21.2.10

sir! Yes, sir!

Το ταξίδι συνεχίστηκε με μεγάλη ευθυμία και φλυαρία.
Εκείνος που δεν μιλούσε καθόλου, ήταν
ο Χ.
Απ' όσο μπορούσα να τον δω, είχε μία χαρούμενη έκφραση και φαινόταν ευτυχισμένος.
Εγώ πίσω μιλούσα, γελούσα, τσακωνόμουν - εκείνος, όμως, σφίγγα.
Μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας...

Δεν κατάλαβα πότε φτάσαμε.
Είναι απίστευτο το πόσο γρήγορα περνά η ώρα, όταν έχεις καλή παρέα.
(Ή όταν είσαι η μόνη γυναίκα με τέσσερεις άνδρες, ίσως...;)
Ούτε κουράστηκα, ούτε βαρέθηκα.
Και στο μέρος εκείνο, όχι δεν είχα ξαναπάει, δεν ήξερα καν ότι υπήρχε.

Μπήκαμε σε ένα μικρό δρομάκι - που στην ευθεία του έβγαζε στο parking -, αριστερά ήταν το οίκημα, δεξιά μία αλάνα με μπασκέτες.
Παρκάραμε, και μπροστά μας ήταν ένας μικρός κήπος με διάφορα λαχανικά.
Το συγκρότημα ήταν διώροφο, σε σχήμα Πι - ένα διαμέρισμα σε κάθε πλευρά, πάνω και κάτω.
Περπατήσαμε στον προαύλιο χώρο - που ήταν στρωμένος με ψιλό χαλίκι -, και είχε διαμορφωθεί ως mini παιδική χαρά, με πλαστικές κούνιες, τσουλήθρες, κτλ.
Η είσοδος ήταν ακριβώς απέναντι, αφού ανέβαινες μερικά σκαλιά.
Αριστερά της, ήταν το διαμέρισμά μας.

Ανοίξαμε και μπήκαμε από την συρόμενη του μπαλκονιού.
Εκεί ήταν ένα τεράστιο σαλόνι.
Δεξιά, προς την εξώπορτα, είχε 2 μονά κρεβάτια - το ένα δίπλα στο άλλο, και ακριβώς μπροστά τους, η 2η μπαλκονόπορτα που προσπεράσαμε, δίπλα από την είσοδο του κτιρίου.
Μπροστά μας, φαινόταν η πόρτα της τουαλέτας.
Δεξιά, στον διάδρομο, ήταν η κουζίνα, με πόρτα στο πίσω μπαλκόνι.
Αριστερά της τουαλέτας, ένα μεγάλο δωμάτιο, με διπλό κρεβάτι, και 2 μπαλκονόπορτες - μία στο πίσω μπαλκόνι και μία στο πλαϊνό.
Ακριβώς απέναντι, ένα μικρότερο με 2 μονά κρεβάτια, το ένα δίπλα στο άλλο, και 2 μπαλκονόπορτες - μία στο πλαϊνό μπαλκόνι και μία στο μπροστινό.

Η σφίγγα μίλησε.
-Η γυναίκα μου θα μείνει στο δωμάτιο με το διπλό κρεβάτι, ακούστηκε ο αφέντης. Εσείς θα μείνετε στο άλλο, κι εγώ με τον Α στο σαλόνι.
Τσιμουδιά.
-Πάμε τώρα να τακτοποιήσουμε τα πράγματα, γιατί πρέπει να πάμε για ψώνια, συμπλήρωσε στον ίδιο τόνο.
Εξαφανίστηκαν.

Μπήκα στο δωμάτιο και άνοιξα τη βαλίτσα.
Έβγαλα ό,τι είχα πάρει - ό,τι πιο κλειστό και με μανίκια βρήκα στην ντουλάπα μου - και το ολόσωμο μαγιώ με το παρεό, που είχα αγοράσει ειδικά για την περίσταση.
Ο Χ χτύπησε την μισάνοικτη πόρτα.
-Θέλετε να σας βοηθήσω σε κάτι, Αφέντρα;, ρώτησε ψιθυριστά.
-Όχι, ευχαριστώ, του απάντησα κοιτάζοντάς τον κάπως. Μου φαινόταν ξένος...
-Μου είπατε ότι δεν θέλετε να δώσω δικαίωμα, γι' αυτό δεν θα σας ξαναενοχλήσω... Εάν θελήσετε κάτι εσείς... αν αλλάξει η απόφασή σας...
-Όχι, Χ... Ό,τι είπαμε στην Αθήνα..., δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από 'πάνω του...
Με κοίταξε κι εκείνος για λίγα δευτερόλεπτα.
-Είναι περίεργο, Αφέντρα...
-Ναι... είναι περίεργο...
Με ανατρίχιαζε...

Συναντηθήκαμε όλοι στο σαλόνι.
Στεκόμασταν όρθιοι, κοιτάζοντάς τον.
Τράβηξε μία καρέκλα από την τραπεζαρία, για να καθήσω.
Κάθησα.
Οι υπόλοιποι ψαρωμένοι του κερατά...
-Θα πάμε να πάρουμε πράγματα, μου ανακοίνωσε. Θέλετε να μας πείτε τι να πάρουμε;
-Τι να πάρουμε;, επενέβη ο Γ. Ποτά, αναψυκτικά, και κάτι για πρωινό. Αφού θα τρώμε έξω.
-Στο σπίτι θα τρώμε, τον έκοψε εκείνος.
Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.
-Και ποιος θα μαγειρεύει;..., αναρωτήθηκε ο Β.
-Εγώ, απάντησε εκείνος.
-Κατάλαβα! Θα κάνουμε δίαιτα!, έκανε να γελάσει.
Το γέλιο του, όμως, δεν ακούστηκε. Μόλις τον κοίταξε εκείνος, μαζεύτηκε. Πάλι σιωπή.
-Θα έρθω μαζί σας, ανακοίνωσα.
Αν το άφηνα μόνο του, θα τον άρχιζαν στις ερωτήσεις.

Πήγαμε στο super market, κάναμε μία αναγνωριστική βόλτα στην παραλία, και ανακαλύψαμε ότι όλα ήταν σε απόσταση αναπνοής από το σπίτι.
Γυρίσαμε, τακτοποιήσαμε τα πράγματα, και ετοιμαστήκαμε για τη θάλασσα.
Βγαίνοντας από το δρομάκι, απέναντι, ήταν ένα beach bar.
Λοξοδρομώντας ελαφρά - και περνώντας τον κεντρικό δρόμο -, συνέχιζε στο πλάι του, και οδηγούσε κατευθείαν στην παραλία.
Η θάλασσα ήταν παραπάνω από τις προσδοκίες μου...
Πεντακάθαρη, και η αμμουδιά γεμάτη από τις ξαπλώστρες του bar, με λίγο κόσμο.
Δεν το ήξεραν, τελικά, πολλοί εκείνο το μέρος, και από ό,τι συζητήσαμε μετά, ήταν μάλλον οικογενειακός προορισμός. Και πολύ ήσυχος.

Τα παιδιά βούτηξαν, αμέσως μόλις παρήγγειλαν καφέδες και snacks.
Κάθησα στην ξαπλώστρα κι εκείνος στην άμμο, μπροστά στα πόδια μου.
-Ποιος είσαι;...
-Ο σκλάβος σας, Αφέντρα...
-Δεν ξέρω αν είσαι εσύ, αυτός που έφυγα μαζί του από το σπίτι μας...
-Εγώ είμαι, Αφέντρα... Αλλά σ' αυτούς, κάνω κουμάντο εγώ.