28.1.10

FreeDomme

Κάποια στιγμή, ανακάλυψα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με εμένα...
Προσπάθησα να εντοπίσω τι ήταν αυτό αλλά δεν φαινόταν να τα καταφέρνω...
Εκείνο που ένοιωθα, ήταν μία απροσδιόριστη αμηχανία.
Πως είναι όταν ανεβαίνεις σε βήμα για να μιλήσεις κι εκεί που είσαι έτοιμος, σε πιάνει λόξυγκας μπροστά σε ένα μεγάλο κοινό;
Κάτι τέτοιο...

Γενικά στη ζωή μου, αισθανόμουν πολύ σπάνια αμηχανία.
Σπάνια φόβο, ποτέ άγχος.
Έκανα αυτό που ήθελα - ή προσπαθούσα να το καταφέρω - αλλά κατόπιν σκέψεως.
Και όταν λάμβανα την οποιαδήποτε απόφαση, προχωρούσα χωρίς να σκέφτομαι αρνητικά.
Αυτό που ήταν να συμβεί, θα συνέβαινε. Τόσο απλά.

Δεδομένου του χαρακτήρα μου, δεν έπεφτα και πολύ έξω από τα αναμενόμενα.
Οπότε, δεν υπήρχε και λόγος να ανησυχώ για τίποτα.
Δεν άξιζε τον κόπο.

Εκείνη την περίοδο, όμως, βάσει των δεδομένων του χαρακτήρα μου ήταν που είχα φρικάρει.
Και τι μπορούσε να με βοηθήσει; Ένας τρίτος.
Ποιος ήταν ο τρίτος, στη συγκεκριμένη περίπτωση; Ο Χ.

Όσο ο χαρακτήρας και η συμπεριφορά του με έλυναν, διάφορα άρχισαν να μου βγαίνουν.
Όλα ήταν πράγματα απόλυτα φυσιολογικά, για μία τέτοια σχέση.
Υπήρχε, ωστόσο, και κάτι αλλόκοτο...

Ο Χ με αποκαλούσε Mistress Barbarella.
Για συντομία και συνθηματικά - μπροστά σε τρίτους, κυρίως - μιλούσαμε σε τρίτο πρόσωπο με τα αρχικά "BB".
Για παράδειγμα: "η BeBe τώρα θα νευρίαζε μ' αυτό;", "νομίζω ότι η BeBe θα ήθελε να την πηγαίναμε κάπου αλλού" ή "θα τον φτιάξει η BeBe, όταν πάνε σπίτι..."
Ξέραμε για ποια μιλούσαμε.

Εντελώς απροσδόκητα, όμως, άρχισε ο λόξυγκας...
Εκεί που είμασταν μια χαρά, πεταγόμουν κι έλεγα πράγματα, που δεν είχαν ξαναβγεί από το στόμα μου.
Φρίκαρα... Σταματούσα... Αναρωτιόμουν...
Ο Χ δεν φαινόταν να ενοχλείτο, παρ' αυτά...

Το πρόβλημα άρχισε να εκδηλώνεται καθαρά, όταν ένα πρωί ξύπνησα με μεγάλη όρεξη να αγοράσω καλλυντικά.
Μπήκα - περιχαρής - σε ένα υποκατάστημα εξιδικευμένης αλυσίδας και άρχισα τη λεηλασία. Διάφορες γυναικείες μαλακίες: κρέμες, βερνίκια, nesesair.
Ώσπου κάποια στιγμή, άκουσα τον εαυτό μου να λέει σε μία υπάλληλο: "Έχετε κάτι σε ροζ; Ενδιαφέρομαι για ρουζ και κραγιόν, ειδικά. Συγκεκριμένα, θα ήθελα κάτι σε baby pink".

Η πωλήτρια ξεκίνησε να μου δείχνει κι εγώ είχα μείνει στήλη άλατος...
Έλεγα από μέσα μου: "Τι;! Πας καλά;! Τι δουλειά έχεις εσύ με το ροζ;! Ξεμωράθηκες εντελώς, καημένη;!
Ναι.
Αλλά υπήρχε κάτι άλλο μέσα μου, που έλεγε κι αυτό, "Γιατί; Έτσι μου 'ρθε! Γιατί όχι;", λες και δεν έτρεχε τίποτα.
Βγήκα από το μαγαζί, με ένα θεϊκό - θεϊκό, όμως - lip gloss και ένα καταπληκτικό ρουζ...

Το πρώτο πράγμα που έκανα, ήταν να πάω σε ένα café και το δεύτερο, να πάρω τηλέφωνο τον Χ.
-Δεν είμαι καλά..., του είπα μόλις το σήκωσε.
-Τι έχετε, Αφέντρα;!, ανησύχησε.
-Νομίζω, παλιμπαιδισμό... Και το περίεργο είναι, ότι δεν ευσταθεί το "πάλι", γιατί εγώ δεν υπήρξα ποτέ παιδί... Δεν είμαι καλά... Δεν μπορείς να το καταλάβεις..., του έλεγα απελπισμένη.
-Κάτι έχω καταλάβει, Αφέντρα..., είπε μαλακά.
-Με δουλεύεις... δεν γίνεται...

Ο Χ δεν με δούλευε καθόλου.
Όταν ήρθε, τον σήκωσα άρον-άρον από τα πατώματα και τον έσπρωχνα να καθίσει στην τραπεζαρία.
-Έχουμε μεγάλο πρόβλημα!, τον προειδοποίησα. Δηλαδή, εγώ! Δηλαδή - όπου να 'ναι - κι εσύ!
Άρχισα να τον ρωτάω, αν θυμόταν ότι είπα το τάδε ή αν κατάλαβε ότι έκανα το δείνα, σε ανύποπτους χρόνους, τελευταία.
Τα θυμόταν...

-Θα μου στρίψει!..., του έλεγα. Δεν είμαι εγώ αυτή! Δεν ήμουν ποτέ έτσι! Δεν μπορείς να καταλάβεις ότι το μισώ το ροζ! Πάντα το μισούσα! Από ανέκαθεν! Από εξ΄αρχής! Εξ' απ' ανέκαθεν! Καταλαβαίνεις;! Και ό,τι κάνω σε 'σένα, δεν το έχω ξανακάνει! Σε προκαλώ κάπως, σε χειρίζομαι, σκέφτομαι διάφορα...! Εγώ αυτά δεν τα έχω κάνει με άλλους! Και τα κάνω τώρα;! Με 'σένα;! Δεν πάω καλά! Να με προσέχεις! Δεν είμαι καλά! Αλήθεια, θα μου στρίψει!

Ο Χ κάπνιζε και απολάμβανε τη σκηνή.
Με κοιτούσε χαμογελαστός και φαινόταν να του άρεσε όλο αυτό.
Άφησα το σώμα μου να πέσει βαρύ στον καναπέ.
-Δεν καταλαβαίνεις... Δεν πάω καλά... Δεν με αναγνωρίζω... Ανησυχώ... Τι μαλακίες είναι αυτές που κάνω... Δεν καταλαβαίνεις...
Άφησε το τσιγάρο του στο σταχτοδοχείο και ήρθε να γονατίσει μπροστά μου.
-Καταλαβαίνω, Αφέντρα..., προσπάθησε να με πείσει. Αυτό που δεν καταλαβαίνω, είναι γιατί τα βάζετε με τον εαυτό σας. Ό,τι κάνετε, είστε εσείς. Ό,τι κάνετε, εμένα μου αρέσει.

Νευρίασα. Πολύ.
-Σταμάτα! Μην είσαι τόσο συγκαταβατικός μαζί μου! Δεν μπορεί να σου αρέσει αυτό! Δεν αρέσει σε εμένα! Πως αρέσει σε εσένα;! Γιατί να επιλέξεις να είσαι με μία γυναίκα σαν εμένα, όταν αυτό που κάνω τόσο καιρό, δεν έχει διαφορά με αυτό που κάνουν οι υπόλοιπες;! Κόψ' το, λοιπόν! Είπαμε, σκλάβος! Όχι να κοροϊδευόμαστε!
Ο Χ κοίταξε τον καναπέ, στενοχωρημένος.
-Πότε δεν έχω μιλήσει τόσο ειλικρινά σε μία γυναίκα, Αφέντρα... Γιατί το λέτε αυτό;... Είναι τόσο κακό να είστε θηλυκό;... Είναι τόσο κακό να γίνεστε παιδί;... Γιατί να μην αρέσει σε έναν άνδρα σαν εμένα, μία τέτοια γυναίκα, σαν εσάς;...

Του σήκωσα το κεφάλι απότομα.
-Γιατί αυτή η γυναίκα, έχει αρχίσει να ξεφεύγει από τον εαυτό της, Χ! Έχει αρχίσει να κάνει πράγματα και να σκέφτεται να κάνει άλλα τόσα, που δεν χωράνε σε τέτοια σχέση! Τι είναι αυτό που δεν καταλαβαίνεις;!
-Δεν καταλαβαίνω, Αφέντρα, για ποιον λόγο να μην μου αρέσει αυτό. Για ποιον λόγο να μην μου αρέσουν όλα. Δεν περιμένω από εσάς να με πετυχαίνετε στη γωνία με ένα μαστίγιο, συνέχεια. Ούτε να είστε μία γυναίκα που έχει πάντα αυτοκυριαρχία. Όταν κάνατε αυτά που είπατε, αντέδρασα; Όχι. Μου άρεσε. Ούτε εγώ το έχω ξαναζήσει. Και μέχρι τότε, ήμουν σίγουρος ότι δεν θα ήθελα να το ζήσω. Τώρα, θέλω. Γιατί μου αρέσει. Και δεν πιστεύω ότι κάνετε ό,τι κάνουν οι άλλες. Αυτά που κάνετε εσείς, έχουν άλλη σημασία.
-Και άλλο χρώμα!, του είπα έξω φρενών. Ροζ! Σου αρέσει κι αυτό;! Το ότι κινδυνεύω από BeBe, να γίνω Μπουμπού;!

Ο Χ έμοιαζε σαν να είχε ξυπνήσει από κάτι...
Σήκωσε απότομα το βλέμμα και με κοίταξε κατάματα.
-Μπουμπού..., έκανε την ηχώ μου. Γελούσε. Δεν το είχα σκεφτεί αυτό... Μπουμπού..., έπαιζε με τη λέξη στο στόμα του.
Ήταν ενθουσιασμένος!
-Είδες πόσο έξυπνη Αφέντρα έχεις;!, τον ειρωνεύτηκα. Ξανθιά-ξανθιά, τα βρίσκει μόνη της! Γιατί χαίρεσαι τόσο;!
-Γιατί μου αρέσει και η Bebe και η Μπουμπού!, είπε ενθουσιασμένος.
-Ωραία! Ακόμα καλύτερα!, συνέχιζα να τον ειρωνεύομαι. Θα έχεις μία Αφέντρα που θα κάνει για τρεις! Τι να πω! Είσαι τυχερός!
-Είμαι, Αφέντρα..., δεν έλεγε να ξεκολλήσει. Ούτε το γέλιο του, ούτε το μυαλό του.
-Θαυμάσια! Στο επόμενο ταξίδι, μαζί με τα μαστίγια, να βάλεις και μία κουδουνίστρα!

Τρελάθηκε...
Ανασηκώθηκε από το πάτωμα και με έπιασε από τη μέση. Είχε σοβαρέψει απότομα.
-Σας δίνω τον λόγο μου, ό,τι βρω σε ροζ, θα σας το φέρω... Αλλά και κουδουνίστρες να μου ζητήσετε, θα σας φέρω ολόκληρη συλλογή, να έχετε να παίζετε...
-Είσαι ανώμαλος, Χ..., σοβάρεψα κι εγώ. Κι αν είσαι εσύ μία, εγώ - λογικά - θα πρέπει να είμαι δέκα... Μιλάμε, για την απόλυτη διαστροφή... Δεν υπάρχει αυτό...
-Αν είναι ανωμαλία, Αφέντρα, να θέλεις να ζήσεις τα πάντα με μία γυναίκα, εγώ δεν είμαι μία. Τότε είμαι 100.

Το μαύρο έκανε αμέσως σκόνη το ροζ...

Τον έσπρωξα κάτω, ανέβηκα επάνω του και τον έπιασα από τον λαιμό.
Τον έσφιγγα τόσο πολύ, που το πρόσωπό του είχε κοκκινήσει.
-Θέλεις να μιλήσουμε για ανωμαλία;, του ψιθύρισα, κολλώντας σχεδόν το πρόσωπό μου στο δικό του. Το ξέρεις ότι μία μέρα, μπορώ να σε σκοτώσω; Να σε πνίξω με τα ίδια μου τα χέρια;
Προσπάθησε να γνέψει καταφατικά.
Τον κοίταξα για λίγο, με σφιγμένα τα χείλη.
Χαλάρωσα το σφίξιμο, χωρίς να πάρω το χέρι μου από τον λαιμό του.
-Σας αγαπάω, Αφέντρα..., είπε για πρώτη φορά. Ακόμα και να με σκοτώσετε, αφήστε με να γράψω κάπου, ότι εγώ το ζήτησα. Εκείνη, δεν φταίει. Το "εκείνη", θα το γράψω με κεφαλαία...

Μαύρο.