8.1.10

The X Files

Ο Χ ήταν μοναχοπαίδι.
Ήταν από μικρός κλειστός χαρακτήρας και ο καλύτερός του φίλος ήταν ο Α, επίσης μοναχοπαίδι.
Με τον Α ήταν συμμαθητές από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού.
Όταν συνέβη κάτι καθοριστικό στη ζωή του, η οικογένεια του Χ ήταν, σχεδόν, η οικογένειά του και έκτοτε ο Χ σαν αδερφός.
Γυμνάσιο πήγαν σε μία άλλη περιοχή κι εκεί γνωρίστηκαν με τον Β και τον Γ, που έκαναν ήδη παρέα.
Κόλλησαν και ήταν σχεδόν αχώριστοι αλλά όχι στον βαθμό που ήταν μεταξύ τους.
Και οι δύο είχαν ένα απωθημένο: ήθελαν να είχαν αδέρφια. Και, συγκεκριμένα, αδερφές. Όσες περισσότερες γινόταν και μικρότερες, για να τις φροντίζουν.

Όσο στενή κι αν ήταν η σχέση τους, ο Χ δεν είχε μιλήσει ποτέ ανοικτά για τις προτιμήσεις του στις γυναίκες. Ο Α, όμως, καταλάβαινε.
Όταν ήρθε η Βδέλλα στη ζωή του, ο Α δεν την είδε με καλό μάτι. Αλλά δεν μίλησε ποτέ ανοικτά γι΄αυτό. Ο Χ, όμως, καταλάβαινε.

Η Βδέλλα ήταν ικανοποιημένη με αυτή τη σχέση, ασχέτως εάν ο Χ της είχε πει αρκετές φορές, ότι δεν τον κρατούν και πολλά μαζί της και ότι ίσως θα ήταν καλύτερα να διακόψουν, μια και τους χώριζε και η απόσταση. Η Βδέλλα, όμως, ήταν βδέλλα. Πήγαινε εκείνη να τον βρει εκεί που ήταν.
Sex δεν υπήρχε. Η συχνότητα περιορίζονταν σε 2-3 φορές τον χρόνο και πάντα με δική της πρωτοβουλία. Δεν την ενοχλούσε.
Αυτό που έκαναν, ήταν να βγαίνουν μαζί, όποτε ο Χ ερχόταν στην Ελλάδα.

Ο Χ έκανε μία ήσυχη ζωή στην Α.
Ο Α τον επισκέπτονταν στα διαστήματα που δεν μπορούσε εκείνος να έρθει αλλά κατά τα άλλα, ο Χ ήταν μοναχικός και σπιτόγατος. Τα ενδιαφέροντά του, ήταν η μελέτη και η προοπτική του να μείνει στην Α για να εργαστεί ως μόνιμος. Εκείνη την εποχή ήταν συμβασιούχος, σε δοκιμαστική περίοδο σε μία εταιρεία. Και τα πήγαινε πολύ καλά.

Ο Χ λάτρευε τις γυναίκες.
Σε όσες κατά καιρούς είχε δείξει - εν μέρει - τον πραγματικό του εαυτό, ήταν ευχαριστημένες στην αρχή, βαριόταν, όμως, κατά τη διάρκεια. Τον ήθελαν πλέον αλλιώς. Όπως είχαν συνηθίσει και τους άλλους.
Και ο Χ απογοητεύονταν. Είχε πάρει σχεδόν απόφαση ότι δεν μπορούσε να βρει αυτό που ζητούσε και έμενε στην Βδέλλα. Η Βδέλλα είχε ένα πράγμα που τον κρατούσε και του άρεσε: τη δυναμική, το πείσμα τού να μην τον αφήνει να φύγει. Αυτό του φαινόταν Κυριαρχικό. Γνώριζε το βεληνεκές και το βάρος αυτού αλλά ήταν το μόνο που είχε.

Όταν ο Χ έφυγε εκείνη την Κυριακή, δεν ξαναήρθε το Πάσχα που ακολουθούσε.
Αλλά το βράδυ της επόμενης Παρασκευής.
Στο διάστημα που μεσολάβησε, μου έστελνε απλά, τυπικά sms, τα οποία τα χαρακτήριζε η ευγένεια και η εκτίμηση.
Ήταν η πρώτη φορά, που γνώριζα έναν άνδρα, ο οποίος δεν με τρέλαινε στα μηνύματα, δεν μου ζάλιζε τον έρωτα με γλοιώδεις εκφράσεις ανείπωτης αγάπης, δεν με έπρηζε με γελοίες δηλώσεις για το μέλλον μας και δεν με κούραζε επαναλαμβάνοντας τον εαυτό του.

Εκείνη την Παρασκευή, συναντηθήκαμε στο γνωστό σημείο.
Τα τσιγάρα μου και μία 6αδα Coca Cola με περίμεναν στο ταμπλώ μπροστά του και μπροστά στη δική μου θέση, το σακάκι του διπλωμένο στα 4.
Ξεκινήσαμε να μιλάμε. Πέρασαν ώρες. Ξαφνικά, ανοίγοντας ένα μεγάλο θέμα, είπε αυθόρμητα.
-Θέλετε να πάμε σε ένα ξενοδοχείο;!
-Ναι. Νομίζω ότι θα ήταν το καλύτερο.
Έβαλε αμέσως μπροστά τη μηχανή και όταν σταμάτησε στο πρώτο φανάρι, του ήρθε το flash.
-Δεν εννοούσα ότι... δηλαδή... όχι να πάμε στο ξεν..., άρχισε να λέει ταραγμένος.
-Ξέρω τι εννοούσατε, του είπα απλά. Τον κοίταξα. Χαμογέλασε δειλά.

Το πρώτο μας ξενοδοχείο, μοιραία, ήταν στην παραλιακή.
Κατόπιν, επισκεφθήκαμε σχεδόν όλα τα ξενοδοχεία του κέντρου.
Ομόνοια, Σύνταγμα, Λυκαβηττός, Πεδίο του Άρεως, Βασ. Σοφίας, Μιχαλακοπούλου.

Ο Χ - παρ' όλες τις αντιρρήσεις μου - ερχόταν κάθε βδομάδα.
Είχε κάνει Ελλάδα-Α, Κολιάτσου-Παγκράτι.
Μέχρι το Πάσχα - που υποτίθεται πως θα έρχονταν, κανονικά - είχαμε μιλήσει τόσο, όσο δεν πρέπει να είχαμε μιλήσει σε όλη μας τη ζωή.
Και ο άτυπος Μαραθώνιος, είχε ξεκινήσει από εκείνη την Παρασκευή.

Μπήκαμε σχεδόν τρέχοντας στο ξενοδοχείο, σαν να βιαζόμασταν μη κλείσει.
Ο Χ έδωσε ταυτότητες και τα σχετικά, λες και τον καταδίωκαν.
Μπήκαμε στο δωμάτιο, ανοίξαμε την τηλεόραση για να μην ακουγόταν η συζήτησή μας, άνοιξα το mini bar και το άδειασα σχεδόν όλο στο κρεβάτι, εκείνος κάλεσε την
réception για να μας φέρουν πάγο, εγώ κάθησα οκλαδόν στο κρεβάτι, εκείνος οκλαδόν δίπλα μου.
Αλλά στο πάτωμα.

Μπορούσαμε να ξεκινήσουμε από την αρχή.
Ο Χ μου περιέγραψε τη ζωή του, με λεπτομέρειες. Ανοικτά.
Δεν ρώτησε, όμως, τίποτα για τη δική μου.
Ήταν η πρώτη φορά, που ένας άνδρας δεν με ρωτούσε για την προσωπική μου ζωή.
Ήταν η πρώτη φορά, που δεν ένοιωθα έναν άνδρα να προσπαθεί να με παραβιάσει.
Και ήταν η πρώτη φορά, που άρχισα να μιλάω κι εγώ. Ανοικτά.

Σε κάθε μας συνάντηση, βυθιζόμασταν βαθύτερα στις λεπτομέρειες, με αποτέλεσμα από κάποιο σημείο και ύστερα, το κλίμα να βαραίνει.
Σταματούσαμε για ολόκληρα 5λεπτα-10λεπτα.

Εγώ ξαπλωμένη, ο Χ με τα χέρια επάνω στο κρεβάτι να υποστηρίζουν το κεφάλι του.

Προσπαθούσαμε να αφομοιώσουμε ό,τι έλεγε ο ένας.
Γιατί ο άλλος, πίστευε το ίδιο ακριβώς...

Κι έτσι, πολλές φορές, μας έπαιρνε ο ύπνος.
Όταν ξυπνούσαμε, συνεχίζαμε, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Πίναμε, καπνίζαμε, μιλούσαμε.
Και μας ξαναέπαιρνε ο ύπνος.

Ήταν η πρώτη φορά, που αισθανόμουν άνετα με έναν άνδρα.
Δεν μισάνοιξα ούτε μία φορά το μάτι μου να δω τι κάνει.
Τα χέρια του δεν κινήθηκαν ποτέ προς το μέρος μου.
Δεν προσπάθησε να κάνει κάτι για να με πλησιάσει.
Δεν άφησε ποτέ κάποιο πονηρό υπονοούμενο.
Ήταν απίστευτα διακριτικός.
Και σεβόταν αυτό που ονειρευόμουν πάντα να σέβεται ένας άνδρας σε μένα: τις σιωπές μου.
Δεν είχα ξαναζήσει τέτοια ελευθερία με άνδρα...
Σε κάθε μας συνάντηση.

Τα ξενοδοχεία ήταν η μεγάλη μας χαρά.
Ο Χ είχε καταλάβει ότι τα μισούσα αλλά δεν γινόταν διαφορετικά.
Μέναμε και οι δύο με τους γονείς μας.
Δεν μπορούσαμε να έχουμε την ιδιωτικότητα που θέλαμε.

Και αυτό, πολύ σύντομα, θα άλλαζε.