10.1.10

When The Domme Meets The Woman

Η Γυναίκα ξύπνησε από τη πολλή ζέστη.
Κοίταξε το ρολόι και σηκώθηκε από το κρεβάτι ιδρωμένη.
Δεν προλάβαινε να μπει στο μπάνιο. Ούτε καν να ετοιμαστεί.
Έπρεπε ήδη να ήταν στο ραντεβού της.
Έκανε να ρίξει κάτι επάνω της αλλά η ζέστη ήταν ανυπόφορη.
Κι εκείνη η υγρασία...

Βγήκε με το νυχτικό στον διάδρομο.
Με αναψοκοκκινισμένα μάγουλα... Τρεκλίζοντας...
Τέτοια ώρα... ποιος θα με δει, σκέφτηκε.
Όσο πλησίαζε στο δωμάτιο Της, η υγρασία υποχωρούσε αλλά η ζέστη μεγάλωνε.
Γύρω της, οι πόρτες όλων ήταν κλειστές.
Στοίχημα, όμως, ότι κανείς δεν κοιμόταν απόψε...

Στην τελευταία στροφή του διαδρόμου, το δυνατό φως την έκανε να σταματήσει.
Οι πόρτες του δωματίου Της, ήταν διάπλατα ανοικτές.
Ο χώρος, χωρίς το τείχος, έμοιαζε ατελείωτος.
Στο τζάκι Της, ήταν αναμμένη μία τεράστια φωτιά.
Η Domme στεκόταν πίσω από τον καναπέ που ήταν μπροστά του.
Με τόσο φως από τις φλόγες, η φιγούρα Της έδειχνε μαύρη.

Η Γυναίκα άνοιξε το βήμα της και σταμάτησε στο άνοιγμα.
-Σε περίμενα, της είπε η Domme χαμογελαστή.
-Ναι... κι εγώ ήρθα έτσι... με τα νυχτικά..., απολογήθηκε η Γυναίκα.
-Δεν σε περίμενα διαφορετικά. Καταλαβαίνω...
Οι δύο Γ/γυναίκες αγκαλιάστηκαν και έμειναν έτσι για μερικά λεπτά.
-Πέρασε, πρότεινε το χέρι Της η Domme. Έχω φτιάξει τσάι.
-Ελπίζω να είναι παγωμένο..., παραπονέθηκε η Γυναίκα και κάθησε στον καναπέ.
-Και να ήταν, πάλι θα έβραζε, κούνησε το κεφάλι Της η Domme.

Η Γυναίκα κάθισε στον καναπέ.
-Στο δωμάτιό μου, δεν μπορείς να σταθείς από τη ζέστη και την υγρασία... Κι Εσείς έχετε ανάψει τόσο μεγάλη φωτιά;, Τη ρώτησε.
-Όχι Εγώ..., απάντησε με νόημα η Domme και έδωσε το τσάι στη Γυναίκα.
Κάθησε δίπλα της. Κοιτάχτηκαν και γέλασαν συνωμοτικά
-Θα μας το κάψει το σπίτι αυτός ο Χ, είπε η Γυναίκα και ανέβασε τα πόδια της στον καναπέ.

Κοίταξε γύρω της.
Κόκκινες βελούδινες κουρτίνες με χρυσές λεπτομέρειες, λιτά έπιπλα, απέριττος διάκοσμος.
Έγειρε το κεφάλι της στη πλάτη του επίπλου.
-Είμαι χαρούμενη που είμαι εδώ. Είμαι χαρούμενη που ήρθε ο Χ. Είμαι χαρούμενη που Σας γνωρίζω... Κι ας μη φαίνεται..., έδειξε το λεπτό ύφασμα που φορούσε και χαμογέλασε αθώα.
-Πες μου για τον Χ, ζήτησε η Domme και σταύρωσε τα πόδια Της. Πως ήταν; Πως πέρασες;, ρώτησε με ενδιαφέρον.

Η Γυναίκα πήρε βαθιά ανάσα.
-Τι μπορώ να Σας πω;..., αναρωτήθηκε. Εσείς καταλαβαίνετε καλύτερα από εμένα. Αυτό που ξέρω μόνον, είναι ότι δεν έχω γνωρίσει άλλον άνδρα σαν εκείνον. Είναι... είναι... πως να Σας το πω... είναι...
-Είναι υποτακτικός, την διέκοψε η Domme. Αυτό είναι. Ήπιε μία γουλιά από το αφέψημά Της. Και ο υποτακτικός, δεν μπορεί να συγκριθεί με κανέναν κοινό άνδρα, συμπλήρωσε.
-Και το sex!, αναφώνησε η Γυναίκα. Αυτό δεν είναι sex... Είναι... σαν... είναι σαν...
-Προσφορά, ένωσε τις τελείες Εκείνη. Αυτό δεν θέλεις να πεις;, την κοίταξε.
-Ναι! Ναι!, ανασηκώθηκε εύθυμα η Γυναίκα. Δεν ζητούσε... Προσέφερε... Μόνο προσέφερε... Δεν είναι σπάνιο;...

Η Domme σηκώθηκε.
-Θέλεις λίγο τσάι ακόμα;
-Ναι, παρακαλώ, έδωσε το φλυτζάνι της η Γυναίκα. Το στόμα μου είναι στεγνό. Διψάω απίστευτα. Ζεσταίνομαι, ιδρώνω, διψάω... όλα μου συμβαίνουν απόψε. Αλλά δεν έχω και δύναμη. Μπορούμε να πούμε, ότι το μόνο που μου πήρε είναι αυτό. Τη δύναμη.
-Εδώ είναι η δύναμή σου, Ακριβοθώρητη, ακούστηκε σταθερή η φωνή Της. Έστρεψε λίγο το κεφάλι, καθώς ξαναγέμιζε τα φλυτζάνια τους. Εδώ είναι.
-Εδώ...; Που εδώ...;
-Εδώ μέσα. Η Domme άφησε κάτω τη τσαγιέρα και έδειξε το τζάκι. Αυτή η φωτιά, είναι η δύναμή σου. Ο Χ δεν θα μπορούσε να την ανάψει μόνος του. Αλλά ακόμα και να τα κατάφερνε, οι φλόγες δεν θα έφταναν μέχρι την καπνοδόχο. Σε αυτή τη φωτιά, κανείς δεν μπορεί να πλησιάσει. Μόνον Εγώ. Κι αν εσύ κάθεσαι εκεί αυτή τη στιγμή, είναι γιατί το έζησες. Μαζί του. Και μπορείς να το αντέξεις, έστω, για μία επίσκεψη. Εγώ μπορώ να κάθομαι εδώ ώρες. Μπροστά της. Και να ρίχνω κι άλλα ξύλα μέσα της. Καταλαβαίνεις, Ακριβοθώρητη...;

Η Γυναίκα κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Την παρατηρούσε που της μιλούσε για τη φωτιά. Τον τόνο της φωνής Της, τις κινήσεις Της. Τόσα χρόνια κλεισμένη σε εκείνο το δωμάτιο, δεν Την έκαμψαν. Περίμενε τον κατάλληλο άνθρωπο. Πόση δύναμη έπρεπε να έχει; Και τώρα, βάζει ετοιμάζει ήρεμη το τσάι, χωρίς καμμία ανασφάλεια γι' αυτό που προτίθεται να κάνει, χωρίς ανησυχία. Η Γυναίκα βούλιαξε περισσότερο στον καναπέ. Ήταν χαρούμενη.

-Και δεν σας είπα και το αξιοσημείωτο. Ο Χ δεν ήρθε σε οργασμό.
Η Domme σταμάτησε εκεί που ήταν, με τα φλυτζάνια στα χέρια.
-Τι είπες...;, τη ρώτησε με μισόκλειστα μάτια.
Η Γυναίκα ανακάθησε φοβισμένη.
-Συγγνώμη, Κυρία... Δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιώ τέτοιες εκφράσεις... έτσι δεν είναι...;
Η Domme άφησε τα φλυτζάνια στο τραπέζι. Κάθησε πιο κοντά της και της είπε σοβαρά.
-Μαζί μου, θα μιλάς όπως αισθάνεσαι. Εσύ δεν είσαι όπως οι άλλοι. Δεν μπορείς να κρατηθείς σε απόσταση από Εμένα. Πρέπει να τα ξέρω όλα. Πες μου για τον Χ. Δεν ήταν καλός στο sex;
-Όχι, ήταν!
-Δεν είχε καλή στύση...;
-Όχι, είχε!
-Δεν κάνατε πολλή ώρα sex, μήπως...;
-Μα δεν άντεχα! Δεν ξέρετε πως ήταν! 2 φορές σε ένα βράδυ;! Με τέτοια ένταση;! Γυναίκα είμαι! Όχι μηχανή! Από την άλλη έχω και ένα θέμα με τους οργασμούς, που δεν το ξέρει ακόμα. Όσο πιο καλό είναι το sex, επομένως και ο οργασμός, τόσο πιο γρήγορα ναρκώνομαι. Πρέπει να κοιμηθώ 10-15 λεπτά. Αλλιώς είμαι σαν φυτό! Μπορεί να είμαι εκεί, να ακούω, να καταλαβαίνω αλλά μου είναι αδύνατον να σηκώσω, έστω, το χέρι μου! Πόσο, μάλλον, να μιλήσω... Αυτό, ωστόσο, που μου κάνει μεγάλη εντύπωση, είναι το πως κατάφερε να γλυστρήσει από το κρεβάτι, χωρίς να τον καταλάβω... Γιατί, μπορεί να κοιμάμαι, αλλά έτσι και κινηθείς, με έχεις ξυπνήσει... Και με έχεις νευριάσει!

Η Domme σηκώθηκε και πήρε τα τσιγάρα Της. Το μυαλό Της, είχε σταματήσει αλλού.
Πλησίασε το τζάκι. Το πρόσωπό Της φωτίζονταν από τις φλόγες.
Άφησε τον καπνό να φύγει από τα χείλη Της.
-Τότε... σκοπίμως δεν ολοκλήρωσε... εκείνος το έκανε... συνειδητά..., είπε σκεπτική. Ήταν σαν να μονολογούσε.
-Είμαι σίγουρη 100%, είπε σοβαρά η Γυναίκα. Ήταν τόση η ορμή του... τι να πω... δεν το έχω ξαναζήσει... δεν ξέρω γιατί το έκανε... εντάξει, την πρώτη φορά... δεν με προλάβαινε και να ήθελε... αλλά τη δεύτερη...; είναι...
-Υποτακτικός, επανέλαβε Εκείνη, αυστηρά.

Έσβησε το τσιγάρο Της.
-Πήγαινε να κοιμηθείς, Ακριβοθώρητη. Κλείσε καλά τη πόρτα σου και ό,τι κι αν ακούσεις, μη βγεις από το δωμάτιό σου; Σύμφωνη;
-Μάλιστα, Κυρία, υπάκουσε η Γυναίκα. Δεν θα βγω. Εύχομαι να περάσετε όπως πέρασα εγώ: μοναδικά.
-Θα σου χτυπήσω, όταν επιστρέψω.

Η Domme, κάθησε στον καναπέ.
-Ήρθε η ώρα, είπε. Και έκλεισε τα μάτια.