19.2.10

Vacations

Με τον Χ, δεν είχαμε φύγει ποτέ για Σ/Κ.
1ον: Το διαμέρισμα, ήταν το ησυχαστήριο-γήπεδό μας, και μας άρεσε πολύ. Εκτός αυτού, δεν είχαμε τόσο χρόνο στη διάθεσή μας, για να τον καταναλώνουμε σε διαδρομές.
2ον: Ο Χ ήταν τόσο ταλαιπωρημένος από το αδιάκοπο πήγαινε-έλα, που ακόμη και οι υποχρεώσεις μας, ήταν αρκετές για να μας κουράζουν και να μας τρώνε χρόνο.
3ον: Ήξερε ότι μισώ τις αποδράσεις της καταπιεσμένης μάζας.

Αυτό που δεν ήξερε, ήταν ότι μισώ και τις διακοπές...

Ήταν τέλη Ιουλίου, όταν μία μέρα άνοιξε η συζήτηση.
Εκείνος καθόταν στο πάτωμα, έχοντας αδειάσει όλα τα πράγματά μας στον καναπέ, για να τα καθαρίσει/αποστειρώσει/συντηρήσει.
Εγώ, ό,τι είχα μπει, και ετοιμαζόμουν να φύγω για δουλειά.
-Αφέντρα, που σας αρέσει να πηγαίνετε, συνήθως, τα καλοκαίρια;
-Πουθενά.
-Πουθενά;..., με κοίταξε παρεξενεμένος.
-Ναι. Πουθενά. Γιατί;
-Δεν πηγαίνετε κάπου τον Αύγουστο, ας πούμε;, δεν μπορούσε να το πιστέψει.

Άφησα την τσάντα μου στο τραπέζι και κάθησα στην καρέκλα, ξεφυσώντας.
-Ok... Δε φταις εσύ. Εγώ φταίω, που δεν έχω κάνει έναν πλαστικοποιημένο οδηγό, για να μην τα λέω συνέχεια. Ok. Γενικά. Δεν μου αρέσουν ούτε οι Κυριακές, ούτε οι αργίες. Δεν θα έπρεπε να υπάρχουν καν στο ημερολόγιο. Δεν αντέχω τις διακοπές. Δεν μπορώ να κάθομαι μία-δύο εβδομάδες, σαν τη σαύρα κάτω από τον ήλιο, άπραγη. Μπορεί να μου στρίψει, λέμε. Άντε, μία-δύο μέρες. Μετά μπορώ να γίνω επικίνδυνη. Όσο για τον Αύγουστο. Αγαπώ πολύ την αστική ζωή, για να προτιμήσω να τρέχω μαζί με τους κάφρους, και να με γράφουν άλλοι τόσοι στ' αρχείδια τους, όταν πηγαίνω στα ξενοδοχο/μαγαζιά τους. Εξ' άλλου, η Αθήνα είναι μαγευτική τον Αύγουστο. Δεν υπάρχει καλύτερο μέρος, εκείνη την εποχή.
-Τον Σεπτέμβριο;, προσπάθησε να με πιάσει κάπου.
-Χμ... Τον Σεπτέμβριο, δεν μπορώ να πάω κάπου. Σπάνια κάποιος παίρνει άδεια τον Σεπτέμβριο. Νομίζω θα μπορούσα να πάω για μερικές μέρες. Αρκεί να είχα πράγματα να κάνω. Και όχι σε συνηθισμένα μέρη. Τουριστικά, εννοώ. Κάτι πιο πινέζα, ας πούμε.

Είχε σταματήσει να γυαλίζει τις δερμάτινες χειροπέδες με τη βαζελίνη, και με κοιτούσε.
Δεν ήταν αυτό το θέμα του, καταλάβαινα...
-Θέλεις να πάμε διακοπές, το καταλαβαίνω. Και θα πάμε. Μη σε απασχολεί.
Δεν ήταν αυτό, λέμε...
-Κάτι άλλο σε απασχολεί, όμως, ε;..., ρώτησα με μισόκλειστα μάτια.
Άφησε ό,τι έκανε, και κάθησε οκλαδόν απέναντί μου.
-Αφέντρα... εγώ έχω 2 εβδομάδες άδεια. Μπορώ να πάρω την καθεμία ξεχωριστά, κόμπιασε.
-Και..., τον παρότρυνα.
-Και κάθε χρόνο τη μία εβδομάδα, πάμε διακοπές με τα παιδιά. Οι τέσσερείς μας.
-Ωραία. Δεν βλέπω που είναι το πρόβλημα, σήκωσα τους ώμους. Δεν θα αλλάξει κάτι φέτος.
-Αλλάζει, Αφέντρα..., είπε χαμηλώνοντας φωνή και κεφάλι. Φέτος, είμαι ο σκλάβος σας. Δεν θέλω να πάω...

Σηκώθηκα απότομα.
-Να μην το ξανακούσω αυτό, είπα αυστηρά. Άλλο οι γυναίκες, άλλο οι φίλοι. Εμένα με γνώρισες χθες. Με τους φίλους σου, είστε χρόνια μαζί. Δεν μου αρέσει αυτό που λες. Πρέπει να φύγω.
Σηκώθηκε κι εκείνος.
-Δεν εννοούσα να μην πάω, Αφέντρα..., προσπάθησε να δικαιολογηθεί. Καθόλου, δηλαδή. Έλεγα... έλεγα...
-Να πάμε μαζί, τον ειρωνεύτηκα.
Με κοίταξε. Σοβαρολογούσε.
-Συγγνώμη..., πήρα ένα παραξενεμένο ύφος. Για να καταλάβω. Θα πάτε εσείς οι τέσσερεις και θα 'ρθω κι εγώ ξοπίσω; Ως τι; Ως ουρά;
-Όχι, Αφέντρα... τώρα ξέρουν για τη σχέση μας... μου είπαν κι από μόνοι τους, αν θέλω να μη πάμε καθόλου... για να είμαστε μαζί...
-Σου είπαν τέτοιο πράγμα;!, με ξάφνιασε.
-Μάλιστα, Αφέντρα...
-Και τι τους είπες;
-Ότι θα το συζητήσουμε, αφότου σας το πω...
Τον κοιτούσα.
-Ok. Μπορούμε να φύγουμε τώρα; Θα αργήσω.

Μέχρι να τελειώσω τη δουλειά μου, σκεφτόμουν συνέχεια την πιθανότητα.
Δεν την έβρισκα καθόλου κακή.
Τουναντίον. Ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.

Όταν κατέβηκα, μου άνοιξε την πόρτα.
Σταμάτησα μπροστά του, και του είπα χαμογελώντας μυστήρια.
-Λοιπόν, το σκέφτηκα.
Δεν με κοιτούσε.
-Θα πάμε όλοι μαζί διακοπές, του ανακοίνωσα.
-Αλήθεια, Αφέντρα;!, σήκωσε, ξαφνικά, το κεφάλι του.
-Ναι. Δεν μπορώ να σκεφθώ κάτι πιο προκλητικό, από εμένα και τέσσερεις άνδρες, στο ίδιο σπίτι! Μου αρέσει να παίζω με την ανδρική αμηχανία! Αλλά εάν βαρεθώ, την έχω κάνει με τη μία, είπα μπαίνοντας στο αυτοκίνητο.

Βγαίνοντας από το μπάνιο, άρχισα να του απαριθμώ τις προϋποθέσεις.
Έστηνα τα όριά μου, κι εκείνος κοιτούσε τους φράχτες, με χαρά.
-Εν κατακλείδι. Θα έρθω, αλλά για 'σένα, δεν θα είμαι εκεί. Θα είμαι αόρατη. Θα κάνεις ό,τι κάνεις με τα παιδιά, χωρίς τη δική μου συμμετοχή. Εάν αντιληφθώ, ότι γίνονται παραχωρήσεις, εξαιρέσεις, κτλ, δεν θα έχουμε καλά ξεμπερδέματα. Είμαι σαφής;
Κουνούσε έντονα το κεφάλι του, καταφατικά.
-Πολύ καλά. Για να σε δω.

Το ότι μία νύχτα τα 'σπασε, το ότι μία άλλη πέταξε κλωτσηδόν τη Βδέλλα από το σπίτι μας, δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτό που επρόκειτο να έβλεπα από τον Χ.