17.1.10

The Queen Of Spades

Όπως κάθε γυναίκα, έτσι κι εγώ, ακούμε διάφορα κατά καιρούς.
Πόσο όμορφες είμαστε, πόσο ωραία είναι τα μάτια μας, τα βυζιά μας.
Ο καθένας ό,τι βρίσκει καλό, ή έστω, αρεστό σε εκείνον, μας το λέει.

Ο άνδρας βλέπει μία εικόνα.
Μέχρι εκεί.
Οπότε, όλες γινόμαστε φιγούρες.
Τίποτε περισσότερο.

Η τόσο βαθυστόχαστη φύση του ανδρός, μας αφήνει όλες άναυδες.
Η τάση του να τον ενδιαφέρει μόνον το θέατρο των σκιών, μας δένει κόμπο τις σάλπιγγες.
Το ατελείωτο κοτσανολόγιό του, κάνει τις ωοθήκες μας να σφυρίζουν και να τον θέλουμε παράφορα.
Η εμμονή του στην επιφάνεια, μας κάνει όλες να σκεφτόμαστε την πρέζα.
Γιατί μόνον έτσι τα ξεπερνάς αυτά...

Κι εκεί που ετοιμάζεσαι για σύριγγες και κουταλάκια, λες σε έναν φίλο σου "Δεν πάμε καμμία βόλτα με το αυτοκίνητο; Θέλω να φύγω από 'δω μέσα. Μπορείς να έρθεις να με πάρεις; Να πάμε οπουδήποτε;"

Και έρχεται αυτός ο καλός άνθρωπος, σε βάζει στο αυτοκίνητό του, ξέρει τι έχεις, γνωρίζει τι ακούν οι γυναίκες από τους άνδρες που θέλουν να γαμήσουν και σε γυρίζει στους δρόμους της Αθήνας.

Κάπου, σε κάποιο πολύ δυτικό προάστειο, παραλιακά, σταματάτε για να περπατήσετε. Ο καλός αυτός άνθρωπος, ξέρει ότι λατρεύεις τον αέρα. Ότι σου δίνει ενέργεια, σε αναζωογονεί, σου φτιάχνει τη διάθεση. Κι εκείνο το βράδυ, τα μποφώρ έτρεχαν με μεγάλες ταχύτητες, με κατεύθυνση εσένα.

Βλέπεις ένα μικρό καφενείο, με κίτρινους τοίχους από την νικοτίνη, και άνδρες να παίζουν τάβλι και χαρτιά. Του λες, ενθουσιασμένη, να πιείτε έναν ελληνικό καφέ, σε εκείνα τα μικρά λευκά φλυτζανάκια της γιαγιάς, και κρύο νερό σε εκείνα τα χιλιοχαρακωμένα ποτήρια.
-Πάμε στους άνδρες;, τον ρωτάς, δείχνοντάς του το καφενείο.
-Και δεν πάμε;, δεν σου χαλάει χατήρι, γελώντας.
Ξέρει ότι δεν σου αρέσει ο καφές.
Ξέρει ότι θέλεις να πας για τους άνδρες.
Τους άλλους άνδρες. Που μιλούν άλλη γλώσσα.

Εσύ είσαι ντυμένη, χτενισμένη, βαμμένη στην τρίχα. Φαίνεται ότι από κάπου το έχεις σκάσει.
Μπαίνεις μέσα σε εκείνο το καφενείο και για μερικά δευτερόλεπτα, απολαμβάνεις εκείνη την μικρή παύση των πάντων, όταν όλοι σε κοιτάζουν σαν να σε έφερε διαστημόπλοιο.
Βλέποντάς σε να συνοδεύεσαι, γυρίζουν όλοι πίσω σε αυτό που έκαναν πριν.

Κάθεσαι, ο καφές έρχεται, παίρνεις ένα από τα τσιγάρα σου κι όταν ο φίλος σου πάει να βγάλει τον αναπτήρα, του κρατάς το χέρι και του λες "Άσε εμένα να βρω φωτιά".
Έχεις σποτάρει τον άνθρωπο που θα την ζητήσεις.
Κάθεται μόνος του και πίνει ουίσκι. Σκέτο.
Τον πλησιάζεις κι εκείνος κινείται λίγο νευρικά στη θέση του. Αμήχανα.
Είναι σαν να τον ακούς να λέει "Μην έρθεις απο ΄δω... Όχι σε 'μένα..."
Πεθαίνεις γι' αυτές τις στιγμές...

Τον έχεις εγκλωβίσει στη θέση του.
Δεν μπορεί να κάνει τίποτα.
Μόνο να υποταχθεί στο αναπόφευκτο.

Σου ανάβει το τσιγάρο και βλέπεις το χέρι του να τρέμει ελαφρά.
Δεν κάθεσαι. Αυτό τον γεμίζει περισσότερη νευρικότητα.
Σου αρέσει. Αυτό σου αρέσει.

Αποφασίζεις να τον φέρεις στα ίσα του και φωνάζεις τον φίλο σου.
Γίνεστε μία παρέα και εσύ απολαμβάνεις, πραγματικά, τα αντρίκια λόγια.
Ακατέργαστα, σταράτα, με μπέσα.
Γελάς με τις εκφράσεις που δεν ακούς συχνά και αφήνεις τους δυο τους να μιλάνε.
Εσύ λες λίγα. Θέλεις μόνο να ακούς.

Όταν έρχεται η ώρα να φύγετε, ο φίλος σου λέει να φέρει το αυτοκίνητο απ' έξω.
Συμφωνείς και μαζεύεις τα πράγματά σου, για να είσαι έτοιμη όταν θα ακούσεις να σου κορνάρει.
Λίγο πριν σβήσεις το τελευταίο τσιγάρο, ο άνδρας που κάθεται απέναντί σου, μαζεύει τις δυνάμεις του.
-Εγώ, κοπέλα μου, από το λίγο που σε ξέρω, μπορώ να σου πω ένα πράγμα. Εσύ δεν είσαι σαν τις άλλες. Εσύ από τη ζωή σου, θέλεις άλλα πράγματα. Μπορείς να κάνεις μεγάλες ζημιές. Δεν είσαι γυναίκα εσύ. Είσαι ντάμα σπαθί.
-Μπορώ να έρχομαι, καμμιά φορά, να μου το λέτε;
-Να έρχεσαι όποτε θέλεις, κοπέλα μου. Εδώ θα είμαι εγώ. Δεν σ' το έχουν πει ποτέ αυτό;
-Ποτέ.
-Να έρχεσαι να σ' το λέω, τότε, όποτε θέλεις.
-Παίζετε χαρτιά;
-Παίζω.
-Όταν θα βλέπετε αυτό το φύλλο, θα με θυμάστε; Θα με σκέφτεστε;
-Ναι.

Φεύγεις φτιαγμένη.
Δεν χρειάζεσαι ούτε την σύριγγα, ούτε τα κουταλάκια.
Αυτή είναι η πρέζα η δική σου.
Και την έχουν ελάχιστοι.

Εκείνος ο άγνωστος δεν ασχολήθηκε με τα βυζιά και τον κώλο μου.
Δεν τον παραπλάνησε το μακιγιάζ μου.
Δεν του άρεσε ο καραγκιόζης.

Αν με ρωτούσε κάποιος, πως θα ήθελα να με σκέφτονται ή να με θυμούνται όσοι με γνωρίζουν, όσοι μπορεί να μη θυμούνται ή να μη ξέρουν καν το όνομά μου, θα ήταν αυτό που είπε εκείνος ο άγνωστος, εκείνο το βράδυ, σε εκείνο το καφενείο.

Ντάμα σπαθί.