26.1.10

Pretty In Pink, Isn't She?

Ετοίμαζε τις βαλίτσες της.
Δεν μπορούσε να μείνει πλέον σε εκείνο το δωμάτιο.
Το πρωί ήταν καλά.
Όσο έπεφτε, όμως, ο ήλιος, το δωμάτιο πνιγόταν στην υγρασία.
Όταν ερχόταν και ο Χ, γίνονταν όλα μούσκεμα...

Θα έμενε σε ένα δωμάτιο, που θα της παραχωρούσε η Κυρία.
Με εκείνη τη φωτιά στο τζάκι - ε, δεν μπορούσε! - τα πράγματα θα ήταν καλύτερα.
Και πιο στεγνά...

Έτσι κι αλλιώς, η Γυναίκα ήταν πια καθημερινά στο διαμέρισμα Της Domme.
Έτρωγαν μαζί, έπιναν μαζί, έκαναν πολύωρες συζητήσεις.
Όλα είχαν ξεκινήσει από τότε που άρχισε η εκπαίδευση με τη φωτιά.
Η Γυναίκα έδειξε απόλυτη εμπιστοσύνη στη Domme, από την πρώτη φορά.
Κι έμαθε να παίζει με τις φλόγες, χωρίς να καίγεται.
Όπως Εκείνη...

Η Domme βρισκόταν έξω από το παλιό Της δωμάτιο.
Έβαλε το κλειδί στην πόρτα και άνοιξε.
Η Λογική, η Ψυχραιμία και η Σκέψη, πετάχτηκαν όρθιες.
-Μη ταράζεστε..., είπε ήρεμα η Domme. Από σήμερα, είστε ελεύθερες. Βέβαια, τα πράγματα δεν είναι όπως τα είχατε αφήσει..., έπαιξε στα χέρια Της το riding crop. Όπως θα διαπιστώσετε, δεν θα έχετε πλέον τις ίδιες θέσεις. Ας πούμε... ότι θα είστε λίγο περιορισμένες... Ό,τι χρειάζεται η Νανά, το έχω αναλάβει Εγώ και η Γυναίκα. Εξ' ολοκλήρου. Είμαι κατανοητή...;
Οι τρεις τους κούνησαν γρήγορα το κεφάλι, καταφατικά.
-Πολύ καλά... Μπορούμε να συμφιλιωθούμε, τώρα... Λοιπόν...; Φίλες...;, τις ρώτησε και έδωσε το χέρι Της.
Πήγαν να δώσουν κι εκείνες τα δικά τους.
-Όχι... Όχι τέτοιες φίλες...., είπε αργόσυρτα, κοιτάζοντάς τες αυστηρά.
Φίλησαν το χέρι Της και αφέθηκαν ελεύθερες.

Κοίταξε λίγο το δωμάτιο.
Της φάνηκε τόσο παρελθόν...
Πόσο είχαν αλλάξει τα πράγματα...
Ήρθε ο Χ και έγινε ό,τι περίμενε χρόνια... Ξαφνικά...
Ήταν, όμως, έτοιμη...

Με το αγαπημένο Της riding crop, περπατούσε στους διαδρόμους.
Το θρόϊσμα από τον ταφτά και τα τακούνια Της, ήταν τα μόνα που ακουγόταν.
Φορούσε ένα μαύρο μακρύ φόρεμα, με ψηλό λαιμό, μακριά μανίκια - ως τις κλειδώσεις των δακτύλων -,
εφαρμοστό μακρόταλο κορσάζ, που κατέληγε σε μία πλούσια φούστα.
Κανείς δεν είχε δει ποτέ ούτε ένα εκατοστό γυμνής Της σάρκας.
Ούτε τα μαλλιά Της λυμμένα. Ποτέ...

Όσοι περνούσαν από δίπλα Της, Την χαιρετούσαν με σεβασμό, σκύβοντας λίγο το κεφάλι.
Δεν Την φοβούνταν πια. Την αγαπούσαν. Και Τη σέβονταν.
Εκείνη έκανε κουμάντο εκεί μέσα. Όλοι ήταν υπό των διαταγών Της.
Ήταν σκληρή. Αλλά ακριβοδίκαιη.
Οι πόρτες Της, ήταν πάντα ανοικτές για όλους.
Δεν υπήρχε τίποτα που να μη διαχειριζόταν.
Και δεν υπήρχε τίποτα που να μη μπορούσε να καταφέρει...

Προτεραιότητά Της, ήταν ο Χ.
Σε εκείνον χρωστούσε την ελευθερία Της.
Εκείνος Την έστεψε Βασίλισσα.
Όπως Της άρμοζε...

Πλησιάζοντας στο δωμάτιό Της, είδε την Γυναίκα να Την περιμένει απ' έξω με τη βαλίτσα στα πόδια της.
-Περιμένεις πολύ;, τη ρώτησε από απόσταση.
-Όχι, Κυρία... Σκεφτόμουν πως ήρθαν τα πράγματα... Και μάλλον χάθηκα στις σκέψεις... Στην αρχή νόμιζα πως θα μας το 'καιγε και τώρα φεύγω να σωθώ από σίγουρο πνιγμό..., είπε με νόημα.
-Να ήσουν πιο φρόνιμη, τότε, αποκρίθηκε η Domme, στο ίδιο ύφος και της χαμογέλασε.

Πέρασαν μέσα, η Γυναίκα τακτοποιήθηκε στο νέο της δωμάτιο και επέστρεψε στο σαλόνι που καθόταν η Domme. Άναψαν τσιγάρο και κοιτούσαν το τζάκι.
-Μου είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσω όλη αυτή τη κατάσταση. Ήρθαν όλα τόσο γρήγορα. Ο Χ, η δική Μ/μας γνωριμία... Είναι σαν να είναι συνέχεια καλοκαίρι...
-Πριν από λίγο έλεγες ότι θα πνιγόσουν!, την πείραξε η Domme. Τώρα είναι καλοκαίρι;!
Γέλασαν με τη καρδιά Τ/τους.
Χ Σας αγαπάει πολύ..., είπε χαμηλόφωνα και Την κοίταξε.
-Εσύ έχεις παράπονο;..., την ξαναπείραξε Εκείνη.
-Όχι...! Όχι...!
-Τότε;...
-Ξέρετε ότι χάρη σε Εσάς τον γνώρισα εγώ... Αν δεν είσασταν Εσείς, εγώ δεν θα έφευγα ποτέ από εκείνο το δωμάτιο...
-Κι Εγώ έφυγα από το δικό Μου, γιατί η Νανά γνώρισε τον Χ. Δεν έχεις καταλάβει ότι όλα είναι αλυσίδα; Δεν μπορεί να υπάρξει καμμία Μ/μας από μόνη Τ/της.
-Ναι... Και είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό...
-Αν δεν ήταν ο Χ, δε θα το μαθαίναμε ποτέ..., είπε με σιγουριά η Domme.

Έμειναν για λίγο να καπνίζουν σκεπτικές.
-Μπορώ να Σας πω κάτι, Κυρία;
-Σε ακούω...
Την πλησίασε στον καναπέ και έσβησε το τσιγάρο.
-Είναι λίγο δύσκολο να το διατυπώσω... Με τον Χ αισθάνομαι ότι για πρώτη φορά είμαι άνετη με έναν άνδρα... Δεν βρίσκομαι σε άμυνα... Δεν βρίσκομαι σε επιφυλακή... Δεν ξέρω πως να το περιγράψω... Απλά... οι προηγούμενοι έβλεπαν μόνο μία πλευρά μου... Κάποιοι ήθελαν τη μία, κάποιοι ήθελαν την άλλη... Ποτέ κανείς δεν με ήθελε ολόκληρη... Όπως είμαι... Ο Χ, θέλει να δει όλες μου τις πλευρές... Χωρίς να το περιμένει... Χωρίς να μου το ζητάει... Και, τώρα, για πρώτη φορά, είμαι εγώ εκείνη που θέλει... Καταλαβαίνετε...;

Η Domme την κοιτούσε με συμπάθεια.
Είναι τόσο αθώα.., σκεφτόταν.
-Έτσι είναι οι υποτακτικοί, Ακριβοθώρητη..., της είπε μαλακά. Αγαπούν πολύ τις Γυναίκες. Δεν θέλουν κάτι. Τα θέλουν όλα. Αλλά δε τα ζητούν ποτέ. Κι αυτό σε γαληνεύει... και αφήνεσαι...Ο υποτακτικός, είναι σαν τον μάγο. Μπορεί να βγάζει λουλούδια, από 'κει που δεν μπορεί να βγάλει κανείς ούτε κουνέλι!
Γελούσαν πάλι.
-Το βαρύναμε..., έσβησε το τσιγάρο Της. Πάμε να παίξουμε τώρα;!, της έδειξε τη φωτιά.
-Πάμε!, σηκώθηκε αμέσως όρθια η Γυναίκα.

Πέρασε κάμποση ώρα, με Τ/τις Δ/δύο Γ/γυναίκες να παίζουν με τις φλόγες.
Πείραζαν η Μία την άλλη, γελούσαν, διασκέδαζαν.
Όσοι περνούσαν απ' έξω, χαμογελούσαν κι εκείνοι. Κι ας μην ήξεραν γιατί γελούσαν Ε/εκείνες. Όλα πήγαιναν τόσο καλά πλέον εκεί μέσα. Όλα ήταν όπως θα έπρεπε, με Την Αφέντρα τους...

-Κι εγώ μπορώ να το κάνω αυτό!, ακούστηκε μία φωνούλα πίσω Τ/τους.
Τα γέλια Τ/τους κόπηκαν απότομα.
Πήραν τα χέρια από τη φωτιά και κοιτάχτηκαν μεταξύ Τ/τους με απορία.
Γύρισαν και οι Δ/δύο και είδαν ένα μικρό κοριτσάκι, ντυμένο στα ροζ, να στέκεται στο άνοιγμα.
Ξανακοιτάχτηκαν ξαφνιασμένες.
Εκείνο Τ/τις πλησίασε, μπήκε ανάμεσά Τ/τους και έβαλε τα χεράκια του στη φωτιά.
-Να!, Τ/τους είπε απλά.

Οι Γ/γυναίκες κοιτάζονταν ακόμα...
-Ποια είσαι εσύ, κοριτσάκι μου;, ρώτησε η Γυναίκα όταν συνήλθε.
-Δεν ξέρω, της είπε το παιδί, ανασηκώνοντας τους ώμους του.
Η Domme το κοίταξε καλά-καλά.
-Τι εννοείς δεν ξέρεις, παιδί Μου; Ποιανού είσαι εσύ;
-Δεν ξέρω, είπε πάλι το παιδί αφοσιωμένο στο παιχνίδι του.
-Πως το κάνεις αυτό...;, ξαναρώτησε η Γυναίκα.
-Είπα, δεν ξέρω!, απάντησε με θράσσος το κοριτσάκι.
Η Domme το άρπαξε από το χέρι και κάθισε στον καναπέ.
-Πως σε λένε, παιδί Μου;, προσπάθησε να μάθει.
-Δεν ξέρω, πείσμωσε το παιδί.
-Πολύ καλά..., νευρίασε Εκείνη. Από που ήρθες; Αυτό το ξέρεις;
-Ναι. Από το δωμάτιό μου, είπε ήσυχα.
-Το δωμάτιό σου;..., πλησίασε η Γυναίκα και κάθισε κι εκείνη στον καναπέ.

Κανείς δεν είχε παιδιά εκεί μέσα. Ποτέ.
Από που ήρθε αυτό;!
Πως βρέθηκε εκεί;!
Πως έπαιζε με τη φωτιά, σαν να ήταν το παιχνίδι του;!

Η Domme σηκώθηκε απότομα.
-Πάμε να Μ/μας δείξεις!
Το κοριτσάκι τραβούσε Την Domme από το χέρι και η Γυναίκα ακολουθούσε περίεργη.
Όποιον συναντούσαν, τον ρωτούσαν αν ήξερε κάτι γι' αυτό το παιδί.
Κανείς δεν είχε ιδέα...

Σταμάτησαν σε μία πόρτα, στο τέλος ενός διαδρόμου, που δεν ήξεραν καν ότι υπήρχε.
-Αυτό είναι το δωμάτιό μου, είπε δείχνοντας με το δακτυλάκι του τεντωμένο.
Η Domme άνοιξε απότομα την πόρτα.
Ήταν ένα δωμάτιο πολύ μικρό.
Τα παντζούρια και τα παράθυρα, ήταν ασφαλισμένα.
Κρεβάτι δεν υπήρχε, παρά μόνο μία κούνια.
Οι τοίχοι ήταν αραχνιασμένοι, τα πράγματα σκονισμένα.
Αλλά όλα ροζ... Τα πάντα...

-Εδώ κοιμόσουν, κοριτσάκι μου;... Σε αυτή την κούνια;..., ρώτησε στενοχωρημένη η Γυναίκα.
-Ναι, απάντησε μονολεκτικά το παιδί.
Η Domme μπήκε στο δωμάτιο και κοιτούσε τα πάντα με προσοχή. Δεν μιλούσε. Σκεφτόταν.
Πλησίασε το κοριτσάκι.
-Πήγαινε, παιδί Μου, στο δωμάτιό Μου. Θα έρθουμε σε λίγο, του είπε αυστηρά.
-Καλά, απάντησε αδιάφορα το κοριτσάκι.
Η Γυναίκα Την πλησίασε, αποσβολωμένη.
-Τι μπορεί να συμβαίνει, Κυρία;...

H Domme σταύρωσε τα χέρια Της στο στήθος και ακούμπησε στο κάσωμα.
Κοίταξε το κοριτσάκι που περπατούσε χαρούμενα στον διάδρομο.
Χ, εκτός από λουλούδια, βγάζει και παιδιά...