3.3.10

Revanche

Στεκόμουν μπροστά τους, με τα χέρια στη μέση και τα πόδια σε διάσταση.
Δεν με έβλεπαν και καλά, γιατί η αλάνα φωτιζόταν μόνο από τα φώτα του κεντρικού.
Θα ήθελαν να γελάσουν - δεν μπορεί... -, αλλά ήταν το ύφος τέτοιο...

-Αν είστε 5, φύγετε... Αν είστε 10, ελάτε... Η Χάϊδω η πεντάμορφη, κανέναν δε φοβάται!, τους προειδοποίησα, υψώνοντας το δάκτυλο στους ουρανούς.
Τα ΄παιξαν... Όχι, θα τους άφηνα!
-Να χωριστούμε..., είπε το χαϊδεμένο.
-Ναι... να... να... χωριστούμε..., είπε το ψώνιο.
Α και Χ, άχνα.
Έβλεπαν τα χειρότερα να έρχονται...
-Τι "να χωριστούμε", ρε χαλβά!, κοίταξα υποτιμητικά τον 2ο. Εσείς μαζί, κι εγώ μόνη μου! Τη μπάλα!, κούνησα τα δάκτυλα.

Παίζουμε, τώρα...
Εγώ συνέχεια με τη μπάλα, λαχανιασμένη, και φτιαγμένη.
Γενικώς...

(Ακολουθούν στιγμιότυπα του αγώνα).

Πρώτος, ήρθε το καμάρι μου.
Οι άλλοι είχαν μείνει στα μετόπισθεν, περιμένοντας από 'κείνον να βγάλει το φίδι από την τρύπα.
Σου λέει, "πρώτος την αγκάλιασε, δεν του φωνάζει και πολύ, πάει με τα νερά της"...
-Το σκέφτηκες καλά...;, τον ρώτησα με ύφος.
Στάθηκε.
Καλάθι.

Τη μπάλα έπιασε ο καλός μου.
-Εσύ, είσαι δικός μου... Και σε κάνω ό,τι θέλω... Τη μπάλα...
Πάσα.
-Αυτό δεν είναι δίκαιο!, επαναστάτησε ο Β.
-Να το πεις στη μαμά σου, τον κοίταξα.
Καλάθι.

Έρχεται να μου πάρει τη μπάλα, ο Β.
-Τα βλέπεις τα μανταλάκια;... Θα σου πιάσω τ' αρχείδια και θα σ'τα κρεμάσω στο συρματόσχοινο. Κανόνισε!
Ο Α έπεσε ξερός, από τα γέλια.
-Μη γελάς εσύ... Θα φας μπουνιά!
Καλάθι.

Έκλεψα τη μπάλα από τον Β, και έβαλα καλάθι.
Ο Γ σήκωσε - με χαρά - το χέρι, για να το χτυπήσω με την παλάμη μου.
-Τι έγινε;, τον ρώτησα περνώντας από δίπλα του. Θέλεις να σ'το βάλω κάπου;...
Η χαρά, έγινε τρομάρα.

Ο Β τα 'χει πάρει στο κρανίο.
Παίζει καμπουριασμένος, κι εγώ τον έχω πιάσει από τους ώμους και τον σπρώχνω.
-Για βάλ'το..., τον προκαλώ.
Έρχεται δίπλα μου ο καλός μου.
-Του έχεις πει πόσο βαρύ χέρι έχω;
-Όχι, έχει αρχίσει να γελάει.
-Για πες του, πριν κάνει τη μαλακία... Γιατί το σκέφτεται ακόμα...
Καλάθι.

Που να τους πάρει τη μπάλα, η κοντούλα η λεμονιά;
Όταν σκίζονταν στο γέλιο, έβρισκε την ευκαιρία.
Πως την είχε πει η Βδέλλα...;
Α, ναι...
Πουτάνα.

-Βήματα!, φώναξε, κάποια στιγμή, ο Γ.
-Βήματα;..., γύρισα να τον κοιτάξω. Μέτρησες βήματα;..., τον καλόπιασα, πλησιάζοντάς τον. Θέλεις να μετρήσεις και κλωτσιές;
Μου έδωσε τη μπάλα, την πήρα αγκαλιά, και γύρισα - περπατώντας - στη μπασκέτα.
Καλάθι.

Ο Α το διασκέδαζε περισσότερο από τον καλό μου.
Έχει πιάσει τη μπάλα και την κουνάει πέρα-δώθε.
-Θα το βάλω..., με απειλεί.
-Δεν θα το βάλεις, του λέω σίγουρη.
-Θα το βάλω..., επαναλαμβάνει.
-Άκου. Είμαστε τέσσερεις. 2 στενά πιο κάτω, μένει ένας παπάς. Να πεταχτώ, μέχρι να σουτάρεις;...
Πάσα.
Καλάθι.

Αφού τους νίκησα - τίμια... - 321-0, αποφάσισα να την κάνω.
Χόρεψα τον χορό της νίκης - με λίγα λόγια, τους κούνησα τον κώλο μου -, και έφυγα με χειροκροτήματα.
Και από 'κείνους, και απ' όσους μας έβλεπαν από τα μπαλκόνια.
Πήδηξα τη μάντρα - και μέχρι να φτάσω στο διαμέρισμα -, χαιρετούσα τα πλήθη, στέλνοντάς τους φιλιά.

Τράβηξα την καρέκλα, και κάθησα, σταυρώνοντας τους αστράγαλους στα κάγκελα.
Οι ηττημένοι, ανέβηκαν τα σκαλοπάτια, και σταμάτησαν σοκαρισμένοι, όταν ανακάλυψαν τι τους είχα κάνει, υπό το φως του μπαλκονιού.
Τραβούσαν ο ένας τον άλλον, για να τον δουν καλύτερα.
"Κοίτα!", "Αυτό;!", "Εδώ, είδες;!"
-Έτσι... έτσι..., φυσούσα τον καπνό, ικανοποιημένη.

Το τι νυχιές έφαγαν όλοι τους...
Από τους ώμους, μέχρι τους καρπούς!
Σιδηροτροχιές, λέμε.
-Τι είναι αυτά;!, τόλμησε να ρωτήσει το ψώνιο.
-Σταυροβελονιά... γνωρίζεις από κέντημα;..., τον ρώτησα, χωρίς να τον κοιτάζω.
Έσβησα το τσιγάρο μου, και σηκώθηκα να δω.
Μιλάμε... είχα κάνει πολύ καλή δουλειά.

-Είμαι χρυσοχέρα... δεν μπορώ να το κρύψω... Έπρεπε να το είχατε καταλάβει από τα σουτζουκάκια... Αλλά οι ικανότητές μου - απ' ό,τι διαπιστώνετε -, δεν σταματούν στην κουζίνα..., τους είπα με ύφος, και μπήκα μέσα.
Από πίσω όλοι.
Γύρισα απότομα.
Σταμάτησαν εκεί που ήταν.
-Λοιπόν! Πηγαίνετε, ετοιμάζεστε, φεύγετε! Κι αν ξεκουραστώ, και δεν με πάρει ο ύπνος, θα έρθω κι εγώ!
Το χαϊδεμένο, έκανε να διαμαρτυρηθεί.
-Ο αρχηγός, μίλησε..., τον αγριοκοίταξα.

Έφυγαν.