22.1.10

Churchgoing People

Με τον Χ, δεν ήξερε κανείς από τους δικούς μου ανθρώπους, ότι είχαμε σχέση.
Όπως ποτέ κανείς δεν έχει γνωρίσει σχέση μου, από τότε που ήμουν πιτσιρίκα.
Και θα γινόταν το ίδιο και με τους δικούς του, αντιστοίχως, αλλά όταν κάποιος έρχεται σε προκαθορισμένα χρονικά διαστήματα στον τόπο του, δεν μπορείς να το κάνεις αυτό.

Το Μεγάλο Σάββατο, είχαμε συμφωνήσει να πάμε σε μία εκκλησία, που είχε ένα συγκεκριμένο έθιμο. Του είχα πει πως το είχα δει την προηγούμενη χρονιά στις ειδήσεις και θα έπρεπε να μέναμε για καμμιά ώρα μετά την Ανάσταση, οπότε έπρεπε να ειδοποιήσει τους ανθρώπους που μας είχαν καλέσει για φαγητό, ότι θα καθυστερούσαμε να πάμε.


Ο Χ δεν επικοινώνησε μαζί μου από εκείνο το βράδυ.
Δεν μπορούσα να γνωρίζω τι είχε κάνει. Γενικά...
Σκεφτόμουν ότι έπρεπε να περιμένω να περάσει και το Πάσχα, για να του ξαναμιλήσω και να του εξηγήσω γιατί έφυγα. Δεν ήθελα να τον φορτίσω.
Του όφειλα, όμως, μία συγγνώμη.

Ετοιμάστηκα, σαν να είχα ένα αόρατο περίστροφο στον κρόταφο.
Το μόνο που με παρακινούσε, ήταν η σκέψη να μείνω λίγο μόνη μέσα στην εκκλησία, όταν όλοι θα είχαν φύγει.

Λίγο πριν τις 12, κατέβηκα από το ταξί.
Ο κόσμος είχε κάνει ήδη το άνοιγμα στην πλατεία, για τα βεγγαλικά κι εγώ μπορεί να ήμουν και η μόνη που περπατούσε στην ευθεία του.
Κάπου έξω από την είσοδο της εκκλησίας, είδα κάποιον που έμοιαζε με τον Χ.
Ok..., σκέφτηκα. Δεν πας καλά... προχώρα!
Ο τύπος έμοιαζε με τον Χ αλλά είχε ένα στρέμμα γένια - εν πλήρει αναπτύξει - σε όλο του το πρόσωπο. Εμετός.
Ο Χ ήταν πάντα ξυρισμένος. Κόντρα.

Όταν άρχισα να διακρίνω, ότι δίπλα του στεκόταν ο Α, ο Β, ο Γ και οι γκόμενές τους, σταμάτησα εκεί που ήμουν.
Πρώτος με είδε ο Α, που μιλούσε σε κάποιον από τους άλλους.
Ο Χ ήταν αμέτοχος. Κοιτούσε αλλού.
Όταν είδε τον Α να με κοιτάζει από μακριά, αμίλητος, γύρισε να δει.
Πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει ότι ήμουν εγώ, από δίπλα του εμφανίστηκε η Βδέλλα, να του δίνει μία λαμπάδα, με το Άγιο Φως.

Μείναμε όλοι ακίνητοι, για λίγο.
Σκέφτηκα:
Έτρεξε να γλυτώσει από μένα... Δεν είναι λογικό;...
Σε ποιον να πήγαινε; Στην Βδέλλα... Εκεί ήταν σίγουρος ότι δεν υπήρχαν εκπλήξεις...
Κακές... Σαν αυτές που του ετοίμαζα εγώ...
Εκείνος ήταν τόσο καλός... Κι εγώ ήμουν τόσο διαβολική...
Η εκκλησία με μάρανε... Η εκκλησία θα με έσωζε...
Πόσο μαλάκας ήμουν... Τι έκανα εγώ εκεί;...
Έπρεπε να φύγω...

Του χαμογέλασα. Σαν να τον αποχαιρετούσα.
Πριν προλάβω, όμως, να γύρισω για να φύγω, ο Χ άρχισε να τρέχει προς το μέρος μου.
Άνοιξα
διάπλατα τα μάτια, σαν να του έλεγα "Τι κάνεις;! Μη το κάνεις αυτό!"
Παραπατούσα, κάνοντας βήματα προς τα πίσω, μέχρι που ο Χ έπεσε με δύναμη επάνω μου...

Ένοιωσα τα πλευρά μου να συνθλίβονται, να μου κόβεται η ανάσα!
Με έσφιγγε τόσο πολύ στην αγκαλιά του, που νόμιζα θα πεθάνω στα χέρια του!
Τα γένια του μου τρυπούσαν το πρόσωπο, μου έκλειναν τη μύτη, το στόμα, κόντευαν να ανοίξουν κι άλλες τρύπες στ' αυτιά μου!
Προσπαθούσα να τον σπρώξω, ήταν αδύνατον! Αδύνατον!
Μιλάμε, πολεμούσα για τη ζωή μου!

Βεγγαλικά άρχισαν να σκάνε δίπλα μας, κόσμος να φωνάζει, να χαίρεται.
Εγώ, με τα μάτια σε πλήρη διαστολή, να σκέφτομαι ότι αυτό ήταν, απόψε θα μας μαζεύει το ΕΚΑΒ, δεν θα φύγουμε από δω ζωντανοί! Εγώ, τουλάχιστον!
Τώρα, από τον Χ, από τα βεγγαλικά, από την Βδέλλα, είχε σημασία;
Ήταν ολοφάνερο: ο Θεός με τιμωρούσε.

Ο Α μας πλησίασε.
-Χρόνια πολλά..., μου είπε, χαμογελώντας.
-Είσαι τρελός;! Δεν την παλεύω ούτε για το επόμενο λεπτό! Πάρ' τον από πάνω μου! Μου τελειώνει το οξυγόνο!
Άρχισε να γελάει δυνατά και ο Χ χαλάρωσε την αγκαλιά του. Με κοιτούσε υπερήφανος(;)
-Τι κοιτάς εσύ, ρε;! Άφησέ με! Άφησε με να του σπάσω τα μούτρα! Που θα μου πει εμένα "χρόνια πολλά"! "Καλό παράδεισο" έπρεπε να μου πει! Άη στο διάολο, Πασχαλιάτικα! Και οι δυο σας!

Τώρα γελούσαν και οι δύο.
Εγώ ήμουν σαν να με είχε πατήσει αυτοκίνητο, στην αγκαλιά του Χ και αυτοί το διασκέδαζαν!
-Ααα... δεν πάτε καλά! Πάμε! Θα ζητήσω από τους παπάδες να σταματήσουν τη λειτουργία και να σας διαβάσουν! Φτάνει το "Χριστός Ανέστη"! Το καταλάβαμε!

-Εγώ πάω στους άλλους, είπε ο Α με ένα γλυκό χαμόγελο κατανόησης. Θα σας περιμένουμε. Χάρηκα που σε είδα, Νανά. Θα σε περιμένουμε.
-Άη στον διάολο, Α! Κι εγώ χάρηκα! Που είμαι ζωντανή!

Έφυγε, όπως έφευγε και ο κόσμος γύρω μας.
Μείναμε να κοιταζόμαστε. Όπως πάντα...
-Αφέντρα..., είπε τρυφερά.
-Μη σου γαμήσω καμμιά Αφέντρα, στη μέση του δρόμου! Τι θέλεις εσύ εδώ;! Τι είναι αυτά τα χάλια;! Ποιος είσαι;! Πως είσαι έτσι;!, σφύριξα μέσα από τα δόντια μου, χαμηλόφωνα.
-Είμαι πολύ χαρούμενος που ήρθατε...
-Ναι; Και τώρα τι σκοπεύεις να κάνεις; Να φορέσεις το καρώ μαντήλι και ν' αρχίσεις να πετάς molotov;

Ο Χ γελούσε για 2η φορά δυνατά, μετά από εκείνη τη νύχτα στο αυτοκίνητο.
-Μη ξαναφύγετε, Αφέντρα..., είπε σοβαρός, όταν σταμάτησε τα γέλια.
-Και να θέλω, μπορώ;! Έτσι που με κατάντησες;! Μόνο για το Ασκληπιείο της Βούλας, είμαι τώρα! Πως το έκανες αυτό;
-Όταν σας είδα να φεύγετε, τρελάθηκα... Δεν μπορούσα να σας βλέπω να φεύγετε... Κάτι έπρεπε να κάνω...
-Να με σκοτώσεις;! Αυτό σου ήρθε πρώτα στο μυαλό;! Και μετά τι;! Θα με τεμάχιζες;! Είσαι τρελός;! Μες στη μέση του δρόμου;!
-Δεν μπόρεσα να σας σταματήσω εκείνο το βράδυ... που φύγατε...
-Σωστά! Έπρεπε να σου χτυπήσω το κουδούνι, για να βγεις στο μπαλκόνι με το λάσσο! Διάολε! Είσαι τρελός!
-Είμαι πολύ χαρούμενος που ήρθατε απόψε... σας περίμενα... δεν ήξερα εάν θα έρθετε...
-Όοοχι...! Δεν είσαι χαρούμενος! Είσαι τυχερός, που δεν σε σπρώχνω σε κανένα αυτοκίνητο να σε πατήσει, για να δεις πως είναι!
-Αν με σπρώξετε, δεν θα αντισταθώ... Αν με σπρώξετε, θα έχετε τους λόγους σας... Και ξέρω ότι θα φταίω... Μόνο να μην σκοτωθώ... Για να σας δείξω ότι έμαθα... Και δεν θα το ξανακάνω.. Ό,τι είναι αυτό που σας πείραξε... Για να μπορέσω να σας κρατήσω... Για να μη με ξαναφήσετε, Αφέντρα...

Παρανόησα...
Τον κοιτούσα που τα έλεγε όλα τόσο σοβαρός, με τόση ηρεμία.
Δεν μπορούσε να υπάρχει τέτοιος άνδρας... Και να ήταν δικός μου... Δεν μπορούσε...

Τον πλησίασα. Όσο περισσότερο γινόταν. Κοιταζόμασταν πρόσωπο με πρόσωπο.
-Έχεις ξεχάσει τι σου έκανα;...
-Όχι, Αφέντρα...
-Αυτή τη στιγμή, μιλάμε σοβαρά;...
-Μάλιστα, Αφέντρα...
-Μα τη Παναγία, θα σε πνίξω με τα ίδια μου τα χέρια... Καταλαβαίνεις τι λέω;...
-Μάλιστα, Αφέντρα...

Η υποταγή του... Η υποταγή του...

Φτάσαμε στο σπίτι που ήμασταν καλεσμένοι.
Εκεί βρήκαμε την Βδέλλα. Μόλις με είδε, σηκώθηκε αμέσως, ζήτησε το παλτό της και έφυγε, χωρίς να πει ούτε "καληνύχτα" στον κόσμο.
Ο Α μαζί με τους άλλους, ήρθαν κοντά μου. Μου ευχήθηκαν, μου σύστησαν τις κοπέλες τους και ο πρώτος με οδήγησε κάπου παράμερα.
Β ήρθε με το έτσι θέλω. Δεν την έφερε ο Χ. Ο Χ ήρθε μόνο για σας. Εκείνη βρήκε πάτημα τα κορίτσια και χώθηκε. Δεν ήξερε ότι εκεί που πηγαίναμε, πηγαίναμε για να ψάξουμε εσάς. Ο Χ ήταν πολύ άσχημα, όταν τον αφήσατε.
-Γιατί μου μιλάτε στον πληθυντικό;, αναρωτήθηκα.
-Δεν ξέρω...

Ο Χ δεν ήταν στο οπτικό μας πεδίο για λίγη ώρα.
Όταν επέστρεψε, ήταν ξυρισμένος. Κόντρα.
Μας πρότειναν να φάμε αλλά κανείς από τους δυο μας δεν είχε όρεξη.
Τους αφήσαμε στο τραπέζι και ο Χ ζήτησε να πάμε σε ένα δωμάτιο.

Τον ακολούθησα κι εκείνος μισόκλεισε την πόρτα, όταν μπήκαμε μέσα.
Μέσα στο σκοτάδι, έβγαλε από την τσέπη του ένα MP3.
-Αυτό είναι το τραγούδι που άκουγα όλες αυτές τις μέρες, Αφέντρα... Συνέχεια...
Μου έβαλε το ένα ακουστικό στο αυτί μου και το άλλο στο δικό του.
Ήταν ένα υπέροχο τραγούδι... υπέροχο... Που το άκουγα για πρώτη φορά...
Η φωνή της τραγουδίστριας, ήταν απίστευτη... Η ερμηνεία της, το ίδιο...

Μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, με έπιασε από τη μέση και με αγκάλιασε μαλακά.
Αρχίσαμε να χορεύουμε, εκεί, στα ξαφνικά, με το φως του διαδρόμου να μπαίνει από το κενό που άφηνε η πόρτα...
-Δεν μπορεί να αγαπάει κανείς, μία γυναίκα σαν εμένα...
-Εγώ, Αφέντρα... Αλλά έχω τόση διαστροφή μέσα μου... Νόμιζα ότι με σιχαθήκατε... Ότι τελείωσε... Και καταριόμουν τον εαυτό μου γι' αυτό...
Τραβήχτηκα λίγο πίσω και προσπάθησα να τον κοιτάξω στα μάτια.
-Εσύ έχεις τη διαστροφή;... Εγώ ήμουν εκείνη που το έκανε...
-Κι εγώ ήμουν εκείνος που το δέχτηκε...

Κοιταζόμασταν. Χορεύαμε. Αμίλητοι.
-Μη ξαναφύγετε, Αφέντρα... Δεν θέλω να με σιχαθείτε...
-Δεν θα ξαναφύγω, Χ. Αλλά θα με σιχαθείς εσύ. Και δε με νοιάζει καθόλου, πλέον.
-Ποτέ δεν θα φύγω εγώ, Αφέντρα..., χαμογέλασε πικρά. Περίμενα τόσα χρόνια για να βρω μία γυναίκα σαν εσάς... Αυτό που θα με σκοτώσει, είναι να φύγετε εσείς...

Ο Χ έκανε λάθος.
Αλλά δεν το ήξερε κανείς μας...