21.3.10

Human Nature

Όσο κοινωνική είμαι, άλλο τόσο είμαι μοναχική.
Όσο μου αρέσει να γνωρίζω καινούριους ανθρώπους, άλλο τόσο μου αρέσει να αφιερώνω χρόνο στον εαυτό μου.
Να καθαρίζω το μυαλό μου, να με φροντίζω.

Δεν μου άρεσε ποτέ η πρόταση "πάμε για καφέ;".
Το θεωρούσα πάντα τρομερό χάσιμο χρόνου.
Μου είναι αδιανόητο - εάν δεν συντρέχει κάποιος ειδικός λόγος -, να κάθομαι σε άβολα καθίσματα πίνοντας τις μαλακίες του καθενός, μαζί με έναν όχλο που ο μόνος σκοπός του είναι να αποξηραίνει την ενέργειά του στον ήλιο ή στα κλιματιστικά.

Κοινωνικότητα για εμένα σημαίνει μόνο δραστηριότητα.
Όχι αδράνεια.
Το να βγω με έναν άνθρωπο που ήδη ξέρω, για να κοιτάζουμε ο ένας τον άλλον - καθιστοί για κανά 2ωρο - και να προσπαθούμε να ξεχάσουμε τον εαυτό μας, το θεωρώ εξωφρενικά παράλογο.
Προτιμώ να είμαι σπίτι μου.

Εκείνη την εποχή, ήμουν σπίτι μου αλλά όχι μόνη.
Μαζί μου ήταν άνθρωποι που μόλις άρχιζα να μαθαίνω ότι υπάρχουν ή υπήρξαν, μέσω των γραπτών τους.
Άνθρωποι που δεν με ήξεραν, που έμεναν μίλια μακριά ή έζησαν 100ντάδες έτη πριν από εμένα, κι όμως έγραφαν όπως θα ήθελα εγώ να γράφω.
Που έλεγαν ξεκάθαρα πράγματα, τετράγωνα, απλά, όπως τα πράγματα που ήθελα κι εγώ να πω.
Που είχαν μελετήσει την ανθρώπινη φύση - ο καθένας από την ιδιότητά του - και με βοηθούσαν να την κατανοήσω κι εγώ.

Εκείνη την εποχή, αγάπησα πολύ τα βιβλία.
Διάβαζα από μικρό παιδί, αλλά κυρίως λογοτεχνία.
Ξεκίνησα με κλασσική - λόγω της ήδη υπάρχουσας βιβλιοθήκης -, έφτασα κάποια στιγμή στη σύγχρονη, και πίστευα ότι αυτά ήταν τα βιβλία.
Διάφορες ιστορίες, βγαλμένες από το μυαλό κάποιων, κάτι λίγο ίσως από τη ζωή τους, και μέχρι εκεί.

Δεν είχα συνειδητοποιήσει κάτι.
Όλα αυτά ήταν "μυθιστορήματα".
Δηλαδή, ωραία, χρήσιμα εν μέρει, έξυπνα, καλογραμμένα, κάποια βραβευμένα, αλλά "μυθιστορήματα".
Κάτι θα έπαιρνες, σίγουρα, αλλά ήταν ελάχιστο.

Όταν άρχισα να ψάχνω απαντήσεις στα υπαρξιακά μου, όλα αυτά ήταν απλώς γράμματα τυπωμένα πάνω σε ένα χαρτί.
Είχα χάσει πολλές ώρες διαβάζοντας τις παραμύθες του καθενός, κι αν γύριζε ο χρόνος πίσω, δεν θα τα διάβαζα ποτέ.
Όταν άρχισαν να έρχονται βροχή οι απαντήσεις για την πραγματική ζωή, από ανθρώπους που είχαν παρόμοιες ανησυχίες, που δεν άρεσαν και σε εκείνους τα παραμύθια, όλα είχαν ξεκινήσει να αλλάζουν.
Όλα, όμως...

Μέσα από εκείνα τα βιβλία, άρχισα να κατανοώ την ανθρώπινη φύση.
Μπορεί να διάβαζα άσχημα πράγματα για εκείνη, μπορεί εκείνοι που τα έγραφαν να έβγαζαν χολή, μπορεί τα συμπεράσματα να μη μου ταίριαζαν, αλλά ήταν η αλήθεια.
Κι ήταν εκείνη που με έκανε να κατανοήσω τους ανθρώπους.

Όσο και να απογοητευόμουν, όσο και να μη μου άρεσαν πολλά, ήταν τέτοιο το μεγαλείο της ανθρώπινης φύσης, που μπορεί να με σόκαραν κάποια στοιχεία - που δεν είχε περάσει ποτέ από το δικό μου το μυαλό ότι υπάρχουν -, αλλά δεν μπορούσα να μην παραδεχθώ ότι το μεγαλύτερο έργο της φύσης, ήταν ο άνθρωπος.
Και συγκεκριμένα, ο ανθρώπινος εγκέφαλος.

Κι εκεί που πίστευα πως όταν φτάσεις στον πάτο, το επόμενο που συμβαίνει είναι να πνιγείς, ανακάλυψα ότι δεν υπάρχει ούτε μοίρα, ούτε πεπρωμένο, ούτε τύχη, και κυρίως, δεν υπάρχει η έκφραση "δεν μπορώ" αλλά μόνον η έκφραση "δεν θέλω".
Οπότε, ήταν δική μου επιλογή αν θα έμενα εκεί που βρισκόμουν και να γέμιζα τους πνεύμονές μου με νερό ή αργά αλλά σταθερά, θα ανέβαινα στον καθαρό αέρα, και θα ξανάρχιζα από την αρχή.

Αν μου ζητούσε κάποιος σήμερα, να του πω ποιο είναι εκείνο που μου έχει μείνει περισσότερο από εκείνη την εποχή, θα ήταν 2 αποφθέγματα.
1. Τα πάντα ρει
2. Μπορούμε εύκολα να συγχωρήσουμε ένα παιδί που φοβάται το σκοτάδι.
Η πραγματική τραγωδία της ζωής, όμως, είναι οι ενήλικες που φοβούνται το φως.