25.1.10

Superfly Guy

Την επόμενη κιόλα εβδομάδα - μετά το Πάσχα -, αγοράσαμε και τα πολυπόθητα λευκά είδη.
Πετσέτες, παπλώματα και σεντόνια - πολλά σεντόνια.

Πήγαμε και για πλυντήριο.
Ο πωλητής μάς εξηγούσε τι και πως για το καθένα κι εμείς χαμογελούσαμε, σκεπτόμενοι το τι το περίμενε.
Αγοράσαμε ένα πλυντήριο-στεγνωτήριο και, φυσικά, μας το έφεραν αυθημερόν...
Το συνδέσαμε, η ιδιοκτήτρια ανέβηκε να δει τα κατορθώματά μας, μας έδωσε τα συχαρίκια της, μας θαύμαξε κι έφυγε.

Αφού βάλαμε την πρώτη παρτίδα, για φρεσκάρισμα, αποφασίσαμε να ξεκουραστούμε.
Ο Χ - εκτός από το χάρισμα, ως υποτακτικός, να είναι καλός ακροατής - ήταν άριστος συνομιλητής. Πέρα από το να ρωτάει, για να μαθαίνει τις συνήθειές μου - όταν δεν καταλάβαινε κάτι -, μιλούσε πάντα ειλικρινά και πρακτικά. Από την περίοδο των ξενοδοχείων, στην περίοδο που φτιάχναμε το διαμέρισμα και ως το τέλος, οι συζητήσεις μας χαρακτηρίζονταν από αμεσότητα, ρεαλισμό και απλότητα.

-Ευτυχώς που πρόλαβα να βάλω μία τσάντα επάνω στο μαστίγιο... Είχα ξεχάσει ότι θα ανέβαινε, όπως - επίσης - ότι το είχα αφήσει πάνω στον καναπέ, είπα και του έδειξα το μέρος που ήταν το riding crop, δίπλα από εκεί που είχα καθίσει.
Εκείνος ετοίμαζε τα ποτά στη κουζίνα.
-Δεν θα καταλάβαινε, Αφέντρα, και να το έβλεπε, με καθησύχασε.
-Σωστό κι αυτό... Δεν ήταν το δικό σου μαστίγιο... Με εκείνο σίγουρα θα έπαιρνε στροφές... Και θα μας πέταγε έξω!, γέλασα.

Μετά, όμως, με έπιασε το παράπονο.
-Το δικό σου μαστίγιο, είναι πολύ ωραίο... Εμείς εδώ δεν έχουμε τόσο ωραία πράγματα.
-Εννοείτε εξοπλισμό;, ρώτησε καθώς καθόταν στα πόδια μου.
-Ναι. Οτιδήποτε... Εδώ έχουμε κάτι sex shops, που τα σιχαίνεται το μάτι σου. Δεν μπορείς να πιάσεις τίποτα, χωρίς χειρουργικό γάντι. Μοιάζουν όλα τόσο βρώμικα... Η δε αίσθηση που έχεις, είναι ότι μπαίνεις σε μία αποθήκη. Μία ατμόσφαιρα κλεισούρας... Στοιβαγμένα πράγματα, δεξιά-αριστερά, ανακατεμένα... Φρίκη... Όσο για τους υπαλλήλους... Είναι σαν καμμένοι... Κάθονται πίσω από έναν πάγκο - με ένα τασάκι πάνω του, που έχει πιάσει μάκα από τα σβησίματα - και νομίζεις πως μόλις τον έχουν παίξει. Έχουν ένα ύφος... λες και τους έπιασες στα πράσα... Λες και είναι κακό να υπάρχουν sex shops, λες κι εκείνοι κουβαλούν την αμαρτία...

Ο Χ άκουγε με προσοχή και κοιτούσε τα χείλια μου.
-Το δικό σας; Από που το πήρατε; Πως;
-Ω, το δικό μου ήταν μάλλον δώρο Θεού! Μία φίλη είχε γενέθλια και είπαμε να της πάρουμε ένα ομοίωμα, να το βάλουμε μες στην τούρτα. Όσο οι άλλες έψαχναν, εγώ είχα μείνει να κοιτάζω αυτό το μαστίγιο... Δεν μπορώ να σου περιγράψω τι συναισθήματα μου προκάλεσε... Πως βγήκα από 'κείνο το μπουρδέλο... Περπατούσα στα σύννεφα, λέμε!, ενθουσιάστηκα.
-Τι άλλο θα θέλατε;, με ρώτησε χαμογελώντας με συμπάθεια.
-Δεν ξέρω... Πως μπορώ να ξέρω... Είχε διάφορα... ωραία ήταν... αλλά φθηνιάρικα... Κακές κατασκευές... αντιαισθητικές..., είπα συννεφιασμένα. Ενώ το δικό σου... το δικό σου είναι ένα καλαίσθητο μαστίγιο, προσεγμένο... Σε εμπνέει να το κρατάς, να κάνεις πράγματα... Αλλά και να μη κάνεις... να το κοιτάς... να το κοιτάς..., στενοχωρήθηκα περισσότερο.

Ο Χ γονάτισε μπροστά μου και έκλεισε τα χέρια μου στα δικά του.
-Εγώ θα σας φέρω πράγματα, Αφέντρα... Ό,τι θέλετε... Ό,τι ζητήσετε...
-Μακάρι να γινόταν..., του είπα σκεπτική.
-Γιατί να μη γίνεται, Αφέντρα;, ρώτησε με αφέλεια.
-Γιατί με τα μέτρα που έχουν πάρει μετά τους Δίδυμους, δεν μπορείς να κουβαλήσεις ούτε νυχοκόπτη. Κι εσένα θα σε αφήσουν να περάσεις μαστίγια και χειροπέδες; Κι εγώ τι θα κάνω μετά; Θα έρχομαι να σου φέρνω τσιγάρα στη φυλακή, που θα σε βάλουν με άλλους υπόπτους της Al Qaeda; Ξέρω τι καπνίζεις. Τα αεροπλάνα φοβάμαι.
Γέλασε. Σηκώθηκε από τις φτέρνες του και στάθηκε με ίσιο τον κορμό.
-Θα σας φέρω τα πάντα. Και εσείς θα κρατάτε ό,τι θέλετε. Ό,τι σας αρέσει.
-Δηλαδή, πρέπει να επιλέξω ανάμεσα σε 'σένα και τα μαστίγια; Γιατί θα επιλέξω εσένα...
Γελούσε.
-Θα σας έκανε ευτυχισμένη αυτό;
-Ποιο; Να επιλέξω εσένα; Από έναν εξοπλισμό; Μάλλον.
-Να έχετε πράγματα, Αφέντρα... Όπως σας αρέσουν; Και εμένα..., συμπλήρωσε κοιτάζοντας τα χέρια μου.
-Πολύ..., του είπα λες και ονειρευόμουν. Πολύ, όμως..., υπερθεμάτισα βέβαιη.

Από το επόμενο ταξίδι του, ο Χ προβιβάστηκε σε dealer.
Τη βαλίτσα δεν την έφερνε ποτέ επάνω, όταν ερχόταν.
Μόνο ό,τι είχε φέρει για 'μένα. Λουλούδια, π.χ.
Έμενε στο αμάξι του και περίμενε το σύνθημα: "Τι μου έφερες;!"
Και τότε κατέβαινε και έφερνε και τα πράγματά του.

Αδειάζαμε το περιεχόμενο πάνω στη τραπεζαρία κι εγώ καθόμουν - γυμνή, χορτάτη, τυλιγμένη με τα σεντόνια και τα μαλλιά πιασμένα αδέξια πάνω - σαν τη μαθήτρια.
Ο Σημαδεμένος, στεκόταν όρθιος - από την άλλη πλευρά του τραπεζιού - και άρχιζε το μάθημα. Πως λέγεται το καθένα, τι κάνει, πως το κάνει, γιατί το κάνουν, ποιοι το αγοράζουν. Τα πάντα.
Καθόμουν ανήσυχη στη καρέκλα - πότε γονατιστή επάνω της - και μόνο που δεν χειροκροτούσα!
-Θα το πάρω!, του έλεγα με ύφος Εβραίου εμπόρου. Το αγοράζω! Πόσο έχει;!
Ο Προμηθευτής μου, γελούσε πάντα ευτυχισμένος.
-Είναι προσφορά του καταστήματος..., έλεγε πάντα, ντροπαλά.
-Ωραία... Ποιος είναι ο υπεύθυνος;, τον ρωτούσα.
-Εγώ..., έλεγε και κοκκίνιζε.
-Χμ... τότε θα πρέπει να σας ευχαριστήσω, με κάποιον τρόπο, του έλεγα με ύφος, φυσώντας τον καπνό στο πρόσωπό του. Αλλά θα με ενδιέφερε να το δοκίμαζα πρώτα το προϊόν σας... Προσφέρεστε, αγαπητέ;...
-Μάλιστα, Αφέντρα, απαντούσε σαν παντζάρι.
-Πολύ καλά!, του έλεγα ενθουσιασμένη. Πηγαίνετε στο άλλο δωμάτιο, να με περιμένετε! Θέλω να σκεφτώ με τι να ξεκινήσω!

Ο Superfly, έφερνε μετρημένες ποσότητες.
Αν ήταν να τον κατηγορήσουν για κάτι, να ήταν η κατοχή. Όχι η εμπορία.
Μία Παρασκευή, όμως, έφερε πολλά.
Μετά από ό,τι έγινε, του είπα να κοιμηθεί στον καναπέ.
-Σήμερα λέω να χαρώ λίγο τα παιχνίδια μου..., του είπα κάπως. Όπως δεν είχα ξαναμιλήσει σε άνδρα...
Υπάκουσε.

Έβαλα ό,τι είχε φέρει - έως τότε - στο κρεβάτι.
Τα σκόρπισα παντού, τρελαμένη από χαρά και ικανοποίηση.
Ξάπλωσα στη μέση του κρεβατιού και έμεινα πολλές ώρες, να τα κοιτάζω με ένα χαμόγελο-cinemascope, υπό το φως του πορτατίφ.
Κρατούσα το riding crop μου και έκανα αφηρημένα σχέδια ανάμεσά τους, πάνω στο στρώμα.

Σκεφτόμουν, πως μπορεί να αλλάξει η ζωή ενός ανθρώπου στα ξαφνικά, από το πουθενά...
Πόσο σημαντικός ήταν ο άνθρωπος που κοιμόταν αμέριμνος στον καναπέ, για 'μένα...
Όχι γι' αυτά που έφερνε. Αλλά γι' αυτά που μου έβγαζε...
Και για την αποφασιστικότητά του, να εξηγεί και να απολογείται, σε όποιον άγνωστο του έκανε έλεγχο στα αεροδρόμια...
Και όλα αυτά, για 'μένα...

Σηκώθηκα από το κρεβάτι και πήγα να σταθώ μπροστά στον καναπέ.
Εκείνος κοιμόταν βαθειά. Στα σκοτεινά.
Ήταν ταλαιπωρημένος, είχε πέσει και στα χέρια μου...
Έβγαλα ό,τι φορούσα και σήκωσα το πάπλωμά του.
Ξύπνησε, αργά, με κοίταξε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια και χαμογέλασε, μισοκοιμισμένος.
Ξάπλωσα στην άκρη του καναπέ κι εκείνος προσπαθούσε να κάνει χώρο, κολλώντας την πλάτη του στη ράχη.
Με σκέπασε με το πάπλωμα και με αγκάλιασε. Τον αγκάλιασα κι εγώ.

-Κοιμήθηκες και δεν πρόλαβα να σου πω κάτι, του ψιθύρισα.
-Τι, Αφέντρα;, ρώτησε στον ίδιο τόνο.
-Ότι σ' ευχαριστώ.
Κοίταξε τα χείλη μου. Χαμογέλασε συνεσταλμένα.
-Εγώ σας ευχαριστώ, Αφέντρα..., είπε με βραχνή φωνή.
-Επίσης, δεν σου έχω πει ότι έχω ένα θέμα με τους αγουροξυπνημένους άνδρες... Σου το έχω πει;...
Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά, αργά, χαμογελώντας πλατιά.
-Ναι... Δεν σου έχω πει τι διαστροφική γκόμενα είμαι, ε;... Στρατηγική... Μη νομίζεις... Για να μη τη κάνεις...
Γελούσε. Αθώα.
-Και όχι μόνο με τους αγουροξυπνημένους άνδρες... με τους γυμνούς αγουροξυπνημένους άνδρες, γίνομαι χειρότερα...
Το γέλιο έφευγε κι ερχόταν στα χείλη του, αναποφάσιστα.
-Με τους αγουροξυπνημένους άνδρες, που είναι γυμνοί και με τέλεια στύση...
Έφυγε το γέλιο. Με έσφιξε στην αγκαλιά του.
-Ξέρεις τι κάνω σε αυτούς..., του είπα μισοκλείνοντας τα μάτια.
-Ξέρω, Αφέντρα.

Κάναμε sex, όπως ήμασταν, αργά, προσπαθώντας να αρθρώσουμε προτάσεις ανάμεσα από τα φιλιά που μας μούδιαζαν το στόμα.
Του έλεγα "ευχαριστώ" κι εκείνος παρέτεινε την ευχαρίστησή μου.
Μου μιλούσε, όπως πάντα.
Με κρατούσε, όπως πάντα.

Εγώ, όμως, είχα αρχίσει να αλλάζω.