12.1.10

Burning Me Up Inside

Η Domme βάδιζε προς το δωμάτιο της Γυναίκας.
Ψίθυροι ακούγονταν πίσω από τις πόρτες.
-Έννοια σας... κι από δω και πέρα, δεν θα κοιμάται κανείς..., είπε ψιθυριστά.
Έσφιξε το riding crop στο χέρι Της και χτύπησε την πόρτα της Γυναίκας.

-Κυρία;!, ακούστηκε φοβισμένη η φωνή της, από μέσα.
-Ναι. Εγώ. Έλα μαζί Μου.
Η πόρτα άνοιξε και η Γυναίκα εμφανίστηκε ντυμένη.
-Μα, δεν κοιμάσαι;, την ρώτησε.
-Θα Σας εξηγήσω, απάντησε εκείνη και βγαίνοντας, κράτησε Την Domme από τον βραχίονα, κολλώντας επάνω Της.
-Τι έγινε, Ακριβοθώρητη; Σταμάτησε η υγρασία και έβαλε κρύο;, την πείραξε, καθώς κατευθύνονταν στο δωμάτιό Της.

Όταν ξεκλείδωσε την πόρτα, η
Γυναίκα έπιασε με το ένα χέρι τον καρπό Της Domme, με το άλλο το κάσωμα και έμεινε ακίνητη.
Οι φλόγες έβγαιναν από το τζάκι, επικίνδυνα. Το δωμάτιο, παρ' όλο που τα φώτα ήταν σβηστά, ήταν λουσμένο στο φως.
Η ζέστη ήταν απερίγραπτη.
-Αυτό ήταν! Θα καούμε! Θα μας το κάψει τελικά! Χαθήκαμε!, αναφώνησε έξαλλη η Γυναίκα.

Η Domme την πήρε από το χέρι.
-Έλα μαζί μου, της είπε με ολύμπια ηρεμία.
Η Γυναίκα ξεροκατάπιε και Την ακολούθησε με το χέρι τεντωμένο.
-Κάθησε, της υπέδειξε η Domme.
-Μα... θα καούμε... αλήθεια..., είπε αποσβολωμένη η Γυναίκα.
H Domme χαμογέλασε. Της άφησε το χέρι και πλησίασε το τζάκι.
-Μη!, φώναξε η Γυναίκα φοβισμένη.

-Κοίτα Με, σήκωσε το χέρι Της η Domme. Το πέρασε μέσα από τη φωτιά, αργά. Πιστεύεις, ακόμα, ότι θα καούμε;..., την ρώτησε προκλητικά.
-Πως το κάνετε αυτό...;, είπε σιγανά η Γυναίκα. Γιατί δεν καίγεστε, Κυρία;...
-Αυτή τη φωτιά θα την αγαπήσεις, Ακριβοθώρητη..., είπε κοιτάζοντας τις φλόγες. Γι' αυτή τη φωτιά ζούσες... Απλώς, δεν το είχες ανακαλύψει... Θα σε εκπαιδεύσω να μη τη φοβάσαι... Σιγά-σιγά... Θα δεις..., έλεγε κι έπαιζε με τις φλόγες.
-Σας πιστεύω, Κυρία...

Η Γυναίκα κάθησε στον καναπέ.
-Ζεσταίνομαι... καίγομαι..., Της παραπονέθηκε.
Η Domme χαμογέλασε σκεπτική.
-Θα έρθει μία μέρα, που θα καταλάβεις ότι δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς αυτή τη φωτιά. Έχε Μου εμπιστοσύνη...
Γύρισε προς το μέρος της.
-Λοιπόν; Γιατί δεν κοιμόσουν;, ρώτησε - αν και ήξερε την απάντηση.
-Πως να κοιμηθώ; Εδώ έγινε μεγάλη φασαρία, όταν φύγατε! Βγήκαν όλοι αναστατωμένοι από τα δωμάτιά τους και άκουγαν τι κάνατε! Φοβήθηκαν όλοι τόσο πολύ! Δεν μπορείτε να φανταστείτε τις φωνές τους! Αλλόφρονες! Κι έτσι, αποφάσισα να Σας περιμένω.
-Θα φέρω λίγη σαμπάνια. Το απαιτεί η νύχτα.

Η Domme επέστρεψε με τη φιάλη και τα ποτήρια.
Η Γυναίκα σέρβιρε.
Ήπιαν στη νύχτα που έφευγε.

Κάθησαν και οι Δ/δύο στον καναπέ, κοιτάζοντας το τζάκι.
-Επιτρέπετε να ρωτήσω πως ήταν, Κυρία...;, ρώτησε διστακτικά η Γυναίκα.
Η Domme άναψε ένα τσιγάρο.
-Ό,τι μου ευχήθηκες. Μοναδικά.
Χαμογέλασαν και κοίταξαν Η Μία την άλλη. Η φωτιά είχε αρχίσει να περιορίζεται.
-Σβήνει η φωτιά, Κυρία...
-Η φωτιά αυτή δεν θα σβήσει ποτέ, όσο Εγώ κι εσύ ήμαστε μαζί. Μόνο θα αυξομειώνεται... Μόνο θα αυξομειώνεται...

Βγήκα από το ξενοδοχείο, στον κεντρικό δρόμο.
Είχε αρχίσει να ξημερώνει αλλά το σκοτάδι κυριαρχούσε ακόμη.
Η τοποθεσία ήταν εξαιρετικά ερημική αλλά δεν φοβόμουν.
Ήθελα να περπατήσω, σαν τρελή. Είχα τόση ενέργεια μέσα μου, που δεν ήξερα τι να κάνω.
Είχα φορέσει το σακκάκι του Χ, πάνω από το φόρεμά μου, και από μέσα κρατούσα το riding crop επάνω μου.
Άνοιγα το βήμα μου όσο περισσότερο μπορούσα. Νόμιζες ότι βιαζόμουν να προλάβω κάτι.
Μακάρι να είχα μαζί μου μία φόρμα και αθλητικά, σκεφτόμουν. Μπορούσα να κάνω τον γύρο της πόλης!

Ο αέρας ήταν κρύος και μου έκανε τόσο καλό...
Προσπαθούσα να σταματήσω να σκέφτομαι τι είχε γίνει. Αλλά ήταν αδύνατον.
Οι σκηνές έπαιζαν συνέχεια μες στο μυαλό μου.
Κι όσο εκτυλλίσονταν, τόσο ήθελα να περπατήσω, να τρέξω...

Δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω πόσο καλός ήταν...
Η στάση του σώματός του, ο τόνος της φωνής του, οι απαντήσεις στις ερωτήσεις μου, οι δηλώσεις του, η ανάσα του, τα βογκητά του...
Η υποταγή του... η υποταγή του...

Όταν άρχισε να ξημερώνει για τα καλά, αποφάσισα να επιστρέψω.
Ο Χ κοιμόταν με το φως της τηλεόρασης. Όπως πριν...
Το δωμάτιο ήταν τακτοποιημένο, το ίδιο και το κρεβάτι.
Έβαλα το riding crop στη θέση του, ξεβάφτηκα, γδύθηκα και μπήκα στο μπάνιο, χωρίς να ανάψω τα φώτα.
Έλουσα τα μαλλιά μου, γέμισα το σώμα μου με αφρόλουτρο και έμεινα πολλή ώρα κάτω από το νερό. Ήταν υπέροχη εκείνη η αίσθηση...

Βγήκα με τις πετσέτες και θυμήθηκα την πρώτη φορά που κοιμηθήκαμε μαζί. Δεν μπορούσα να μην χαμογελάσω...
Σκούπισα καλά τα μαλλιά μου και ξάπλωσα δίπλα του.
Ο Χ ξύπνησε.
-Αφέντρα...;, ακούστηκε η φωνή του απαλά.
-Ναι;
-Είστε καλά...;
Γύρισα το κεφάλι μου. Με κοιτούσε σχεδόν φοβισμένος.
-Υπάρχει κάποιος λόγος για να μην είμαι...;, τον ρώτησα.
-Δεν ξέρω, Αφέντρα... ίσως να έκανα κάτι λάθος εγώ... που δεν σας άρεσε... ή που δεν έπρεπε να κάνω...
-Αν κάποιος έχει κάνει λάθος, απόψε ή έκανε κάτι που δεν έπρεπε να κάνει, αυτός είμαι εγώ. Κι εγώ είμαι βέβαιη ότι δεν έχει συμβεί τίποτε από αυτά.
-Να σας σκουπίσω τα μαλλιά...;
Έμεινα να τον κοιτάζω.
-Μπορώ να πάρω μία πετσέτα να σας σκουπίσω τα μαλλιά...;, με ρώτησε συνεσταλμένα.
-Ναι... πήγαινε...

Ανασηκώθηκε λίγο, πήρε το πουκάμισό του από την καρέκλα, και σηκώθηκε από το κρεβάτι αργά, φορώντας το.
Έκλεισα τα μάτια. Δεν μπορούσε να μου συμβαίνει εμένα αυτό... Κόντευα να τρελαθώ...
Επέστρεψε με μία στεγνή πετσέτα, κάθησε στο κρεβάτι, σκεπάστηκε μέχρι τη μέση με το σεντόνι και άφησε το πουκάμισο στη θέση που ήταν. Στηρίχθηκε στον αγκώνα του και άρχισε να κλείνει τις άκρες των μαλλιών μου μέσα στην πετσέτα, σιωπηλά.
-Ίσως θα ήταν καλύτερα να κοιμηθούμε, του είπα σφιγμένα. Σε λίγες ώρες θα οδηγείς και δεν έχεις ξεκουραστεί ακόμα.
-Δεν είμαι κουρασμένος, Αφέντρα. Είμαι ευτυχισμένος. Θέλω να κάνω πράγματα.
-Ναι. Αλλά εάν συνεχίσεις να κάνεις τέτοια πράγματα, φοβάμαι ότι θα τριτώσουμε τα πράγματα που κάναμε πριν.

Ο Χ κοκκίνησε χαμογελώντας και με κοίταξε στα μάτια.
-Εγώ δεν φοβάμαι, Αφέντρα...
-Συνεχίζεις...
-Να σταματήσω...;, με ρώτησε μες στην αφέλεια.
Ήμουν στα πρόθυρα της τρέλας, λέμε...
Έκλεισα τα μάτια με τα χέρια μου.
-Χριστέ μου... δεν θα βγεις ζωντανός από 'δω μέσα..., προσπάθησα να ηρεμήσω πάλι.
-Δεν έχω αντίρρηση, Αφέντρα..., είπε και άρχισε να μου φιλάει τα χέρια
.
Έβγαλα τα χέρια από τα μάτια μου
. Δεν υπήρχε αυτό...

Άφησε την πετσέτα και έβαλε το χέρι του στη μέση μου.
Με τράβηξε κοντά του και με αγκάλιασε.
Ήρθαμε πρόσωπο με πρόσωπο.
-Καταλαβαίνεις τι κάνεις;, τον ρώτησα σοβαρά.
-Θέλω να κάνω αυτό που θέλετε εσείς, είπε χαμηλόφωνα κοιτάζοντας τα χείλια μου.
Εννοούσε ό,τι έλεγε... Η υποταγή του... η υποταγή του...
-Τότε, αυτό που θέλω, δεν είναι η αποχή. Είναι η συγχρόνηση, του είπα στον ίδιο τόνο. Μπορείς να το κάνεις αυτό;

Ο Χ κοκκίνησε και χαμογέλασε, ξανά.
-Μπορώ να κάνω τα πάντα για εσάς... Τα πάντα... Το ξέρω... Το μόνο που δεν ξέρω, είναι από που να αρχίσω...
-Αυτό είναι δική μου υπόθεση, χαμογέλασα κι εγώ. Μπορώ να σου δείξω για αρχή, εάν ενδιαφέρεσε, τον προκάλεσα.

Το sex που ακολούθησε, δεν είχε καμμία σχέση με τα 2 προηγούμενα.
Ήταν το καλύτερο sex που είχα κάνει στη ζωή μου.
Τα λόγια του ήταν τα ισχυρότερα διεγερτικά που θα μπορούσε να μου χορηγήσει.

Κανείς δεν πρέπει να κοιμόταν εκείνο το Κυριακάτικο πρωινό, σε εκείνο το ξενοδοχείο, εκείνη την ώρα.
Ήταν σαν μάχη.
Μόνο που δεν υπήρχε αντίπαλος.