27.1.10

You Gotta Love Her

Οι Δ/δύο Γ/γυναίκες επέστρεφαν στο δωμάτιο Της Domme.
Τώρα γνώριζαν τι συμβαίνει...

Απ' έξω από το δωμάτιο, κόσμος είχε μαζευτεί.
Ψιθύριζαν μεταξύ τους αναστατωμένοι, βλέποντας και δείχνοντας το παιδί.
Μόλις αντιλήφθηκαν ότι έρχονταν οι Γ/γυναίκες, σκόρπισαν στους διαδρόμους, τρέχοντας.

Το κοριτσάκι έπαιζε με τη φωτιά, γελώντας.
Μικρές φλογίτσες άναβαν στα δακτυλάκια της για λίγο. Κρέμονταν από αυτά και έσταζαν πάλι μέσα στη φωτιά. Άλλες, επίσης, αγκάλιαζαν τα ποδαράκια της και επέστρεφαν σαν σερπαντίνες στο τζάκι. Μικρές σπίθες ξεπηδούσαν από τις μικρές της χούφτες και όταν άνοιγε τα χεράκια της, γέμιζαν τα μαλλιά της από αυτές.

Στάθηκαν για λίγο και το κοιτούσαν, χαμογελώντας.
-Έλα εδώ, παιδί Μου, είπε γλυκά η Domme και κάθισαν Ό/όλες μαζί στον καναπέ. Που έμαθες εσύ να παίζεις με τη φωτιά; Τα μικρά παιδιά δεν παίζουν με φωτιές... έτσι δεν είναι;...
-Όχι όλα τα παιδιά, Την κοίταξε το κοριτσάκι. Εγώ μπορώ. Ο Χ μου το είπε.
Κοιτάχτηκαν μεταξύ Τ/τους.
-Που τον ξέρεις εσύ τον Χ;..., ρώτησε η Γυναίκα.
-Εκείνος με ξύπνησε, σήκωσε τους ώμους το παιδί.
-Και τι σου είπε;..., συνέχισε η Γυναίκα.
-Ότι είμαι η αγαπημένη του, απάντησε με βεβαιότητα εκείνο.
-Τι είσαι;..., ρώτησε η Domme, ανασηκώνοντας το φρύδι.
-Η αγαπημένη του, είπε καθώς έστριβε στα δακτυλάκια της το ροζ φορεματάκι. Μου είπε να ξυπνήσω και να κάνω ό,τι θέλω, είπε και ανασήκωσε το κεφαλάκι της. Και όποτε θέλω, να πηγαίνω να παίζω μαζί του!, ύψωσε λίγο τη φωνή της.

Οι Γ/γυναίκες δεν μιλούσαν.
Κοιτούσαν τη μικρή με τα ροζ και δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια Τ/τους.
Ούτε στα αυτιά Τ/τους.

-Ε/εμείς θα πάμε να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε με το δωμάτιό σου, είπε και σηκώθηκε η Domme.
-Δεν πηγαίνω εγώ σε εκείνο το δωμάτιο!, είπε με θράσσος το παιδί.
-Και τι θα κάνεις;..., το ρώτησε η Γυναίκα.
-Θα μείνω εδώ! Μαζί Σ/σας! Εγώ δεν θέλω να φύγω! Εδώ είναι η φωτιά!, συμπλήρωσε με νάζι.
-Πολύ καλά..., είπε η Domme απηυδισμένη. Εγώ θα πάω για τη siesta Μου. Μέχρι να επιστρέψω, να είσαι φρόνιμη και να μη φύγεις από αυτό το δωμάτιο. Είμαι σαφής;
-Μάλιστα, Κυρία, είπε το κοριτσάκι και έκανε μία μικρή υπόκλιση, πιάνοντας τις άκρες από το φορεματάκι της, καθώς αναπήδησε από τον καναπέ.

Η Γυναίκα ακολούθησε Την Domme στο δωμάτιό Της.
-Τι θα κάνουμε, Κυρία;..., αναρωτήθηκε.
-Δεν ξέρω! Αυτό είναι άλλο! Είπαμε. Να μας το κάψει, να μας πνίξει. Όχι να μας φορτώσει και παιδιά! Αυτό πάει πολύ! Και ροζ;! Ροζ;! Το σιχαίνομαι, διάολε, το ροζ! Πρέπει να λάβω τα μέτρα Μου με τον Χ!
Βημάτιζε νευριασμένη.
-Εν πάση περιπτώσει! Πήγαινε κι εσύ να ξαπλώσεις και θα το συζητήσουμε μετά! Τώρα έχω νεύρα! Πολλά νεύρα!

Ξάπλωσε και έκλεισε τα μάτια Της.
Τι αναστάτωση κι αυτή..., σκέφτηκε. Μα ένα παιδί! Παιδί! Πως υπήρχε ένα παιδί εκεί μέσα; Πως δεν το είδαν ποτέ; Πως δεν ακούστηκε ποτέ; Ένα κλάμα! Κάτι!
Όταν κατάφερε να διώξει τις σκέψεις, αποκοιμήθηκε.

Άνοιξε τα μάτια Της, αργά.
Προσπάθησε να καταλάβει τι γινόταν.
Κι όταν κατάλαβε, ανασηκώθηκε έντρομη.
Πέταξε τα σκεπάσματα και με γρήγορο βήμα, πήγε στο δωμάτιο της Γυναίκας.
-Σήκω!, της είπε μόλις άνοιξε την πόρτα.
Η Γυναίκα - από τον ύπνο - φόρεσε τη ρόμπα της βιαστικά και προσπάθησε να φτάσει Την Domme, που είχε ανοίξει το βήμα και δεν Την έφτανε κανείς. Προσπαθώντας να δέσει τη ζώνη, σταμάτησε λίγο πριν πέσει επάνω Της. Κι αυτό που αντίκρυσε, την έκανε να πάει ένα βήμα πίσω, από εκεί που στεκόταν η Domme, με τα χέρια Της στη μέση.

Το δωμάτιό Της ήταν γεμάτο ροζ κορδελάκια.... Παντού...
Στα κάγκελα του κρεβατιού, στα πορτατίφ, κάτω στο πάτωμα, στους τοίχους, κρέμονταν από το φωτιστικό, από το ταβάνι...
Το κοριτσάκι καθόταν ήσυχο πάνω στο κρεβάτι και Τ/τις κοιτούσε χαμογελώντας σκανδαλιάρικα.

-Θέλετε να παίξουμε;!, Τ/τις ρώτησε με ενθουσιασμό. Έχω πολλές κορδέλες!
Η Domme έπιασε το μέτωπό Της.
-Θα το σκοτώσω, το κωλόπαιδο... θα το σκοτώσω... δεν υπάρχει περίπτωση..., ψιθύρισε στη Γυναίκα.
-Μπορεί να είμαι κωλόπαιδο αλλά δεν θα με σκοτώσετε, Κυρία, χαμογέλασε πλατύτερα το κωλόπαιδο. Θέλω κι εγώ να παίζω...
-Με ποιον να παίζεις, παιδί Μου;! Με Εμένα;! Είσαι στα καλά σου;!, κόντεψε να πάθει ανακοπή η Domme.
-Όχι με Εσάς, Κυρία... Με τον Χ, συμπλήρωσε με νάζι.

Η Γυναίκα μπήκε στο δωμάτιο.
-Δεν μιλάμε έτσι στη Κυρία, κοριτσάκι μου..., προσπάθησε να το καλοπιάσει. Και ο Χ δεν είναι παιδάκι... Δεν παίζει παιχνίδια...
-Εσύ γιατί παίζεις, μαζί του;!, την κοίταξε με θράσσος αυτό. Θα παίζω κι εγώ! Και θα μιλάω όπως θέλω! Ό,τι θέλω θα κάνω! Ο Χ μου το είπε! Δεν με ενδιαφέρει!, πείσμωσε και σούφρωσε τα χειλάκια του.

Η Γυναίκα γύρισε αργά να κοιτάξει Την Domme, φοβισμένη.
-Τι κάνουμε τώρα;..., είπε ξέπνοα.
Η Domme, όμως, είχε αρχίσει να πλησιάζει το κρεβάτι. Πέρασε από δίπλα της και στάθηκε μπροστά στο κοριτσάκι, κοιτάζοντάς το με ένα περίεργο χαμόγελο.
-Τι είπες, καλό Μου...;, έμοιαζε να διασκεδάζει.
-Είπα! Θα κάνω ό,τι θέλω! Θα παίζω όσο θέλω! Δικός μου είναι ο Χ! Θα τον κάνω ό,τι θέλω!

Η Domme, τώρα γελούσε.
Έσκυψε λίγο και έπιασε το πηγούνι του.
-Εντάξει, λοιπόν. Θα παίζεις κι εσύ με τον Χ. Αφού σου το είπε... Αφού παίζουμε κι Ε/εμείς... Αλλά μάζεψε όλα αυτά που έκανες. Αυτό το δωμάτιο, είναι μαύρο. Δεν είναι ροζ. Δεν είναι για 'σένα.
Το κοριτσάκι σηκώθηκε στα γόνατά του και Της χαμογέλασε.
Την έπιασε μία μικρή-μικρή αγκαλιά, εκεί που Την έφτανε και ακούμπησε το κεφαλάκι της στο στήθος Της.
-Δεν θέλω να φύγω, Κυρία, είπε ναζιάρικα. Θέλω να είμαι μαζί Σας. Μόνο με Εσάς θέλω να είμαι. Κι ας μη με παίζετε. Εσάς αγαπάει ο Χ. Αν δεν Είστε Εσείς εκεί, εμένα δεν θα μου δίνει σημασία. Κι εγώ, με ποιον θα παίζω;

Η Domme έμεινε για λίγο σιωπηλή.
Έπιασε τα χεράκια του παιδιού και κάθισε δίπλα του.
-Σε αυτό το δωμάτιο, δεν μπορεί να μείνει κανείς, της εξήγησε μαλακά αλλά με σταθερή φωνή. Ούτε εσύ. Δεν μου αρέσουν τα παιδιά. Ποτέ δεν μου άρεσαν. Η Ακριβοθώρητη θα σου ετοιμάσει ένα δωμάτιο, δίπλα από τα δικά Μ/μας. Εκεί μπορείς να πάρεις τα κορδελάκια σου και να κάνεις ό,τι θέλεις. Αλλά να ξέρεις. Εάν σε ξανακούσω να μιλάς κατ' αυτόν τον τρόπο μπροστά Μου, θα γυρίσεις πίσω στο δωμάτιό σου. Χωρίς κουβέντα. Αμέσως. Μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις με τον Χ. Μπροστά μου, θα είσαι αγγελούδι. Αν δεν συμμορφωθείς, έχω Εγώ τον τρόπο να σε κάνω. Μη με αναγκάσεις, όμως. Δεν θα είναι καθόλου ωραία. Και δεν θα σε αγαπήσω ποτέ. Αν θέλεις να σε αγαπήσω, θα πρέπει να με αγαπήσεις εσύ πρώτη. Με τον τρόπο που με αγαπάει ο Χ. Αλλά για με κάνεις να σε αγαπήσω, θα πρέπει να μάθεις να συμπεριφέρεσαι. Και να με ακούς. Κατάλαβες;
-Μάλιστα, Κυρία, είπε υπάκουα το παιδί και χαμήλωσε τα μάτια του.
-Πολύ καλά. Μάζεψε τώρα τα κορδελάκια σου και ξάπλωσε μέχρι να επιστρέψουμε. Δεν θα ανεχθώ, ούτε για μία φορά, αντιρρήσεις και πείσματα. Αυτά στον Χ. Όχι σε Εμένα. Εντάξει, μικρή;
-Μάλιστα, Κυρία, επανέλαβε εκείνο.

Οι Δ/δύο Γ/γυναίκες πήγαν στο σαλόνι, αμίλητες.
Έβαλαν από ένα ποτό, άναψαν τσιγάρο και κάθισαν μπροστά στο αγαπημένο Τ/τους θέαμα.
Χ το ξύπνησε αυτό το παιδί..., μονολόγησε η Γυναίκα.
-Ναι..., συμφώνησε η Domme.
-Τι φταίει κι αυτό;..., αναρωτήθηκε η πρώτη.
-Όχι, δεν φταίει... Θέλει να παίξει κι αυτό... Παιδί είναι... Αυτό είναι το σωστό...
-Κι εκείνο το δωμάτιο... Πως κοιμόταν σε εκείνη την κούνια, τόσα χρόνια...
-Γιατί δεν υπήρχε κανείς να το ξυπνήσει, Ακριβοθώρητη... Και το παιδί ξύπνησε πεινασμένο... Κι αυτά που ζητά, είναι τα απλά και βασικά πράγματα που θα ζητούσε το κάθε παιδί: προσοχή, παιχνίδι, αγάπη, να διεκδικήσει.
-Τι να πω... Αν ο Χ καταφέρει να αντιμετωπίζει τόσο νάζι, τόσο πείσμα, τόση αθυροστομία... Δεν θα είναι πια υποτακτικός... Θα είναι ήρωας!

Η Domme σηκώθηκε με το τσιγάρο Της και πλησίασε το τζάκι.
Έβαλε τα δάκτυλά Της στη φωτιά και χαμογέλασε μυστήρια.
-Η μικρή, έχει αρχίσει να τον τυλίγει στα κορδελάκια της, Ακριβοθώρητη... Η μικρή, θα τον κάνει να σέρνεται... Θα το δεις...