη δεν τον αφήνει!" Είναι έτσι ή δεν είναι;!
-Έτσι είναι, κούνησα το κεφάλι. Όταν βρίσκεις αυτό που ζητάς, δεν έχεις ούτε μάτια, ούτε αυτιά, για κάτι άλλο. Υπάρχει μόνο το κέντρο της προσοχής σου. Για 'μένα, εκείνο το βράδυ, ήταν μία εκλογή, ένα ξεκαθάρισμα. Ήθελα να δω, τι είχε μεγαλύτερη σημασία για 'κείνον.
-Εσύ, είπε ήρεμα ο Γ. Αφού το ξέρεις...
-Ναι.

Κοιταζόμασταν και χαμογελούσαμε, ο ένας στον άλλον.
-Λοιπόν!, είπα και σηκώθηκα. Η πέτρα του σκανδάλου, πάει για ύπνο. Μπορεί αύριο να θέλει να βγει. Να έχει φροντίσει την επιδερμίδα της. Είμαστε όλοι εντάξει;
-Θα βγούμε αύριο;!, ενθουσιάστηκε ο Γ.
-Θα εξαρτηθεί. Αν έχει τελειώσει η ανάκριση μια και καλή. Αν είμαι ελεύθερη...
-Δεν θα ξαναρωτήσουμε τίποτα, είπε ο Α σοβαρός.
-Στ' αρχείδια μου!, του είπα. Και να ξαναρωτήσετε, θα σας στείλω στον φίλο σας! Δεν ξαναμιλάω για τα γκομενικά μου σε 'σας!
-Μία απορία, να πω, πριν φύγεις;, είπε ο Β. Γιατί του είπες να μη σε κοιτάζουμε;
-Γιατί δεν μου αρέσει, του απάντησα φεύγοντας.
-Σε όλες τις γυναίκες αρέσει να τις κοιτάζουν..., επιχειρηματολόγησε.
-Εγώ δεν είμαι "όλες οι γυναίκες", χαρά μου, του έδειξα το μεσαίο μου δάκτυλο, με την πλάτη γυρισμένη, πριν κλείσω την πόρτα του δωματίου μου.

Ξέσπασαν σε γέλια, και ξεκίνησαν να τον πειράζουν.
Τους άκουγα χαμογελαστή, καθώς γδυνόμουν, να πηγαινοέρχονται μες στο κέφι και την καλή διάθεση, καθώς ετοιμάζονταν για ύπνο, και μάζευαν τα πράγματά τους.
-Θα κοιμηθούμε;!, φώναξα.

Νέκρα-ησυχία.