20.3.10

Mea Maxima Culpa

Νοιώθω τα συναισθήματά μου στο maximum.
Όταν είμαι καλά, θέλω να είμαι πολύ καλά.
Όταν είμαι στενοχωρημένη, θέλω να είμαι μόνη.
Δεν με τρομάζει.
Αφήνω τα πάντα να κάνουν τον κύκλο τους.

Γιατί ξέρω ότι υπάρχει λόγος.

Με την ανάγνωση, ο θυμός και η οργή, άρχισαν σιγά-σιγά να υποχωρούν.
Πιστεύω πως κανένας άνθρωπος που έχει γνώση, δεν μπορεί να νοιώθει αυτά τα συναισθήματα.
Γιατί η γνώση, είναι λογική.
Τα άλλα 2, είναι ποταπά συναισθήματα.

Όταν άρχισα να βλέπω το λάθος μου, ήξερα ότι έπρεπε να το διορθώσω.
Άμεσα.
Ήμουν αυτό που ήμουν, αλλά δεν μου επιτρεπόταν να έχω απαιτήσεις.
Από κανέναν και για τίποτα.

Δεν είχε καμμία σημασία, εάν εγώ έβλεπα πράγματα σε κάποιους και ήθελα να τους τα δείξω.
Δεν είχε καμμία σημασία, εάν εγώ έβλεπα ότι μπορούν περισσότερα και ήθελα να τους κάνω να τα διεκδικήσουν.
Δεν είχε καμμία σημασία, εάν εγώ έβλεπα δυνατότητες και ήθελα να τις εξαντλήσουν.

Γιατί εγώ ήθελα.
Εκείνοι, όχι.
Και, δυστυχώς ή ευτυχώς, όταν έχεις έναν κυριαρχικό χαρακτήρα, νομίζεις - για να μην πω ότι είσαι σίγουρη... - ότι μπορείς να κάνεις τα πάντα καλύτερα/δυνατότερα/μεγαλύτερα.
Και μπορείς.

Υπήρχε μόνον ένα πρόβλημα.
Και ήταν τεράστιο.
Αυτό που ήμουν/είχα, ήταν καλό μόνο για εμένα.
Για τους άλλους, ήταν τυραννία.
Κι όταν δεν έχεις καμμία πρόθεση να βλάψεις τους άλλους, να τους στενοχωρήσεις, να τους πληγώσεις, το αποτέλεσμα της αποστροφής - της δίκαιας αποστροφής -, σε ισοπεδώνει.

Νόμιζα πως οι άλλοι θα το καταλάβαιναν, έτσι απλά.
Αλλά δεν το καταλάβαιναν.
Διότι, όταν δείχνεις σε κάποιον κάτι που δεν το βλέπει - ασχέτως αν υφίσταται, αν το έχει μέσα του -, προσπαθείς περισσότερο.
Και όσο περισσότερο εσύ προσπαθείς, τόσο περισσότερο ο άλλος αντιστέκεται.
Και όσο εσύ βλέπεις ότι κάτι πάει χαμένο - μία ικανότητά του, μία προοπτική του, οτιδήποτε -, τόσο τρελαίνεσαι.

Ο χαρακτήρας μου χάλασε φιλίες, διέλυσε συνεργασίες, έκλεισε πόρτες, κλείδωσε ανθρώπους.
Και δεν έφταιγαν εκείνοι.
Έφταιγα εγώ.
Κι αυτό που δεν άντεχαν σε εμένα, ουσιαστικά, ήταν η λογική.
Τους έκοβαν οι γωνίες της.
Κι εγώ δεν ήμουν έτοιμη να λιμάρω τίποτα και για κανέναν.
Γιατί δεν είχα καταλάβει...

Μόλις, όμως, είχα ξεκινήσει.
Και καταλάβαινα πολύ καλά, γιατί υπάρχει όλη αυτή η διπλωματία, η υποκρισία.
Διότι οι άνθρωποι δεν αντέχουν την πραγματικότητα.
Ακόμα κι αν η πραγματικότητα ήταν με το μέρος τους, προτιμούσαν να την αγνοήσουν.
Και ποια, στον διάολο, ήμουν εγώ, για να αλλάξω τον κόσμο;

Όπου υπάρχει ένα πρόβλημα, δεν υπάρχει κάτι που πρέπει να κάνεις, αλλά κάτι που πρέπει να μάθεις.
Κάθησα, λοιπόν, να μάθω καλά τον εαυτό μου, αυτό που έβγαζε, αυτό που οι άλλοι έβλεπαν.
Με καλές προθέσεις ή όχι, έπρεπε να σιδερώσω πολλές πτυχές μου.
Δεν υπήρχε περίπτωση να μείνω μόνη.
Και δεν θα επέτρεπα στον εαυτό μου - όταν θα ξανάνοιγα την πόρτα του σπιτιού μου -, να πληγώσει/πονέσει/πιέσει/φοβίσει ξανά.

Ο κόσμος δεν ήταν γεμάτος Νανάδες.
Ήξερα να κρίνω εξ ιδίων τα αλλότρια;
Ok.
Αυτά που ήξερα, σύντομα θα με έκανα να τα ξεχάσω.

Αν δεν μπορούσα να κυριαρχήσω τον εαυτό μου, δεν μπορούσα να κυριαρχήσω πουθενά.