19.1.10

You Plant Corn, You Get Corn

Στις 7.30 το πρωί, ο Χ με περίμενε στο αυτοκίνητο, έξω από το σπίτι μου.
Βγήκα σχεδόν μαστουρωμένη από τον ύπνο, μια και το προηγούμενο βράδυ κοιμήθηκα σαν άνθρωπος και μάλλον λίγο βαριά, πράγμα που δεν συνηθίζω.

Βγήκε να μου ανοίξει την πόρτα.
-Περίπτερο, Milco, τσιγάρα, όχι πολλά πολλά, πρωινιάτικα.
Χαμογέλασε πλατιά.
Ψιλοξάπλωσα στο πίσω κάθισμα και ο Χ έβαλε μπροστά για να βρει περίπτερο, μακριά από τη γειτονιά μου.

Σταμάτησε, έφερε ό,τι ζήτησα και όταν ψιλοσυνήλθα, έβαλα τα γέλια.
Ποτέ δεν είχα ξαναδεί άνθρωπο να πίνει Coca Cola στις 7.30 το πρωί!
Καθόταν δίπλα μου και κατέβαζε μεγάλες γουλιές από το αναψυκτικό, μες στην ευτυχία.
-Ok. Θέλουμε ένα κατάστημα με ηλεκτρικά, ένα με έπιπλα, ένα με φωτιστικά και πολύ super market. Αν με ρωτάς, το τελευταίο είναι το καλύτερό μου. Και αυτό τυχαίνει να είναι και το μέρος απ' όπου θα πάρουμε άμεσα τα πράγματα.
Στράβωσε.
-Κάτι δεν σου άρεσε;...
-Τι εννοείτε; Γιατί δεν θα πάρουμε τα άλλα;
-Τα άλλα, σήμερα, θα τα παραγγείλουμε. Δεν ξέρω πότε θα τα φέρουν αλλά υποπτεύομαι ότι επειδή μετράμε μέρες για το Πάσχα, δεν θα είναι και τόσο άμεση η αποστολή.
-Όχι, Αφέντρα! Σήμερα θα τα πάρουμε!, είπε με ενθουσιασμό και σιγουριά.

Γύρισα και τον κοίταξα με έκπληξη.
Ανακάθισα στη θέση μου και χαμογέλασα. Μου άρεσε πάρα πολύ η αποφασιστικότητά του.
-Δεν ξέρω τι κάνετε εσείς στα ξένα, εδώ είναι Ελλάδα. Πρέπει να έχεις ατσάλινα νεύρα και γερό στομάχι, για τους ρυθμούς της. Το διαμέρισμα δεν μπορεί να στηθεί πριν το Πάσχα. Εκ των πραγμάτων.
Δεν τον είχα πείσει.
-Αφέντρα...
-Η Αφέντρα δεν μπορεί να κάνει κάτι γι' αυτό, τον έκοψα. Εκτός αν θέλεις να πάρει το riding crop και να τους κάνει μαύρους στο ξύλο. Δεν τη χαλάει. Αλλά και πάλι, το μόνο που θα κερδίσεις, είναι να της φέρνεις τσιγάρα στη φυλακή τα επόμενα Σαββατοκύριακα. Α! και λίγο κοκορέτσι. Πάσχα έρχεται...
-Αφέντρα, θα τα πάρουμε όλα σήμερα..., είπε με απόλυτη βεβαιότητα.

Έχω αρχίσει να ξυπνάω, να ανεβαίνουν οι παλμοί μου, να διασκεδάζω.
-Ok. Ας πούμε ότι αυτό θα είναι το project για σήμερα. Ακούω προτάσεις, είπα και άναψα ένα τσιγάρο να το απολαύσω.
Με κοίταξε μες στη χαρά.
-Αυτό είναι project για μένα;!
-Φαίνεται να είναι για μένα...;
-Αν θα τα πάρουμε όλα σήμερα;!
-Αν θα τα πάρουμε όλα σήμερα.

Μείναμε να κοιταζόμαστε.
Ο Χ κρατιόταν με δυσκολία. Τα μάτια του κοιτούσαν εκ περιτροπής τα μάτια μου, τα χείλια μου, τα μαλλιά μου.
Πλησίασα το πρόσωπό του.
-Αυτά που κοιτάς, αν δεν κάνεις αυτό που δήλωσες δις, θα κάνεις να τα ξαναδείς μία εβδομάδα για κάθε τι που δεν θα καταφέρεις να μας το φέρουν σήμερα.
Κατέβηκα στη θέση μου και ακούμπησα το κεφάλι πίσω.
-Ο χρόνος μετράει υπέρ αυτού. Σκέψου το όσο θέλεις. Είναι 8. Τα μαγαζιά κλείνουν στις τρεις. Καλή επιτυχία.

Μέσα στο αυτοκίνητο, έκοβες την ένταση και των 2, με το μαχαίρι.
Και ευτυχώς που ήμασταν στο αυτοκίνητο και ευτυχώς που δεν ήμασταν σε κανένα ξενοδοχείο και ευτυχώς που έπρεπε να γίνει αυτό που έπρεπε να γίνει. Διαφορετικά, θα μας άκουγαν 4 τετράγωνα...

Δεν χρειάζεται να πω τι έγινε.
Ο Χ κατάφερε να πάρουμε τα πάντα εκείνη την ημέρα.
Παρακάλεσε προϊσταμένους, δωροδόκησε κάποιους άλλους, χάριζε τα πιο σαγηνευτικά του χαμόγελα στην ιδιοκτήτρια των φωτιστικών, με αποτέλεσμα πριν τις τρεις να σπρώχνει το καρότσι του super market, πίσω μου.
Εγώ το γέμιζα μες στην τρελή χαρά κι εκείνος μουρμούριζε ένα τραγούδι των Depeche Mode, κοιτάζοντας και βοηθώντας.
Το μόνο που έβαλε μόνος του στο καρότσι, ήταν τρεις 6άδες Coca Cola.
Μισόλιτρα.

Στις 3.30 μπήκαμε στο διαμέρισμα.
Μέχρι αργά το απόγευμα, είχαν έρθει όλα τα πράγματα και ο τεχνίτης για τις εγκαταστάσεις.
Ο Χ δεν είχε αφήσει ούτε λεπτό να πάει χαμένο.
Τα είχε καταφέρει.

Όταν ήρθε ο ηλεκτρολόγος για τις συνδέσεις, εκείνος έπλενε πιάτα, ποτήρια, μαχαιροπήρουνα, λες και ήταν διαγωνισμός, μην τον προλάβει ο άλλος. Εγώ του ετοίμαζα καφέ. Όταν μπήκε να βάλει το φωτιστικό στη κρεβατοκάμαρα, του είπα κοιτάζοντας το νερό που ζεσταινόταν.
-Σου είπα τι θα γινόταν, εάν δεν έκανες ό,τι είπες. Σου είπα τι θα γίνει, εάν τα καταφέρεις;
Σταμάτησε με τα χέρια κάτω από το νερό που έτρεχε.
-Όχι, Αφέντρα... δεν μου είπατε..., είπε χαμηλόφωνα.
-Ναι, μάλλον δεν πρέπει να σου είπα.

Όταν έφυγε ο ηλεκτρολόγος, μείναμε να κοιτάζουμε το χάος γύρω μας.
Χώματα, σκόνες, πράγματα σε συσκευασίες, σακούλες γεμάτες τρόφιμα και ποτά.
Αλλά ήμασταν πολύ κουρασμένοι για να κάνουμε το οτιδήποτε.
Κι εγώ, την άλλη μέρα το μεσημέρι, δούλευα.

Κατέβηκε για να φέρει φαγητό, άνοιξα ένα κόκκινο κρασί και φάγαμε πάνω στο κρεβάτι.
Κι εκεί μας πήρε ο ύπνος, συζητώντας.
Όταν ξύπνησα, ο Χ με την τηλεόραση στην αγκαλιά, έκανε χώρο για να την βάλει στο δωμάτιο.
-Αφέντρα... δεν πήραμε πλυντήριο...
-Τι να το κάνουμε το πλυντήριο; (Ερώτησή μου, που έμελλε να γίνει το ανέκδοτό μας...) Σεντόνια και πετσέτες, ξεχάσαμε. Δηλαδή, ξέχασα. Τα λευκά είδη.
-Και άλλη μία τηλεόραση, πρόσθεσε, αφήνοντας αυτή που κρατούσε στο έπιπλο που είχε φέρει από το σαλόνι.
-Άλλη μία τηλεόραση...; Γιατί...;
-Πως θα κοιμάστε, Αφέντρα;... Η τηλεόραση σας νανουρίζει...

Η τελευταία του φράση, έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει...
Ήταν περασμένες 12, και από τις 7.30 το πρωί, προσπαθούσα να συγκρατηθώ και να ηρεμήσω, με ό,τι έλεγε, με ό,τι έκανε, με τον τρόπο που τα έλεγε και τα έκανε...
Μία λέξη μπορεί να περιγράψει αυτό που μου συνέβη.
Θόλωσα.

Σηκώθηκα από το κρεβάτι, έκλεισα παντζούρια, μπαλκονόπορτες, την πόρτα του δωματίου και εκγλώβισα το θήραμά μου εκεί που ήταν.
Προσπαθώντας να κοντρολάρω την αναπνοή μου, τις σκέψεις μου, τις προθέσεις μου, τον είδα να γονατίζει.
Κατάλαβε.
Δεν χρειαζόμουν κάτι άλλο εκείνη τη στιγμή.

Δεν μπορώ να περιγράψω τίποτα.
Τίποτα από ό,τι ακολούθησε. Τίποτα απ' ό,τι έκανα. Τίποτα απ' ό,τι συνέβη.
Το μόνο που θα γράψω, είναι ότι ξέφυγα.
Έκανα κάτι, που στο BDSM θεωρείται edge play.
Για μένα - ήταν και είναι - απόλυτα φυσικό, δεδομένο, ανάμεσα στην Αφέντρα και τον σκλάβο Της.

Όταν τελείωσαν όλα και ο Χ κοιμόταν πια βαθειά, πήρα τα πράγματά μου, τράβηξα την πόρτα και έφυγα.
Μέχρι να φτάσω στο σπίτι, το είχα μετανοιώσει 100 φορές... 100 φορές...
Δεν κοιμήθηκα όλη τη νύχτα.
Κάθησα στο κρεβάτι, μες στο σκοτά
δι, μέχρι να ξημερώσει, με τα χέρια να σκεπάζουν το πρόσωπό μου, από την ντροπή.

Ήξερα ότι δεν θα έβλεπα πότε ξανά τον Χ.