24.3.10

Go With The Flow

Τα πράγματα ήταν πλέον ξεκάθαρα.
Υπήρχε η μάζα, και τα άτομα που έκαναν τη διαφορά.
Με τον οποιονδήποτε τρόπο.
Μπορεί τα άτομα που διαφέρουν να ήταν λίγα, η δύναμη της ενέργειάς τους όμως, τα έκανε να ξεχωρίζουν από την συντριπτική πλειονότητα του σωρού.

Κι επειδή εμείς βρίσκουμε τη ζωή, κι όχι εκείνη εμάς, έπρεπε να μάθω τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσα να συνυπάρξω με τα ανθρωπάκια αυτά.
Εφ' όσον εκείνα δεν μιλούσαν την γλώσσα μου, έπρεπε εγώ να μάθω τη δική τους.
Ok.

Κι επειδή εγώ δεν θα έπρεπε να ήμουν η μόνη σε αυτόν τον κόσμο με αυτό το πρόβλημα, το θέμα μου ήταν να βρω μέσα σε αυτόν τον κατεστραμένο σωρό, άλλους ανθρώπους σαν εμένα. Σίγουρα υπήρχαν κι άλλοι άνθρωποι σαν εμένα.
Όχι απαραιτήτως κυριαρχικοί.
Αλλά τουλάχιστον ακέραιοι.
Που και εκείνοι - με τον έναν ή τον άλλον τρόπο - είχαν βρει τρόπους να συνεννοηθούν με τα ανθρωπάκια.
Και αν γι' αυτούς τους ανθρώπους, έπρεπε να πέσω στις λάσπες για να τους βρω, θα το έκανα.
Όχι στις λάσπες. Και στα σκατά, αν χρειαζόταν.

Αυτούς τους ανθρώπους τούς είχα ανάγκη.
Πολύ μεγάλη ανάγκη...
Ένας ακέραιος άνθρωπος ισοδυναμούσε με 1.000 ανθρωπάκια.
Κι εγώ δεν ήθελα να χάσω ούτε έναν.

Όταν, λοιπόν, κατάλαβα τι παίζει - τη διαφορά μεταξύ των ανθρώπων από τα ανθρωπάκια, τη διαφορά της εξαίρεσης από τον κανόνα, το ξεχωριστό από την μάζα -, κατάλαβα ότι το σπουδαιότερο πράγμα για έναν άνθρωπο, είναι να ξέρει να αλλάζει.
Όχι για να εξαπατήσει, όχι για δόλιους σκοπούς.
Αλλά για να πάει τη ζωή του βήματα μπροστά.
Κι από ό,τι φαινόταν, όλοι κάθονταν σαν τις κλώσσες στα ζεστά αυγά τους, φοβούμενοι μη τυχόν και σπάσουν κανένα.
Και η ζωή, απλώς, τους προσπερνούσε.

Και όταν έβλεπαν κάποιον σαν εμένα, τον φοβούνταν.
Τον φοβούνταν και τον ζήλευαν.
Όχι γιατί εμείς είμαστε κάτι ανώτερο.
Όχι.
Γιατί εμείς μπορούμε να παίρνουμε αποφάσεις, και ό,τι λέμε, να το κάνουμε πράξεις.

Η απόφαση είχε παρθεί.
Όταν θα ξανάβγαινα - για να με δοκιμάσω στο μεγαλύτερο project της ζωής μου -, δεν θα ξανάφηνα να δει κανείς τον κυριαρχικό μου χαρακτήρα.
Εάν ο κόσμος δεν άντεχε το διαφορετικό, δεν θα του έβαζα εγώ μυαλό.

Αλλά θα έπαιζα με τους δικούς μου κανόνες...
Κανένα στοιχείο δικό μου: ούτε γνωριμίες, ούτε επάγγελμα, ούτε ηλικία, ούτε ρούχα, ούτε μακιγιάζ.
Εάν ο κόσμος ήξερε να κρίνει από τα ράσα, εγώ θα τα κρεμούσα βγαίνοντας.
Εάν αυτό που έβλεπαν - που θα ήταν το "καθαρό, εν μέρει, εγώ μου" - το καταλάβαιναν ή ήθελαν να το γνωρίσουν, ok.

Ας έπαιρναν, λοιπόν, κι εκείνοι τις αποφάσεις τους.
Θα τους άφηνα στο κατώφλι.
Κι αν ήθελαν, ας έμπαιναν.
Αλλιώς, στην βιτρίνα, δεν είχαν τίποτα να δουν.