1.3.10

The Last Day

Εκείνη την ημέρα, δεν ήταν για να μου φέρνει κανείς αντιρρήσεις.
Η Domme τα 'χε πάρει στο κρανίο, κανονικά, και δεν σήκωνε κουβέντα.
Καλή-καλή, αλλά μην τη ξεσηκώσεις...
Θα σε γαμήσει...

Δεν είχα ελευθερία, δεν είχα άνδρα, δεν είχα sex.
Ήμουν μία ωρολογιακή βόμβα, που ο χρόνος έκρηξης, ήταν ζήτημα λεπτών.
Κι επειδή, κανείς δεν ήξερε τι ζημιές θα προκαλούσε, καλό θα ήταν, να ήμασταν όλοι σε απόσταση ασφαλείας.
Κυρίως, εκείνος...

Σηκώθηκα, τράβηξα τη μπαλκονόπορτα, σηκώθηκε με κοίταξε, ίσα που τον διέκρινα από τη θολούρα μου, κόντεψα να βάλω τα κλάμματα από τα νεύρα, πήγα στη θάλασσα, έβριζα τον ήλιο, στριφογύριζα πάνω στην ξαπλώστρα, γύρισα αμίλητη, έπαιξα θέατρο μέχρι να φύγουν, έκανα μπάνιο χτυπώντας τα αφρόλουτρα στα ράφια, ήρθε ο "παππούς" ξεχάστηκα για λίγο, αλλά μέχρι εκεί.
Βρήκα τοίχο.

Όταν γύρισαν, τους είπα πριν μπούμε στην κουζίνα, να πάνε να πουν στον "παππού" να έρθει για φαγητό.
Δεν ήταν σωστό, μετά από όσα έκανε για 'μας, να μη φάει μαζί μας, έστω την τελευταία μέρα.
Πήγαν όλοι μαζί, αλλά δεν τα κατάφεραν.
Τους έβαλα να ξεκινήσουν τα φαγητά, και βγήκα από το διαμέρισμα.
Μόνο το μαχαίρι που δεν κρατούσα...

Του χτύπησα την πόρτα, και έβαλα τα χέρια στη μέση.
Όταν άνοιξε και με είδε, έμεινε καρφωμένος εκεί που ήταν.
-Δεν θα ακούσω καμμία δικαιολογία, του είπα κοφτά. Θα έρθετε να φάτε μαζί μας, θέλετε δεν θέλετε. Και δεν θα ξανάρθω! Μόνο μη με αναγκάσετε να ξανάρθω. Σήμερα είναι η τελευταία μέρα, και θα μαγειρέψω εγώ. Δεν θα δεχθώ να αγνοήσετε τα εδέσματά μου. Το καταλάβαμε;! Θα αφήσω την πόρτα ανοικτή. Ετοιμαστείτε και ξεκινήστε. Αμέσως!
Δεν περίμενα την απάντησή του.
Έφυγα.

Ήθελα να τους διώξω όλους από την κουζίνα - για να μείνω μόνη και να απορροφηθώ -, αλλά εκείνοι μέρα με τη μέρα, ενθουσιάζονταν τόσο με τη μαγειρική, που δεν μπορούσα να το κάνω.
Εκεί που άνοιγα τις μελιτζάνες που μου είχε φέρει, και οι άνδρες ήταν απασχολημένοι με ό,τι τους είχα αναθέσει, μπήκε στην κουζίνα ο "παππούς".
Παράτησαν ό,τι έκαναν, και άρχισαν να χειροκροτούν.
Γύρισα, ξαφνιασμένη - βγαίνοντας από τις σκέψεις μου, τις πολύ βρώμικες σκέψεις μου... -, και τον είδα μπροστά μου.
-Σ' έριξε, κύριε Μ;!, τον είχε πιάσει ο Γ από τους ώμους.
-Έτσι όπως μου τα 'πε, φοβήθηκα!, έκανε μία αστεία κίνηση, προς τα πίσω.
-Άσε, κύριε Μ! Κι εμείς την τρέμουμε, δεν είσαι ο μόνος!, τον καθησύχασε ο Β. Αλλά μία την έχουμε! Τι να κάνουμε;!

Όλοι γελούσαν.
Εγώ ήμουν σκυμμένη πάνω από τις μελιτζάνες, και χαμογελούσα.
Δεν είχα τόση διάθεση.
Μετά σκέφτηκα ότι ήταν η τελευταία μέρα, και ότι έπρεπε να πιέσω τον εαυτό μου, γιατί δεν άξιζε.
-Θα φτιάξω παπουτσάκια, η σπανακόπιτα είναι μέσα στον φούρνο, ο πουρές είναι έτοιμος, έχουν βράσει και τα βλήτα που φέρατε, και μέχρι να γίνουν και τα σουτζουκάκια και να φάμε, θα έχει ψηθεί και το cake, ανακοίνωσα.
-Ξέρετε να φτιάχνετε παπουτσάκια...;, με πλησίασε ο "παππούς" και σοβαρεύτηκε απότομα.
-Φυσικά..., τον κοίταξα και του χαμογέλασα.
-Και σουτζουκάκια;!, δεν μπορούσε να το πιστέψει.
-Με πολύ κύμινο και σκόρδο..., κούνησα το κεφάλι.

Σαν να βούρκωσε...
Τα παιδιά αναστατώθηκαν, και μαζεύτηκαν γύρω του.
-Έλα, τώρα, κύριε Μ!, του είπε ο Χ. Για το κύμινο...;, προσπάθησε να αστειευθεί.
-Για την Νανά..., είπε εκείνος, κοιτάζοντάς τον. Να την προσέχετε... Είναι καλό κορίτσι... Να μην αφήσετε να πέσει στα χέρια κανενός αλήτη. Να τον έχετε από κοντά. Να την έχει βασίλισσα... Να της φιλάει τα χέρια... Είναι πολύ άξια...

Ο "παππούς" μας έκανε όλους σκατά.
-Έχω άνδρα, κύριε Μ, του είπε γρήγορα κάποιος μηχανισμός μέσα μου, για να προλάβει τα χειρότερα. Εγώ είχα φύγει...
-Έχεις;!, ρώτησε με διάπλατα ανοικτά μάτια.
-Ναι, τον καθησύχασα. Και με έχει σαν βασίλισσα, και μου φιλάει τα χέρια... Μη στενοχωριέστε...
-Και που είναι;, ρώτησε περίεργος.
-Δεν είναι εδώ... εννοώ στην Ελλάδα... Λείπει στο εξωτερικό..., έψαξα να βρω κάτι να πω.
-Και σε αφήνει μόνη;, τα έκανε πάλι σκατά. Εγώ, αν ήμουν, δεν θα σε άφηνα από τα μάτια μου!, ύψωσε τη φωνή του.

Με την άκρη του ματιού μου, έπιασα τον Χ να κλείνει για λίγο τα μάτια και να σφίγγει τα χείλη, γυρίζοντας από την άλλη.
Ο Α ξεσηκώθηκε, και πριν προλάβω να πω κάτι, έκανε νόημα στους άλλους.
-Με τη συζήτηση, θα μας κάνεις να κάψουμε κανένα φαγητό, κύριε Μ!, έκανε ότι χαμογελούσε. Και ποιος την ακούει μετά! Θα βάλει τον καλό της να μας δείρει!, κοίταζε τους υπόλοιπους.
Τον έπιασαν στην κουβέντα, τον πήγαν στο σαλόνι για λίγο, εκείνος ξεχάστηκε, ο Χ, όμως, κατέρρεε στο μπαλκόνι της κουζίνας...
Ακούμπησα το κεφάλι μου στα ντουλάπια, και έκλεισα τα μάτια.
Είχα πιάσει πάτο.

Και τότε ξεμπλοκάρισα.
"Όχι, ρε πούστη!", σκέφτηκα. "Δεν θα το επιτρέψεις! Τελευταία μέρα, σήμερα! Δεν θα αφήσεις να χαλάσουν όλα, την τελευταία στιγμή! Έλεγχος! Είναι όλα εκτός ελέγχου! Ξεκίνα να μαζεύεις!"
Βγήκα στο μπαλκόνι.
Τον έπιασα από τον πήχυ και τον γύρισα προς το μέρος μου.
-Είμαστε εδώ, του είπα σκληρά. Και οι δύο. Δεν θα λυγίσει κανείς μας, τώρα. Ήθελες να είμαι μαζί σου. Είχε κόστος. Δεν το σκεφτήκαμε. Ούτε εγώ, ούτε εσύ. Ok. Λοιπόν! Εγώ, πληρώνω. Εσύ, μπορείς;
-Μπορώ, Αφέντρα, είπε πεισμώνοντας, και κοίταξε τα χείλη μου.
-Πολύ καλά. Και άσε τα "Αφέντρα"! Αυτά να μου τα πεις αύριο, όταν θα είμαστε μόνοι. Όχι τώρα, που την κρατάω με νύχια και με δόντια, μη σου χυμήξ
ει!

Μπήκα στο σπίτι και στάθηκα στο άνοιγμα της πόρτας του σαλονιού, με τα χέρια στη μέση.
-Να σας πω, κύριε Μ! Σας φώναξα να φάμε. Όχι να μου ξεμυαλίσετε τους βοηθούς κουζίνας! Λοιπόν! Όλοι μέσα! Δουλειά! Ακόμα;!
Οι άνδρες πέρασαν από δίπλα μου, χωρίς να καταλαβαίνουν τι είχε γίνει, και με κοιτούσαν παραξενεμένοι.
-Να βοηθήσω κι εγώ;, στάθηκε μπροστά μου ο "παππούς".
-Αυτό θα είναι το καλύτερό μου!, είπα ενθουσιασμένη.

Άναψα ένα τσιγάρο, και ακούμπησα στο κάσωμα της κουζίνας, απολαμβάνοντας τους άνδρες να κάνουν από κάτι ο καθένας, να μιλάνε, να γελάνε.
Ο Α με πλησίασε, έχοντάς τους πλάτη.
-Ο παππούς, ο άνδρας σου και οι τρεις γιοι σου...;, ρώτησε γλυκά.
Κούνησα καταφατικά το κεφάλι, σφίγγοντας τα χείλη, κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
-Όλοι σ' αγαπάμε, Νανά... Να είσαι σίγουρη.
-Κι ας με φοβάστε...;
-Κι ας σε φοβόμαστε...
-Μπορείς να τους πάρεις όλους, μόλις σου κάνω νόημα; Μέχρι να βάλω μία τηγανιά πατάτες;...
-Άνετα!, κατάλαβε.

Τους πήρε.
Αλλά ο χαϊδεμένος, τρύπωσε στην κουζίνα, μόλις τις έβγαλα από το τηγάνι.
Πήρε μία πατάτα και την έβαλε στο στόμα, πριν προλάβω να τον σταματήσω.
-Φτύσ'την! Από ποιον πήρες άδεια, διάολε; Φτύσ' την, γρήγορα!
Ο Γ, άφησε την πατάτα να βγει από το στόμα του, στην παλάμη μου. Είχε καεί.
-Μήπωθ είναι του Χ...;, άρχισε να παίρνει στροφές.
-Πήγαινε να τους φωνάξεις, μη σου γαμήσω! Πήγαινε! Διάολε...

Φάγαμε στην τραπεζαρία.
Ήταν από τα ωραιότερα τραπέζια, που έχω κάνει.
Ο "παππούς" ήταν πανευτυχής, τα παιδιά έτρωγαν μέχρι σκασμού.
Ο Χ - όταν του έβαλα μπροστά το πιάτο με τις πατάτες -, κοίταξε ενοχικά τους φίλους του, τον κοίταξαν κι εκείνοι - χωρίς να σταματήσουν να μιλούν με τον καλεσμένο μας -, και του χαμογέλασαν, κατανοώντας και επιδοκιμάζοντας την εξαίρεση που έκανα.
Αφού φάγαμε, του είπαμε ότι θα φύγουμε την άλλη μέρα το μεσημέρι - για να μη βρούμε κίνηση -, έφυγε ευχαριστημένος.

Μάζευαν το τραπέζι, αμίλητοι.
-Τι μούτρα είναι αυτά;!, τους επέπληξα.
-Αύριο φεύγουμε..., είπε λυπημένα ο Γ.
-Και τι ήθελες; Να μείνουμε εδώ για μια ζωή;!
Δεν μιλούσε κανείς.
Μπήκα ανάμεσά τους.
-Για ακούστε, όλοι σας! Λυσσάξατε να βγούμε και να βγούμε! Και σήμερα που το πήρα απόφαση, θα είστε σαν κλαμμένα μουνιά;! Πολύ καλά, λοιπόν! Ούτε εγώ θα σας μιλάω! Αν θέλετε να το πάμε έτσι, μέχρι να φύγουμε, δεν έχω αντίρρηση! Ό,τι θέλετε!
"Όχι!" "Όχι!", έτρεξαν να με πιάσουν, για να μου αλλάξουν γνώμη.
-Ναι! Ναι!, τους έλεγα, προσπαθώντας να ξεφύγω από τα χέρια τους. Μούτρα, δεν θέλατε;! Τώρα θα δείτε!
-Έλα, Νανάαα... Να βγούμεεε..., παρακάλεσε ο Β.
-Εμ, βέβαια!, είπα αγανακτισμένη. Ο κώλος σου θέλει "έξω"! Στ' αρχείδια σου, ότι μου χαλάτε τη διάθεση! Ε, λοιπόν, οι κώλοι σας θα βγουν χωρίς τον δικό μου! Αφού έτσι το θέλετε!

Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.
-Με χρίσατε "αρχηγό της παρέας"!, συνέχισα μες στα νεύρα. Και τώρα κάνετε ό,τι θέλετε εσείς;! Να μου πείτε ποιος είναι ο νέος, να ξέρω!
-Όχι, Νανά!, πετάχτηκε το χαϊδεμένο. Εσύ είσαι ο αρχηγός της παρέας!
-Τότε να σταματήσετε τις μαλακίες, και να μαζέψετε το τραπέζι!, είπα φωνάζοντας στο πρόσωπό του. Γρήγορα! Μάζεμα, πλύσιμο, σκασμός για μεσημέρι! Κουνηθείτε, λέμε!, άρχισα να χτυπάω τα χέρια μου. Άντε, γιατί πολύ χαλαρώσαμε εδώ μέσα!

Μπήκα στο δωμάτιό μου, αφήνοντάς τους να τελειώσουν την κουζίνα.
Έβγαλα τα ρούχα μου, ξάπλωσα, κι έκλεισα τα μάτια.
"Κουράγιο...", είπα στον εαυτό μου. "Πάει και το μεσημέρι..."