7.1.10

Q Without A

Το τότε μέσα μου, εάν ήταν σημείο στίξης, θα ήταν ένα ερωτηματικό. Τεράστιο.

Δεν υπήρχε κανένα κοινό σημείο επαφής με τα αγόρια. Μα κανένα.
Μου ήταν αδύνατο να διανοηθώ, πως θα έρθει κάποια στιγμή να παντρευτώ κάποιον, από ένα φύλο το οποίο παρασιτούσε ξεκάθαρα εις βάρος του δικού μου. Από ένα φύλο που προσέβαλε την αισθητική μου. Ότι θα ζούσα με κάποιον, ο οποίος ήταν αδικαιολόγητα προνομιούχος(;) Ένα φύλο, που το μόνο που μου προξενούσε, ήταν ο οίκτος.

Και όλα αυτά, δεν είχαν καμμία σχέση με φεμινιστική οπτική. Ήταν, καθαρά, θέμα λογικής. Η εξιδανίκευση ενός φύλου, που - στα δικά μου μάτια - έμοιαζε με νεκρό γράμμα. Είναι εκεί αλλά δεν χρησιμεύει σε τίποτα. Όλα αυτά, δεν ήταν θέμα γνώσης. Αλλά αντίληψης.

Υπήρχαν άπειρες ερωτήσεις μέσα μου. Άπειρες, όμως.
Και όταν αποφάσιζα - κακώς - να τις εξωτερικεύσω, έπαιρνα κάτι απαντήσεις, που καλύτερα θα ήταν να μην τις άκουγα ποτέ! Διότι νευρίαζα ακόμη περισσότερο! Και τρελαινόμουν! Διότι ό,τι μου έλεγαν, ήταν απλοποιήσεις και φαντασία. Καμμία σχέση με την πραγματικότητα.

Κανείς δεν μπορούσε να μου δώσει απλές και ξεκάθαρες απαντήσεις. Σε απλά και ξεκάθαρα ερωτήματα, μίας εκκολαπτόμενης γυναίκας.
Όπως:

Γιατί η Εύα χρειάστηκε ένα κομμάτι από το πλευρό του Αδάμ, για να φτιαχτεί; Δεν είχαν άλλη λάσπη στον παράδεισο; Αυτό δεν μας λέει, ότι ο Αδάμ είναι από φτιαξιάς του λειψός;
Και, άντε, δεν είναι. Πως είναι δυνατόν να χρειάστηκε ολόκληρη γούρνα με λάσπη για τον Αδάμ, και για την Εύα μόνον ένα κομμάτι;
Αυτό, από μόνο του, δεν ήταν την έκανε πιο θαυμαστό σαν έργο;

Γιατί η Εύα έχει επωμιστεί το προπατορικό αμάρτημα; Ο Αδάμ δεν ήταν μπροστά, όταν ο Θεούλης έλεγε "Όχι, τέκνα μου, αυτό. Τζιζ";
Και, καλά, η Εύα ήταν βλαμμένη. Ο Αδάμ γιατί δεν της είπε "Κοπελιά, φάτο μόνη σου. Εγώ λέω να μείνω";

Τα αγοράκια, όταν βαφτίζονταν, γιατί την ευχή την έπαιρναν μπαίνοντας στο ιερό, ενώ τα κοριτσάκια ούτε απ' έξω δεν περνούσαν;

Η μαμά μου, γιατί έπεσε στα γόνατα για να με πάρει από την αγκαλιά της νονάς μου, όταν τελείωσε η βάπτιση; Γιατί δεν έπεσε ο μπαμπάς μου; Εκείνος, δεν έλεγαν όλοι, ότι με γέννησε; Ενώ η μαμά μου απλά - απλά;! απλά;! - με κυοφόρησε.

Και τι σημαίνει ο μπαμπάς μου με γέννησε; Γιατί δεν μπορούσε να με γεννήσει η μαμά μου και ο μπαμπάς μου να κοιλοπόναγε 9 μήνες, να γέμιζε ραγάδες, να ξερνούσε γκαμήλες κάθε πρωί, να μην μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι τούς τελευταίους τέσσερις και στο τέλος να του γινόταν το μουνί πηγάδι για να βγω εγώ;
Και, καλά, αυτός με γέννησε. Πως; Με την απλή εκσπερμάτιση; Cool!
Τη μαμά μου τη ρώτησε κανείς τι πέρασε; Που πήγαινε κάθε τρεις και λίγο και της έβαζε χέρι ένας άααλλος άνδρας, μέχρι τον αγκώνα, για να την... εξετάσει;
Ο μπαμπάς μου γιατί έκοβε βόλτες όταν η μαμά μου ούρλιαζε - μαζί με άλλες - στην αίθουσα ωδινών;
Γιατί ο μπαμπάς μου ήταν κύριος, όταν ήταν να γίνει πατέρας, και η μητέρα μου έπρεπε να τραβήξει ό,τι τραβούσε, για να γίνει μάνα;

Εγώ γιατί πήρα το επώνυμο του μπαμπά μου που εκσπερμάτισε για μερικά δευτερόλεπτα και όχι της μαμάς μου που ταλαιπωρήθηκε για 9 μήνες;

Γιατί όταν γεννιόταν τα αγόρια, ήταν χαρά και περηφάνια και όταν γεννιόταν κορίτσι, έπεφτε νεκρική σιγή;

Γιατί κάποιοι έλεγαν το κορίτσι "κορίτσι" και το αγόρι το λόγιζαν για παιδί;
Τι είδους άνθρωποι ήταν αυτοί;
Γιατί το έκαναν αυτό;

Γιατί σε ένα αγοράκι, έκαναν όλα τα χατήρια "για να μη του πέσει" - να μη του πέσει...;! ποιο;! - και στο κοριτσάκι τράβαγαν άνετα και κανένα χαστούκι, για να πάψει;

Γιατί τα κορίτσια αιμορραγούσαν κάθε μήνα, οι ορμόνες τους τρελαίνονταν, με αποτέλεσμα να έχουν ένα διαρκή εκνευρισμό αλλά και έναν φόβο, μήπως φανεί τίποτα στα ρούχα τους; Γιατί ήταν αναγκασμένες μια ζωή, να τη ζουν με αυτήν την αναστάτωση και να έχουν και το θράσσος των αγοριών να τις κοροϊδεύουν γι΄αυτό που τους συνέβαινε;
Γιατί και αυτά δεν είχαν, έστω, μία φορά τον χρόνο - όχι παραπάνω - να δουν τι ωραία που είναι, να μπορούσαμε να τους κοροϊδεύουμε κι εμείς;

Γιατί τα κορίτσια κατά την έμμηνο ρύση, δεν μπορούσαν να πάνε στην εκκλησία;
Γιατί τότε ήταν "βρώμικα"; - βρώμικα;!

Γιατί τα αγόρια γίνονταν ήρωες όταν πήγαιναν φαντάροι;
Τι είναι αυτό που τους έκανε να το συζητούν για το υπόλοιπο της ζωής τους και να μας πρήζουν τ΄αρχείδια, λες και πολεμούσαν στις Θερμοπύλες;

Γιατί η πρώτη φορά των κοριτσιών, να συνεπάγεται με φόβο - μην αιμορραγήσεις, μη μείνεις έγκυος, μη το μάθει κανείς - αλλά και πόνο, και των αγοριών να είναι, όχι μόνον ηδονή, αλλά και τιμή τους και καμάρι τους;

Ποιοι ήταν αυτοί οι αναιδείς, οι αναίσχυντοι, που κρεμούσαν σεντόνια με τα αίματα μιας γυναίκας - ποιας γυναίκας; ενός κοριτσιού! -, να τα δει μια ολόκληρη γειτονιά, για να παινέψει το αρσενικό καμάρι που την "έσπασε" - τι την έκανε...;!
Ποιοι επέτρεπαν να γίνεται αυτό το τραγελαφικό τελετουργικό;
Σε τι εξυπηρετούσε, αν όχι, στον εξευτελισμό του φύλου μου, προς χάριν επιδείξεως του αντιθέτου;

Γιατί υπήρχαν μόνο πουτάνες, για να πηγαίνουν τα αγόρια και όχι πουτάνοι, για να πηγαίνουν και τα κορίτσια;
Γιατί δεν υπήρχε καν ο όρος "πουτάνοι";

Γιατί όταν ένας άνδρας πήδαγε όποια έβρισκε, τον έλεγαν "μάγκα" και όταν μία γυναίκα έκανε sex, την έλεγαν "πουτάνα";
Ούτε εκείνη πληρωνόταν.

Γιατί ο άνδρας, έπρεπε να είχε πάρει το μισό λεκανοπέδιο πριν παντρευτεί, ενώ η γυναίκα να μην ήξερε που φυτρώνει το πουλί;

Γιατί οι άνδρες πήγαιναν με άλλες γυναίκες, όταν ήταν παντρεμένοι, ενώ οι γυναίκες έπρεπε να το βουλώνουν, γιατί "αυτός ήταν άνδρας";
Όσο άνδρας ήταν αυτός, τόσο γυναίκα δεν ήταν εκείνη;
Που ήταν η διαφορά;

Γιατί ο άνδρας μετά το 8ωρό του ήταν ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει, ενώ η γυναίκα έπρεπε να μένει στο σπίτι;
Δεν ήταν εκείνη που του έπλενε / σιδέρωνε τα ρούχα, του μαγείρευε να φάει, του καθάριζε το σπίτι, ανεχόταν τις υποδείξεις της μάνας του;
Αν εκείνος είχε το ελεύθερο μετά από 8 ώρες συγκεκριμένης εργασίας, τότε η γυναίκα τι θα έπρεπε να έχει;

Γιατί στις εφημερίδες, όλοι οι ανώμαλοι, οι βιαστές, οι δολοφόνοι, οι ληστές, οι χρήστες, οι απατεώνες, οι συζυγο-πατρο-μητροκτόνοι, ήταν άνδρες;
Κανονικά - με τόσα κακά - δεν θα έπρεπε να ήταν γυναίκες;

Γιατί οι άνδρες, έφτυναν, έβριζαν, κατέβαζαν τα φερμουάρ να κατουρήσουν, τακτοποιούσαν τα πουλιά τους, έξυναν τα αρχείδια τους, στον δρόμο, μέρα μεσημέρι, δημοσίως, μπροστά στον κόσμο;
Τι είδους φύλο ήταν αυτό;
Γιατί καμμία γυναίκα δεν τα έκανε αυτά;

Γιατί όταν ένας άνδρας έμενε χήρος, όλοι έπεφταν επάνω του για να "ξαναφτιάξει τη ζωή του", ενώ μία γυναίκα έπρεπε να μείνει να τον θυμάται "για να μεγαλώσει τα παιδιά της";

Γιατί ένας άνδρας ήταν αυτονόητο να ξαναπαντρευόταν εύκολα, ενώ για μία γυναίκα ήταν απαγορευτικό όταν είχε παιδιά, ιδίως κορίτσια;

Πως ένας άνδρας, μπορούσε να βιάσει την κόρη της γυναίκας του;;;;;;;;;;;;;;
Και πως ένας άνδρας, μπορούσε να βιάσει την ίδια του - την ίδια του, λέμε! - την κόρη;;;;;;;;;;;

Όλα αυτά τα ερωτήματα, ταλάνιζαν το εφηβικό μυαλό μου.
Ήξερα πολύ καλά, ότι όλα τους - μα όλα τους - δεν ήταν υπό το πρίσμα της κριτικής.
Ήταν υπό το πρίσμα της διαπίστωσης.
Απόρροια μίας τετράγωνης λογικής, που τορπίλιζε κάθε προσδοκία.

Το ψέμα και το παραμύθι, η εκλογίκευση του παραλόγου, η αλλοίωση του προφανούς και του οφθαλμοφανές, ήταν η φόδρα κάθε απάντησης που μου έδιναν.
Η έλλειψη της ορθής αισθητικής αντίληψης, ήταν οδυνηρή.
Όταν η διαστρέβλωση και η άρνηση της πραγματικότητας, στα μάτια και στα αυτιά ενός κοριτσιού στην εφηβεία, προσπαθούσε να αναιρέσει τη σημασία των ενεργειών, γεννούσε απελπισία, θυμό, θλίψη, απόγνωση, αγανάκτηση.

Τα έβλεπα όλα μαύρα.
Και κλεινόμουν περισσότερο στον εαυτό μου.
Μόνον εκεί ήταν καλά.
Εκεί βασίλευε η λογική. Και η ηρεμία.
Με καταλάβαινα πολύ καλά.
Δεν με κορόιδευα, δεν μου έλεγα ψέματα.
Ήξερα πολύ καλά τι μου γινόταν.

Όσο για τις απαντήσεις, θα έρχονταν σύντομα.
Και η ανακάλυψη της ρίζας όλων αυτών, θα με συνέθλιβε.