18.1.10

My sub, My Space

Καθώς περνούσαν οι μέρες, ηρεμούσα.
Τις νύχτες, όμως, πονούσα. Στην κυριολεξία.

Ξυπνούσα μέσα στα μεσάνυχτα, με απίστευτους πόνους στα πόδια - κυρίως στις γάμπες - από τις κράμπες.
Δεν είχα ξανανοιώσει τέτοιον πόνο...
Μου κόβονταν η αναπνοή.
Ούρλιαζα στο μαξιλάρι, για να μην ξυπνήσει κανείς.
Και ήταν απλό. Πλήρωνα τις ατελείωτες ώρες περπατήματος...

Ο Χ δεν έπαιρνε τηλέφωνο και δεν έστελνε μηνύματα, εκτός από μία "καλημέρα" και μία "καληνύχτα".
Υπέθεσα πως είχε καταλάβει ότι θέλω χρόνο για να διαχειριστώ όλο αυτό.

Την Πέμπτη, το πρωί, τηλεφώνησαν από μία εταιρεία courier και ζήτησαν να τους πω που μπορούν να μου παραδώσουν ένα δέμα.
Υπέθεσα πως είχε να κάνει με τη δουλειά, συμβαίνει συχνά.
Το δέμα ήταν τρεις κασέτες...

Έψαξα να βρω που είχα θάψει το παλιό μου walkman και έβαλα να ακούσω την πρώτη.
Η φωνή του Χ αφηγείτο τι έκανε...
Ότι μόλις είχε ξυπνήσει, ότι ήταν Δευτέρα, ότι κάνει μπάνιο, ότι τώρα θα ξυριζόταν, ότι βγαίνει για να πάρει το μετρό... ... ...
Από μέσα ακούγονταν, κουρτίνες να τραβιούνται, νερό να τρέχει, ένα ξυραφάκι να χτυπάει σε νιπτήρα, αυτοκίνητα, συρμοί... ... ...

Κάθισα στο πάτωμα, σε κατάσταση σοκ...
Σε όλες τις κασέτες, υπήρχε η καθημερινότητα του Χ.
Τι σκέφτονταν να κάνει, τι έκανε, την άποψή του για άλλους, την άποψή του για εμάς.
Τα πάντα.
Το κασετόφωνο άνοιγε κι έκλεινε, κάθε φορά που έκανε - ή ετοιμαζόταν να κάνει - κάτι διαφορετικό.

Δεν υπήρχε αυτό που ζούσα...
Υπήρχε;

Την Παρασκευή το βράδυ, ο Χ ήταν πάλι Αθήνα.
Όταν ήρθε να με πάρει, καταλάβαινα ότι κάτι είχε.
Ήταν, συγκρατημένα, ενθουσιώδης.
Άφησα το θέμα με τις κασέτες και πριν τον ρωτήσω αν συνέβαινε κάτι, παρατήρησα ότι δεν κατευθυνόμασταν στο κέντρο.
-Που πάμε;
-Κάπου που νομίζω θα σας αρέσει πολύ, Αφέντρα.

Ok... 2 τα κρατούμενα...

Σταμάτησε σε μία περιοχή που δεν είχε τύχει να πάω ποτέ.
Κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο, χτύπησε ένα κουδούνι και ανεβήκαμε στον τελευταίο όροφο.
-Θα ξαναρωτήσω που πάμε..., του υπενθύμισα.
-Εσείς θα επιλέξετε αν θα μείνουμε και πως θα το αποκαλείτε, είπε με μυστικοπάθεια.
Τον κοίταξα. Η χαρά του δεν περιγράφονταν...
Σκέφτηκα να μη του το χαλάσω. Θα τον έβριζα μετά.

Έξω από το διαμέρισμα, περίμενε μία κυρία με νυχτικό και ρόμπα, που μόλις είδε τον Χ, είπε "Εσείς είστε; Τι κάνετε;" και έδωσαν τα χέρια.
Η κυρία ξεκλείδωσε την πόρτα, άναψε το φως και άρχισε την ξενάγηση...
-Αυτό είναι. Ό,τι πρέπει για εσάς. Είναι πλήρως ανακαινισμένο, όπως σας είπα και στο τηλέφωνο. Το ετοιμάσαμε για την κόρη αλλά ο γαμπρός μας έχει μεγαλύτερο σπίτι και κοντά στη δουλειά τους, οπότε...

Κοίταξε τον Χ, που κοίταζε εμένα, που κοιτούσα τους τοίχους σαν χαμένη.
Βρήκε μία δικαιολογία.
-Να σας αφήσω για λίγο, γιατί ετοίμαζα του συζύγου να φάει; Πείτε τα εσείς. Όσο θέλετε. Και όταν αποφασίσετε, χτυπήστε μου για το κλειδί.

Άφησα την τσάντα μου στο πάσο της κουζίνας.
Ξεκίνησα να περιεργάζομαι τον χώρο, αμίλητη.
Ούτε ο Χ είπε κουβέντα.
Το μόνο που ακούγονταν, ήταν τα τακούνια μου στο πλακάκι.

Το διαμέρισμα ήταν πολύ ζεστό.
Ανοίγοντας την πόρτα του, μπροστά σου ακριβώς ήταν τοίχος.
Αμέσως δεξιά, πίσω από την ανοικτή πόρτα, η τουαλέτα.
Αριστερά του τοίχου, μπροστά, ήταν η κουζίνα σε σχήμα Πι.
Δεξιά στον τοίχο, η θέση του ψυγείου, της κουζίνας και ο πάγκος παρασκευής.
Απέναντι, ένας διπλός νεροχύτης με παράθυρο από πάνω.
Αριστερά, το πάσο.
Μετά το πάσο, ξεκινούσε το σαλόνι.
Αριστερά από την πόρτα της εισόδου, μεσολαβούσε ένας μικρός τοίχος - πίσω του ήταν η ντουλάπα - και ακριβώς δίπλα, η πόρτα της κρεβατοκάμαρας.
Κρεβατοκάμαρα και σαλόνι, είχαν από μία μπαλκονόπορτα που έβγαζαν στη βεράντα.
Όσο ήταν το σπίτι, άλλη τόση ήταν η βεράντα.

Στάθηκα μπροστά στον Χ.
-Λοιπόν;
Μου απάντησε χωρίς ανάσα.
-Σκέφτηκα ότι δεν σας αρέσουν τα ξενοδοχεία τα σιχαίνεστε τα μισείτε και ότι θα θέλατε να έχουμε έναν χώρο για να είμαστε μόνοι και να μην χτυπάει η αφύπνιση στις 12 για να αφήσουμε το δωμάτιο και να μην σας νευριάζει αυτό και να έχουμε τα δικά μας ποτά και τα δικά μας πράγματα και να μην είστε με μία βαλίτσα στο χέρι όποτε έρχομαι το ξέρω θα σας κουράσει δεν το θέλω αυτό το κλειδί θα το έχετε εσείς δεν έχω αποφασίσει τίποτα εγώ σκέφτηκα ότι θα σας άρεσε να έχετε τον χώρο σας αύριο μπορούμε να πάρουμε ό,τι χρειάζεται το διαμέρισμα είναι μικρό και ωραίο αν σας αρέσει κι εσάς να το πάρουμε να το κλείσουμε αν θέλετε να δούμε κι άλλα αυτό μπόρεσε να βρει ο μεσίτης και είπε ότι είναι πολύ περιποιημένο αν συμφωνείτε κι εσείς...

-... μόνο αυτά τα λίγα, σκέφτηκες...;, τον ρώτησα με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος.
-Μάλιστα... και κάτι άλλο...
-Ω... έχει και κάτι άλλο... μάλιστα... το οποίο είναι...;
-Ότι θα έχουμε χρόνο να σας πηγαίνω βόλτες με το αυτοκίνητο... αυτό σκέφτηκα...
Χαμογέλασα ξαφνιασμένη.
-Τι θα έχουμε...;, έγειρα το κεφάλι κοιτάζοντάς τον.
Ο Χ κοίταξε τα πλακάκια.
-Θα έχουμε χρόνο... για να σας πηγαίνω βόλτες με το αυτοκίνητο...

Βγήκα στη βεράντα.
Στο απέναντι ρετιρέ, μία οικογένεια έστρωνε τραπέζι και είχε καλεσμένους.
Γελούσαν ετοιμάζοντάς το, τα παιδιά τους έπαιζαν.
Χαμογέλασα. Η βραδυά ήταν γλυκιά, έρχονταν η άνοιξη.
Βγήκε κι εκείνος.
-Σβήσε το φως.
Ο Χ έτρεξε να το σβήσει και γύρισε σε μένα.

-Τι άλλο σκέφτηκες;
-Ότι δεν θα μπορούσατε να με πάρετε στα σοβαρά... ότι θα με βλέπατε σαν ξένο... σαν κάποιον που έρχεται για διακοπές... δεν μπορώ να σας προσφέρω τίποτα μέσα στα ξενοδοχεία... μετά από αυτό που συνέβη... δεν θέλω να πηγαίνουμε στα ξενοδοχεία... θέλω να έχετε τον χώρο σας... να κάνετε ό,τι θέλετε... να κάνω ό,τι θέλετε... αυτά σκέφτηκα... σκέφτηκα τον εαυτό μου, Αφέντρα...;
-Όταν έστελνες τις κασέτες;
Παύση.
Γύρισα να τον κοιτάξω. Μέσα στο μισοσκόταδο, με κοιτούσε θλιμμένος. Δεν μιλούσε.
-Όταν έστελνες τις κασέτες;, επανέλαβα χαμηλώνοντας τη φωνή.
-Θέλω να ξέρετε τα πάντα για μένα... θέλω να είστε εκεί... να είναι σαν να είστε εκεί... κι αν κάνω κάτι λάθος, να μου το πείτε... πάλι σκέφτηκα τον εαυτό μου, Αφέντρα...;

Τον προσπέρασα και μπήκα στο διαμέρισμα.
Άναψα το φως και πήρα την τσάντα μου.
-Πήγαινέ με στο σπίτι. Θέλω να κανονίσω τι θα γίνει. Αύριο στις 7.30 το πρωί να είσαι απ' έξω.
Μπήκε τρέχοντας στο σαλόνι και έβαλε τα χέρια με τις παλάμες ανοικτές στο πάσο, λες και βρήκε τα τούβλα για να συγκρατηθεί.
-Αλήθεια, Αφέντρα;! Θα το νοικιάσουμε;!, έκανε σαν παιδί.
-Ναι. Μπορείς να χαρείς όσο θέλεις απόψε. Γιατί από αύριο...
-Γιατί από αύριο;! Τι από αύριο;!, κρεμάστηκε από τα χείλη μου.
-Γιατί από αύριο θα δεις τους λογαριασμούς σου να μειώνονται δραματικά. Θα πάμε για ψώνια. Για το σπίτι. Ό,τι θέλω να κάνω; Ό,τι θέλω θα κάνω, λοιπόν.

Ήρθε κοντά μου και με αγκάλιασε από τη μέση, τραβώντας με δυνατά επάνω του.
-Αφέντρα! Θα κάνετε ό,τι θέλετε! Αυτό θα είναι το δικό σας σπίτι! Θα είναι το βασίλειό σας!
-Χμ... κάποιος σκέφτεται πάλι τον εαυτό του..., τον έσπρωξα από πάνω μου και άνοιξα την πόρτα για να βγω. Εσύ θα μείνεις κι άλλο;, τον ρώτησα καλώντας το ασανσέρ.

Ο Χ ήταν μες στην τρελή χαρά.
Πως δεν έπιασε την ιδιοκτήτρια να την σηκώσει στον αέρα να τη φιλήσει, όταν της ανακοίνωσε ότι θα το νοικιάσουμε, δεν ξέρω.
Τα χέρια του έτρεμαν από τον ενθουσιασμό, καθώς της έδινε χρήματα. Μπέρδευε τα λόγια του. Εκείνη του έλεγε ότι φτάνουν, εκείνος της έλεγε "δεν πειράζει, αύριο θα πάρουμε πράγματα!"
Το ζευγάρι χαμογελούσε συνωμοτικά.
-Σε αγαπάει, κορίτσι μου, ε;, με ρώτησε ο σύζυγός της.
-Ω... Δεν σας είπε ότι τον χτυπάω...;, τον ρώτησα αθώα.
Το ζευγάρι έσκασε στα γέλια.

Το αστείο ήταν ότι γελούσε και ο Χ. Και σε όλη τη διαδρομή, φεύγοντας.
Μέχρι να με αφήσει στο σπίτι μου, έκανε σχέδια. Τρελά σχέδια.
Εγώ το μόνο που έκανα, ήταν να καπνίζω αμίλητη, χαμογελώντας.

Τα γέλια θα κόβονταν μέσα σε λίγες ώρες.