4.3.10

Can't Get Enough

Όταν θέλω αυτό που θέλω, τι να μου κάνουν οι γενικές και τα καλάθια;
Όταν θέλω αυτό που θέλω, δεν μπορεί να μου κάνει τίποτε άλλο.
Δεν με πείθω, πως το λένε;
Δεν με ξεγελάω.
Όταν ζητάω αυτό που θα με στείλει, τι να μου κάνουν οι ασπιρίνες;

Μπήκα στο μπάνιο.
Τα μαλλιά μου ήταν χάλια...
Το έχω πει 1000δες φορές: έπρεπε να υπάρχουν και κομμώτριες SOS.
Όχι μόνο γιατροί.

-Νανά!, άκουσα μία φωνή, να φωνάζει ψιθυριστά, από το μπαλκόνι.
Βγήκα από το μπάνιο να δω, τίποτα...
Δεν πάω καλά..., σκέφτηκα.
-Νανάαα!, πάτησε γκάζι η φωνή, στον ίδιο τόνο.
Βγήκα στο μπαλκόνι, και κοίταξα δεξιά-αριστερά.

Μπροστά από το τραπέζι, στον κήπο, είχε 2 μεγάλες πικροδάφνες.
-Νανάαα, άλλαξε ο τόνος, σε νάζι.
Π
ίσω από τις πικροδάφνες, ήταν κρυμμένος ο Γ...
-Τι θες, ρε;!, άφησα το σαμπουάν στο τραπέζι, και πλησίασα τα κάγκελα.
-Νανάαα, ξαναξεκίνησε το χαϊδεμένο. Θα έρθεις...; Εμείς σε αφήσαμε να νικήσεις... Δεν είναι δίκαιο...
-Βγες, διάολε, από 'κει πίσω!, του φώναξα, κι εγώ, ψιθυριστά.
-Όοοχι..., μόλις που τον άκουσα να λέει.
-Τι "όχι", παιδί μου;! Βγες από 'κει, σου λέω!
-Να με χτυπήσεις...;, έκανε, όντως, σαν παιδί.

Μιλάμε, ο Γ, πρέπει να με φοβόταν πολύ...
-Βγες, χαρά μου, να σε δω..., του είπα μαλακά.

-Να βγάλω μόνο το κεφάλι...;, ρώτησε δειλά, και τον είδα να με κοιτάζει από το πλάϊ.
Δεν ξέρω μέχρι που, ακούστηκαν τα γέλια μου...
-Τι θέλεις, καλό μου...; Ποιος σε έστειλε...;
-Κανείς!, είπε περήφανα. Μόνος μου ήρθα!
-Και τι τους είπες; "Πάω να την πείσω";
-Όχι! Ότι πάω να πάρω τα ποτά!

Έχω πεθάνει στα γέλια, λέμε.
-Λοιπόν, πήγαινε να πάρεις τα ποτά, και θα το σκεφτώ. Εντάξει;
-Να το σκεφτείς, όμως, ε; Εμείς θα σε περιμένουμε... Να έρθεις..., έλεγε μες στο νάζι.
Μόνο αυτό μου έλειπε...
-Φύγε, διάολε! Φύγε, μη βγάλω τη σαγιονάρα και σ' αρχίσω! Φύγε, είπα!
-Φεύγω! Φεύγω!, άρχισε να τρέχει πανικόβλητος, σπινιάροντας στα χαλίκια.

Ξέχασα τον πόνο μου, αμέσως.
Έβαλα μουσική, μπήκα, λούστηκα, έκανα μπάνιο, ντύθηκα με το μοναδικό σεμνό φόρεμα που είχα βρει να πάρω μαζί μου, φόρεσα το άρωμά μου - που είχα κοντέψει να το ξεχάσω -, και κάθησα να βαφτώ.
Τι ωραίο πράγμα, να είσαι γυναίκα...
Χαιρόμουν την κάθε αλλαγή στο πρόσωπό μου, με το κάθε τι που προσέθετα.
Ό,τι είχα αρχίσει να παίρνω και χρώμα, και το αποτέλεσμα ήταν υπέροχο.

Φόρεσα τα πέδιλά μου - πρώτη φορά, μετά από μία ολόκληρη εβδομάδα... -, και βγήκα με τα μαλλιά να στάζουν, και τα τσιγάρα με τον αναπτήρα, στο χέρι.
Μόλις κατέβηκα τα σκαλοπάτια, ανακάλυψα ότι δεν μπορούσα να περπατήσω με τα τακούνια στα χαλίκια.
Έμεινα ακίνητη, να σκέφτομαι αν έπρεπε να τα βγάλω, μέχρι να βγω στο δρομάκι.
-Περίμενε!, ακούστηκε η φωνή του "παππού", από το μπαλκόνι του.
Σήκωσα το κεφάλι, και τον είδα να μπαίνει στο σπίτι, όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

Τον έβλεπα, μες στο σκοτάδι, να έρχεται σιγά-σιγά, προς το μέρος μου.
Είναι απίστευτο, πόσο ησυχία έχει στην εξοχή.
Εκτός από τα θέματά μου, ήταν ένας από τους βασικούς λόγους, που δεν μπορούσα να κοιμηθώ τα βράδια.
Στάθηκε πριν τα σκαλοπάτια, και μου έδωσε το χέρι του.
Κατέβηκα μέχρι το προτελευταίο.
-Πως θα περπατήσεις;, ψιθύρισε ανήσυχος.
-Μάλλον θα πρέπει να βγάλω τα πέδιλα... Δεν γίνεται αλλιώς... Και να τα καταφέρω να περπατήσω πάνω στα χαλίκια, ή θα τα χαλάσω, ή θα μου γυρίσει το πόδι... Κι εσείς, κύριε Μ, κάνατε ό,τι κάνατε για τα παιδιά... Ένα μικρό μονοπάτι, για τις κυρίες, δεν σκεφτήκατε να κάνετε;..., ψιθύριζα κι εγώ.
-Όχι! Όχι!, είπε ακόμη πιο ανήσυχος. Θα πληγώσουν τα πόδια σου..., γλύκανε. Αν ήξερα ότι θα έρθεις εσύ, όταν μάζευαν την αποθήκη, θα έφερνα κάποιον να ρίξει λίγο τσιμέντο, έτσι..., έκανε με το χέρι ένα ημικύκλιο, μπροστά από την αριστερή μεριά, που ήταν και το διαμέρισμά του.

Δεν μπορούσα να μη χαμογελάω, ρε γαμώ το...
-Δεν πειράζει, κύριε Μ..., του είπα μαλακά. Τώρα, τι κάνουμε...;
-Να πάω να φέρω το αυτοκίνητό μου;! Θα σε πάω κι εκεί που είναι να πας!, ψιθύρισε πιο έντονα.
-Τέτοια ώρα; Θα βγουν όλοι έξω... Δεν γίνεται... Λοιπόν, θα βάλω τις σαγιονάρες, θα βγω στο δρομάκι, και θα τις αφήσω εκεί. Και να τις πάρουν, αύριο φεύγουμε... Είναι το πιο λογικό. Συμφωνείτε;
-Ναι! Πάμε!

Ξεκινήσαμε να περπατάμε.
Ο "παππούς" δεν άφηνε το χέρι μου.
Το πήγαμε τσάμικο, μέχρι το δρομάκι.
Κι ας φορούσα τις σαγιονάρες...
Όταν βγήκαμε από τα χαλίκια, πήγα να τραβήξω το χέρι μου, για να βάλω τα πέδιλα.
Και τότε ο "παππούς", κατεβάζει το ένα του γόνατο στην άσφαλτο, με βοηθάει να βάλω τα πέδιλα, και παίρνει τις σαγιονάρες στο χέρι του...

Έχω πάθει σοκ...
-Θα πάω να τις αφήσω στο μπαλκόνι, κάτω από το τραπέζι..., είπε ντροπαλά, όταν σηκώθηκε.
-Γιατί το κάνατε αυτό, κύριε Μ;..., τον ρώτησα σοβαρή.
-Γιατί μου θυμίζεις τη γυναίκα μου... Έτσι ήταν κι εκείνη... Αρχόντισσα... Λεβέντισσα... Δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί της...
-Την αγαπούσατε πολύ..., του χαμογελούσα. Έτσι, τη φροντίζατε κι εκείνη;...
-Πιο πολύ! Ήταν πολύ καλή γυναίκα... Κι εγώ της έκανα τα πάντα... Την είχα...
-... βασίλισσα, συμπλήρωσα.
-Ναι..., στενοχωρήθηκε. Βασίλισσα... Σαν εσένα...
-Ήταν και τόσο όμορφη...;, τον πείραξα, σηκώνοντας το φρύδι.
-Όχι... δεν ήταν όσο εσύ..., είπε και έσκυψε το κεφάλι.

Τον φίλησα, απαλά, στο μάγουλο.
-Πρέπει να φύγω... Από εκεί που είναι, σίγουρα θα μας βλέπει... Δεν είναι σωστό... Θα ζηλεύει...
Ένα μικρό χαμόγελο, φάνηκε στα χείλη του.
-Εσένα θα σ' αγαπούσε... Εκείνη θα μ' έστελνε, απόψε... Θα σ' είχε σαν παιδί της...
-Χαίρομαι, γι΄αυτό που λέτε... Καληνύχτα, κύριε Μ... Ευχαριστώ...
-Καληνύχτα, Νανά... Κι αν σε πειράξει κανείς, να έρθεις να μου το πεις! Θα τον κανονίσω εγώ!
-Τέσσερεις άνδρες, με περιμένουν, του είπα συνωμοτικά. Ούτε που θα τολμήσουν!

Δεν έφυγε από τη θέση του, μέχρι που άνοιξα την πόρτα του beach bar.