4.1.10

You Mistress, me sub

Εγώ και ο Χ, κοιταζόμασταν σαν τα καθυστερημένα.
Κανείς δεν καταλάβαινε τίποτα.

Ok..., σκέφτηκα.
Δεν είναι έτοιμος. Πάρ' το αλλιώς.

-Νομίζω ότι έχουμε χαθεί λίγο...
-Ίσως φταίω εγώ, είπε απολογητικά. Ίσως δεν τα είπα καλά...
-Ok, του είπα. Έσβησα το τσιγάρο μου και κάθησα σχεδόν απέναντί του.
Γύρισε κι εκείνος.
Παύση.

-Είπατε ότι έχετε μία σχέση, με την οποία δεν θέλετε να έχετε καμμία σχέση, γιατί δεν είναι η σχέση που θέλετε, σωστά;
-Σωστά, είπε σοβαρός.
-Και είπατε ότι αυτό δεν σας ένοιαζε. Τότε. Τι άλλαξε τώρα και σας νοιάζει;
Παύση.
-Εσείς.
Έκανα λίγο πίσω.
-"Εμείς"... Ποιοι "εμείς";, τον ρώτησα κάθως έγειρα λίγο το κεφάλι.
Παύση.
-Εεεσείς..., είπε και χαμήλωσε το βλέμμα.
-Ααα... δεν θα τα πάμε καλά... λοιπόν! Φοράω τις μπότες, βγαίνουμε έξω. Αν δεν μπορέσουμε να συνεννοηθούμε απόψε, θα μάθουμε να κλίνουμε καλά τις αντωνυμίες!

Βγήκα από το αυτοκίνητο χτυπώντας την πόρτα.
Ποιο ήταν, επιτέλους, το θέμα του; Γιατί να μη μιλάει ξεκάθαρα; Τι περιμένει; Να τον πάρω από το χεράκι να τον γνωρίσω στον Β; Δεν θα είμαστε καλά! Καθόλου καλά! Ακούς εκεί "εμείς"! Λες και ήμουν ο κηδεμόνας του Β! Αυτό μου έλειπε να πήγαινα κι εγώ μαζί στα ραντεβού τους! Έλεος! Λοιπόν! Η βοήθεια και οι μαλακίες, θα τελείωναν εδώ! Αρκετά!

Βγήκε κι εκείνος, φορώντας το σακάκι του. Φυσούσε δυνατά. Πήρε τα μαυροζούμια στο ένα χέρι και έβαλε τα τσιγάρα μας στη τσέπη του.
-Δώστε μου ένα τσιγάρο!, απαίτησα εκνευρισμένη.
-Μάλιστα..., είπε ήρεμα χωρίς να με κοιτάζει.
Πήγε να μου το ανάψει και του πήρα τον αναπτήρα από το χέρι, απότομα.
Άναψα το τσιγάρο μου και φύσηξα τον καπνό σχεδόν επάνω του. Ήταν η ιδέα μου ότι μύρισε το καπνό μου...;
Άναψε κι εκείνος ένα.
-Σας ζητώ συγγνώμη, εάν σας νευρίασα... Δεν το ήθελα... Μάλλον θα είναι επειδή δεν μου έχει ξανασυμβεί... Και δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω...
Επιτέλους!, σκέφτηκα. Βγήκε το κεφάλι... Άντε να σπρώξει για τους ώμους, τώρα...

Τον πλησίασα πιο ήρεμα. Έβραζα... Αλλά κρατιόμουν...
-Ok. Μην ξαναρχίσουμε τα "εμείς" και τα "εσείς". Αφήστε να οδηγήσω εγώ τη συζήτηση, μήπως και βγάλουμε άκρη πριν ξημερώσει. Σας αρέσει ο Β; Ναι ή όχι.
Ξαφνιάστηκε. Έκανε ένα βήμα πίσω και με κοίταξε με ένα μίγμα θυμού(;) και αγανάκτησης(;). Πήγε να πει κάτι.
-Όχι!, τον έβαλα σε τάξη. Σας ρώτησα κάτι. Ναι ή όχι;
-Όοοχι, μου απάντησε σαν χαμένος, ψιλοσηκώνοντας τους ώμους.
Τότε ξαφνιάστηκα εγώ.
-Και ποιος σας αρέσει;!, ήταν η σειρά μου να φανώ σαν χαμένη στο διάστημα.
-Εσείς...
-"Εμείς"....
-Εσείς... η ίδια...

Με κοιτούσε μες στα μάτια.
Δεν μιλούσε κανείς.
Πάλι μείναμε να κοιταζόμαστε...
-Εγώ, η ίδια...
-Μάλιστα...
Παύση.

Ο αέρας φυσούσε παγωμένος. Τα πόδια μου είχαν αρχίσει να διαμαρτύρονται. Και ένας gay μου έκανε ερωτική εξομολόγηση. Γιατί, Χριστούλη μου, γιατί;
-Πάμε στο αυτοκίνητο!, είπα απότομα. Και δεν θα φύγουμε, εάν δεν ξακαθαρίσουμε τα πράγματα!
Ξαναμπήκαμε στο αυτοκίνητο, έβαλε τη θέρμανση, έβγαλα τις μπότες.
Άνοιξε νέο γύρο με Coca Cola, ανάψαμε άλλα τσιγάρα.

-Θέλετε να μου εξηγήσετε λίγο, τι μου λέτε; Είστε ή δεν είστε gay;
Ο Χ ξεκίνησε να κοιτάζει, ταμπλώ, δρόμους, αυτοκίνητα, βιτρίνες, το πεζοδρόμιο. Μετά, μου έκανε τη τιμή να κοιτάξει εμένα.
-Gay....; Εεεγώ gay...;
-Εγώ, πάντως, δεν είμαι σίγουρα.
-Δεν είμαι gay..., είπε σαν να μου ζητούσε συγγνώμη.
Το κοίταξα παραξενεμένη. Τι στο διάολο έπαιζε εδώ;
-Ok... Δεν είστε gay... Σας αρέσουν οι γυναίκες...
-Μμμάλιστα..., είπε σχεδόν συλλαβιστά. Απλώς, δεν μου αρέσουν οι γυναίκες...
-Κατάλαβα.
-Καταλάβατε;!..., ρώτησε με αγωνία. Τιιι καταλάβατε;, μαζεύτηκε λίγο.
-Ότι θέλετε να μου πείτε ότι είστε gay δια της ατόπου απαγωγής!

Ο Χ λύθηκε στα γέλια για πρώτη φορά. Γελούσε δυνατά, χαρούμενα, ενθουσιασμένα.
Όταν σταμάτησε, με κοίταξε με απίστευτη τρυφερότητα, με εκείνη που θα κοιτούσε ένας πατέρας το παιδί του, όταν εκείνο θα του έλεγε "γιατί δεν φτάνω το φεγγάρι, μπαμπά, αφού σηκώνω το χέρι μου ψηλά;".
-Όχι... όχι... απλώς, δεν μου αρέσουν οι γυναίκες, γενικά... Δεν μου αρέσουν οι γυναίκες που αρέσουν σε όλους τους άνδρες, γενικά...
-Μάλιστα..., είπα ειρωνικά. Σας αρέσουν οι γυναίκες, ειδικά...
-Μάλιστα.
-Δηλαδή.
-Μου αρέσουν οι γυναίκες που ξέρουν τι θέλουν.
-Ωραία ατάκα. Εσείς, ξέρετε τι θέλετε;, συνέχισα στο ίδιο ύφος.
-Ναι, είπε σοβαρεύοντας πολύ. Εσάς.
Παύση. Μεγάλη.

-Εμένα δεν με ξέρετε. Δεν ξέρετε ποια είμαι.
-Ξέρω.
Παύση.
Έπαιζα με το μυαλό του... Έπαιζα με το μυαλό του...
-Τι ξέρετε;
-Ότι είστε η γυναίκα που μπορεί να με εξουσιάσει.
Παύση.
Έμπαινε στο μυαλό μου... Έμπαινε στο μυαλό μου...

Ήθελα να του απαντήσω καταλλήλως.
Οι λέξεις ήταν στην άκρη της γλώσσας μου.
Δεν το έκανα.
Κι αυτό το είναι το γαμημένο πρόβλημα με τα Κυριαρχικά άτομα.
Πρέπει να σκέφτεσαι πολύ τι απαντάς.
Γιατί ό,τι λες, στον άλλον ακούγεται σαν πρόκληση.
Έσφιξα τα χείλη μου.
Τα κοίταξε.
-Πείτε μου..., είπε ξέπνοα, σαν να με παρακαλούσε.

Πήρα βαθιά ανάσα. Δεν θα γλύτωνε. Ύψωσα τη φωνή μου.
-Στον γάμο δεν πήρατε τα μάτια σας από τον Β!
Κούνησε το κεφάλι του αμέσως, ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια του.
-Εσάς κοιτούσα! Κοιτούσα εσάς! Από την πρώτη στιγμή που καθήσατε!
-Μη μου λέτε μαλακίες!
-Σας λέω μόνο την αλήθεια! Νόμιζα ότι είχατε σχέση με τον Β και ήπια τ' άντερα μου για να το πάρω απόφαση! Και όταν ανέβηκα να σας περιμένω να γυρίσετε, να σας μιλήσω, με πήρε ο ύπνος! Δεν το ήθελα! Είχα έρθει κατευθείαν από το ταξίδι μου! Έχω μετανοιώσει γι' αυτό! Αισθάνθηκα πολύ άσχημα!
-Μα εσείς αφήνατε και ραβασάκι για τον Β!
-Δεν ήταν ραβασάκι για τον Β! Ήταν αυτό!
Έβγαλε από την εσωτερική τσέπη το πορτοφόλι του και από μέσα, ένα τσαλακωμένο χαρτί και μου το έδωσε.
-Και προς τι η χαρά για το πάρτυ του Β;!
-Ήταν η χαρά που μου δώσατε το τηλέφωνό σας!

Σταμάτησα. Τον κοιτούσα μες στα νεύρα.
Σταμάτησε κι εκείνος. Με κοιτούσε μες στην αγωνία.
Ξεδίπλωσα το χαρτί.
Και κράτησα την αναπνοή μου.
Ήταν μία μικρή ιστορία, για μία γυναίκα που κοιμάται και έναν άνδρα που την θέλει αλλά δεν μπορεί να την αγγίξει. Γιατί δεν ήταν μία συνηθισμένη γυναίκα. Κι εκείνος δεν ήταν ένας συνηθισμένος άνδρας. Και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα...
Η ιστορία ήταν απίστευτα καλή...

Τον κοίταξα και μέσα στο μυαλό μου, άρχισαν να παίζουν όλα από την αρχή. Μόνο που αυτή τη φορά, τα έβλεπα από άλλη γωνία. Τη δική του. Και ήταν όλα διαφορετικά.
Δεν έλεγε ψέματα.
Ήταν απόλυτα ειλικρινής.

-Δεν ήξερα τι να κάνω... πρέπει να με πιστέψετε... έγραψα ό,τι σκεφτόμουν... νόμιζα πως δεν είχα καμμία ελπίδα... κοιμόσασταν δίπλα μου κι εγώ δεν έκλεισα μάτι... σκεφτόμουν τι να κάνω... δεν ήθελα να σας χάσω... δεν ήξερα τι να κάνω... ήθελ...
-Σας πιστεύω, τον έκοψα, σκεπτική.
Παύση.
Χαμογέλασε δειλά. Μετά διάπλατα.
-Αλήθεια, με πιστεύετε...; Ξέρω... δεν είμαι καλός... σας το είπα... δεν το έχω ξανακάνει... δεν ήθελα να σας φέρω σε αυτή τη θέση... με συγχωρείτε που φώναζα... που σας ανάγκασα να φωνάξετε κι εσείς...

Τον άκουγα. Αλλά δεν ήμουν εκεί.
Ξαφνικά, σκέφτηκα δυνατά.
-Τώρα τι κάνουμε...
Και πήρα μία απάντηση, που περίμενα χρόνια να ακούσω από έναν άνδρα.
-Ό,τι θέλετε εσείς... Μπορούμε να κάνουμε πάντα ό,τι θέλετε εσείς...