3.2.10

No Time Like The Present

Αφότου πέρασε ο τυφώνας Χ, αρχίσαμε να μαζεύουμε και οι τέσσερις το καταστροφικό του έργο.
Ο Α τον πείραζε και γελούσαμε όλοι.
Μέχρι που χτύπησε το τηλέφωνο...

Ο Χ άκουγε σιωπηλός, μέχρι που είπε δυνατά.
-Θα έρθετε-τώρα-εδώ! Τώρα-αμέσως! Και οι 2!
Δεν ήξερα πια, ποιον είχα απέναντί μου, εκείνο το βράδυ...

Άδειασα μερικά μπουκάλια Coca Cola - για να τα κάνουμε ποτήρια... - και ο Χ μόνο που δεν έβαλε τα κλάμματα.
Εντάξει, σκέφτηκα. Αυτός είναι.

Το κουδούνι χτύπησε και μετά από λίγο, στην πόρτα στέκονταν ο Β και ο Γ.
Καθήσαμε όλοι στην τραπεζαρία.
Όλοι, εκτός από τον Χ που δεν τον χωρούσε ο τόπος...

Οι δυο τους ξεκίνησαν να του λένε, τι είχε γίνει.
Και τι είχε ειπωθεί...
Ο Χ έσφιγγε χείλη και γροθιές, και έπινε μεγάλες γουλιές Coca Cola, ενώ η γνωστή φλέβα είχε αρχίσει να διαγράφεται πάλι...

Του είπαν ότι προσπαθούσαν να την κάνουν να σταματήσει, ότι δεν πίστευαν αυτό που γινόταν και όταν άφησαν τις δικές τους στο σπίτι, έγινε χαμός επειδή την κάλεσαν, εκείνοι δεν γνώριζαν τίποτα και δεν μπορούσαν να της ζητήσουν να φύγει, μετά από τόσα χρόνια που ήταν μαζί του.
-Και αφήσατε να λέει μπροστά σας τη γυναίκα μου "πουτάνα";..., κάθησε κι εκείνος και σταύρωσε τα δάκτυλά του, πάνω στο τραπέζι.
Καμμία απάντηση.
-Αυτό σας φαίνεται ότι είναι η Νανά; Πουτάνα; Εσείς έχετε γαμήσει πολλές πουτάνες, σαν τη Νανά;
Πήγαν να πουν κάτι αμέσως. Τους έκοψε.
-Εσείς δεν ξέρετε τι έχω κάνει, για να είμαι με τη Νανά; Εσάς δεν έπαιρνα τηλέφωνο, για να μάθετε που πάει και τι κάνει; Μαζί μου δεν ερχόσασταν; Δεν έχετε καταλάβει ακόμη, τι σημαίνει για 'μένα αυτή η γυναίκα;
-Γι΄αυτό σε πήρα, είπε μαλακά ο Β. Για να βρεθούμε αύριο να μιλήσουμε. Εμείς φταίμε γι' αυτό που έγινε. Δεν πήγαμε να σε φωνάξουμε, για να μη την αφήσουμε μόνη. Κάναμε νόημα στον Α, που μπορούσε να σε ψάξει.
-Δεν πιστεύαμε κι εμείς ότι θα γίνει ό,τι έγινε..., συμπλήρωσε στον ίδιο τόνο ο Γ.

Ο Χ έμεινε για μία στιγμή σιωπηλός.
-Γι' αυτό κι εγώ σας φώναξα εδώ. Για να ζητήσετε συγγνώμη, από την ίδια. Μπροστά μου.
-Νανά, συγγνώμη..., είπε πρώτος ο Γ. Εμείς φταίμε για όλα... Δεν έπρεπε να το αφήσουμε έτσι...
-Ναι, Νανά..., είπε και ο Β. Συγγνώμη για όλα... Φερθήκαμε σαν μαλάκες...

Επικράτησε σιωπή, για μερικά λεπτά.
-Μάλλον εγώ δεν θα έπρεπε να είμαι εδώ απόψε... καλύτερα να φύγω..., είπε η κοπέλα του Α.
-Κάτσε, της είπα. Που αλλού θα βρεις σε ένα τραπέζι 2 μαλάκες και μία πουτάνα;

Η αμηχανία και ο εκνευρισμός, διαλύθηκαν από την ένταση των γέλιων τους.
Ο Χ κόντεψε να πνιγεί με την Coca Cola και οι άλλοι του χτυπούσαν την πλάτη, μες στα γέλια.
Του ζητούσαν συγγνώμη, του έλεγαν ότι είναι φίλοι κι ότι καμμία γυναίκα δεν θα μπορούσε να το αλλάξει αυτό.
-Εκτός κι αν είναι σαν τη Νανά..., είπε τρυφερά ο Χ.
-Πουτάνα, εννοεί, είπα ήρεμα, καπνίζοντας.
Άρχισαν πάλι να γελάνε όλοι δυνατά.
-Λοιπόν! Είστε τέσσερις άνδρες και είμαστε 2 γυναίκες. Δεν μας ρωτήσατε καν εάν πεινάμε. Δεν πάτε να πάρετε τίποτα, να κατεβάσετε και τα σπασμένα του φίλου σας στα σκουπίδια, παρεμπιπτόντως;, τους ρώτησα.

Σηκώθηκαν όλοι όρθιοι, με τη μία!
Αφού σκοτώθηκαν για το ποιος θα πάει - "εμείς φταίμε, εμείς θα πάμε", "καθήστε εσείς, τώρα ήρθατε, θα πάω εγώ" -, τους σταμάτησε η κοπέλα του Α.
-Θα πάμε όλοι μαζί! Θα έρθω κι εγώ, για να μην αργήσετε! Τέτοια ώρα δεν είναι να τους έχεις εμπιστοσύνη!, γύρισε σε μένα.
-Που να πάνε, χρυσή μου;, τη ρώτησα με άνεση. Εδώ είναι το μπουρδέλο.

Έφυγαν μες στα γέλια.
Όταν έκλεισε η πόρτα, ο Χ με άρπαξε στην αγκαλιά του.
Δεν μιλούσε. Μόνο με κρατούσε σφιχτά.
-Αφέντρα..., ψέλλισε.
-Ναι... αφέντη...;
Τραβήχτηκε απότομα πίσω.
-Αφέντη...; Αφέντης, εγώ;!
-Έτσι μου φάνηκες απόψε..., του είπα χαμογελαστή.
-Σαν αφέντης...;, στενοχωρήθηκε.
-Σαν το αρσενικό μου εγώ...

Με κοιτούσε μία θλιμμένος, μία σαν να προσπαθούσε να χαμογελάσει κι εκείνος.
-Μπορώ να κάνω τα πάντα για εσάς...
-Το θυμάμαι...
-Σας αγαπάω, Αφέντρα...
-Το είδα...