5.3.10

Let's Dance

Στο beach bar, γινόταν πανικός.
Και ο λόγος, ήταν μπροστά μου, σε μία πινακίδα, γραμμένος με κιμωλία.

"80's Night"...

Τελικά, σκέφτηκα, πρέπει να υπάρχει Θεός...


Μόλις με είδαν από μακριά, ξεσηκώθηκαν.
Εκτός από εκείνον, που απλώς χαμογελούσε, μέχρι να φτάσω.

Ο
Γ είχε λυσσάξει!
Χοροπηδούσε τρελαμένος, κουνώντας τα χέρια του, λες κι ήταν ναυαγός.
-Πως κάνεις έτσι, χαρά μου..., κούνησα το κεφάλι, όταν τους πλησίασα.
-Εγώ σε έπεισα! Εγώ σε έπεισα! Ε;! Πες τους! Πες τους, Νανά!
-Ναι, πήρα το μελοδραματικό μου. Αυτός με έπεισε...

Ο Α και ο Β, έκαναν χώρο για να καθήσω, έφτιαχναν τα μαξιλάρια, ρωτούσαν για ποτά κτλ, μες στην τρελή χαρά.
Το χαϊδεμένο, συνέχιζε να χοροπηδάει.
-Αν ήξερα ότι θα με προσέχατε τόσο, θα ερχόμασταν κάθε μέρα!
-Έχεις παράπονο;!, ρώτησε ο Β. Μόνο ποδιές που δεν φορέσαμε, για 'σένα! Κοίτα! Είμαστε όλοι μες στις νυχιές! Τι άλλο θέλεις;!
-Θέλεις να σου πω...;, τον κοίταξα κάπως.
Το σκέφτηκε.
-Άσε, καλύτερα..., μαζεύτηκε.
Του χάρισα ένα στιγμιαίο χαμόγελο.

-Έχει αφιέρωμα στα 80's..., είπε εκείνος, στο αυτί μου.
-Το είδα..., τον πλησίασα κι εγώ.
-Θέλετε να καθήσω λίγο πιο μακριά;...
-Όχι. Είμαι ακίνδυνη, τώρα. Είμαι καλά. Εσείς;
-Προσπαθώ...
-Α, ωραία! Τι άλλα; Όλα καλά;
Γελούσε...
-Ναι... κάποια μικροπροβλήματα... αλλά το παλεύω...
-Πείτε μου. Μπορώ να βοηθήσω σε κάτι;
-Δεν ξέρω...
-Είστε σίγουρος...;
-Είμαι πολύ πιο σίγουρος, από ποτέ, σοβάρεψε.
-Αύριο. Αύριο, τέτοια ώρα, να μου το πείτε αυτό. Σας αφήνω να το σκεφθείτε.

Σηκώθηκα, γιατί δεν ήθελα να υποτροπιάσω...
-Λοιπόν! Απόψε, θα είμαστε εγώ κι εσύ, είπα στον Γ. Οι άλλοι είναι ξενέρωτοι. Πάμε!
-Θα χορέψουμε;! Μαζί;!, ξεφώνησε
-Με ποιον άλλον;, ρώτησα. Κοίτα τους, έδειξα τα χάλια τους. Αυτοί είναι σαν να ήρθαν, όντως, σε εσπερινό. Πάμε, σου λέω!
-Πάω να χορέψω με την Νανά!, τους ανακοίνωσε, αφήνοντας το ποτό του.
-Πρόσεξε μη στις βρέξει!, τον προειδοποίησε ο Β.
Με κοίταξε και κόλλησε.
-Δεν δέρνω απόψε, τον καθησύχασα. Μου έχω δώσει ρεπό. Εντάξει;

Και επάνω στη ατάκα, έβαλε το Kiss.
-Έχουμε φύγει, λέμε!, τον έπιασα από το χέρι και τον τραβούσα.
Στην αρχή, χόρευε κανά 3άρι μέτρα, μακριά μου.
Όταν είδε ότι δεν κινδυνεύει, πλησίασε.
Δεν χορεύαμε, πλέον.
Δίναμε ρεσιτάλ!

Εγώ και το χαϊδέμενο, παραδίδαμε μαθήματα χορού, κανονικά.
Οι άλλοι, στην αρχή, ψιλοκουνιόνταν εκεί που ήταν, αλλά μετά το σκέφτηκαν και μετακόμισαν, σε ένα τραπέζι που ήταν κοντά σε 'μας.
Το πρόγραμμα, ήταν καταπληκτικό.
Όχι Eye of the Tiger και Big in Japan.
Τραγούδια που ήταν σπάνια, και ξεσήκωναν τον κόσμο, που σε κάθε αλλαγή ξεφώνιζε.

Ενώ με το χαϊδεμένο, αλωνίζαμε την πίστα, εκείνος μου έφερνε το ποτό μου, νερό, τσιγάρα.
Μιλάμε, δε βάλαμε κώλο κάτω...
Μετά από λίγη ώρα, ξεσαλώναμε όλοι μαζί.
Τραγουδούσαμε ο ένας στον άλλον, κοροϊδεύαμε video clip, καλλιτέχνες, ό,τι μας ερχόταν.

Και, φυσικά, εμείς ήμασταν εκείνοι, που έκλεισαν το μαγαζί...
Φύγαμε, μούσκεμα στον ιδρώτα, σχεδόν παραπατώντας, από τα ποτά και τον χορό.
Δεν είχαμε σταματήσει να μιλάμε ο ένας πάνω στον άλλον, την τελευταία ώρα.
Εγώ κι εκείνος, είχαμε ξεχαστεί εντελώς.
Ήταν καλά.
Μέχρι που φτάσαμε στο δρομάκι...

-Ωωω..., κατσούφιασα. Θα πρέπει να μου φέρει κάποιος τις σαγιονάρες, ψιθύρισα.
Κοίταξαν τα πέδιλα.
-Θα τις φέρω εγώ, είπε εκείνος, στον ίδιο τόνο.
-Ωραία!, είπε ο Β. Εμείς πάμε να βάλουμε ποτά. Έναν τελευταίο γύρο. Να μην κοιμηθούμε αμέσως. Ε, Νανά; Σε πειράζει;, ψιθύριζε χαρούμενος.
-Σοβαρολογείς;! Σιγά μην κοιμηθούμε! Πηγαίνετε, μέχρι να έρθουμε κι εμείς! Πάγο να βάλετε! Πολύ πάγο!, ψιθύριζα ενθουσιασμένη.

Ο ενθουσιασμός μου, όμως, βούτηξε μες στον πάγο, μόλις συνειδητοποίησα τι έκανα...
Ή, μάλλον, τι δεν πρόλαβα να κάνω...
Εκείνοι έφευγαν, κι εγώ είχα γυρίσει το κεφάλι από την άλλη, παίρνοντας βαθιά ανάσα.
"Μαλακισμένη! Που το έχεις το μυαλό σου;! Ηλίθια!", έκλεισα τα μάτια στη σκέψη.

Ο Χ στεκόταν 2-3 βήματα, πριν το δρομάκι.
Καταλάβαινε.
-Πέταξέ τις..., του είπα ήσυχα.
Με κοιτούσε.
-Κοίτα. Ψάχνω να βρω επιχειρήματα, να σε πείσω... και δεν μπορώ... Δεν με βοηθάς, έτσι... Είμαι στα όριά μου... Δεν ξέρω τι κάνατε με την κυριούλα στην Α, εγώ έχω υπομονή, δεν λέω... αλλά τα έχω ξεπεράσει αυτά τα γαμημένα όρια κατά πολύ... Πες ότι ήταν λάθος μου... δικό μου... Άφησέ τες κάτω, και φύγε... Πήγαινε στα παιδιά... Είναι απλό...
-Το μόνο που θα κάνω, είναι να σας δώσω τις σαγιονάρες, Αφέντρα..., είπε ήρεμα, κουνώντας το κεφάλι.

Ήξερε, ότι έλεγε ψέματα...
Και ήξερε, ότι το ήξερα...
Ήθελε, απλά, την άτυπη άδειά μου...

Με πλησίασε, άφησε το ένα γόνατο να λυγίσει, κοιτώντας με στα μάτια, και έπιασε τον αστράγαλό μου.
Αυτό ήταν...
Πιάστηκα από τον ώμο του.
-Δεν γίνεται... Δεν μπορώ... Φύγε..., είπα ξέπνοα.
-Θέλετε να φύγω, Αφέντρα...;, ρώτησε, σε έναν τόνο που ήταν ακατάλληλος, για εκείνη τη στιγμή.
Δεν μπορούσα να μιλήσω...
Δεν είχα τίποτα να πω...

Μου έβγαλε τα πέδιλα, φόρεσα τις σαγιονάρες, και άρχισα να ζαλίζομαι.
Δεν ξέρω που βρήκα τη δύναμη, να κρατηθώ μακριά του...
Έμεινε για λίγο γονατισμένος, να με κοιτάζει.
Όταν σηκώθηκε, πήρε το χέρι μου στο δικό του, και περπατούσε ένα βήμα μπροστά από 'μένα, μέσα στο σκοτάδι, γυρίζοντας συνέχεια να με βλέπει.

Τον σταμάτησα, λίγο πριν τα σκαλοπάτια.
-Το ξέρεις, ότι αν μου δέσουν τα μάτια, και σε βάλουν με 10 άνδρες να μου αγγίξετε τα πόδια, θα καταλάβω ποιο είναι το δικό σου χέρι...;, τον ρώτησα σοβαρή.
Χαμογέλασε, και τα μάτια του έλαμψαν στο σκοτάδι...
-Αλήθεια, Αφέντρα;...
-Ναι.
-Εγώ, δεν θα μπορούσα να το κάνω αυτό, Αφέντρα..., είπε ήσυχα. Δεν θα άφηνα ποτέ να μου δέσει κάποιος άλλος τα μάτια.