8.3.10

No One Like him

Μείναμε μόνοι, στο σαλόνι.
Δεν με κοιτούσε, δεν μου μιλούσε.
Καταλάβαινα ότι προσπαθούσε να ηρεμήσει αλλά δεν τα κατάφερνε...

Τον πλησίασα και του έπιασα το πρόσωπο.
Με κοίταξε με ένα κενό βλέμμα.
-Δεν θα μου μιλήσεις;..., κούνησα το κεφάλι μου.
Τίποτα...
-Κάτι...;
Έσφιξε τα χείλη του και κοίταξε τα δικά μου.
-Πες μου...
-Είπατε ότι έχετε ξεπεράσει τα όριά σας, κατά πολύ..., είπε σκληρά. Εμένα, μόλις τώρα μου συνέβη, Αφέντρα...

Του χαμογέλασα.
-Δηλαδή... έχεις μαζέψει ένταση...;, τον ρώτησα αθώα. (Περίπου...)
-Πολύ..., μισόκλεισε τα μάτια του.
-Ωραία... Θέλεις να πάρουμε τις εντάσεις μας, να τις πάμε στην Αθήνα... και να δούμε τι θα τις κάνουμε...;, τον ξαναρώτησα αθώα. (Περίπου...)
Ένα μικρό, συνεσταλμένο χαμόγελο, σχηματίστηκε στα χείλη του.
-Να υποθέσω, ότι αυτό σημαίνει "ναι";...
Χαμογέλασε πλατιά, κοκκινίζοντας.
-Είσαι σίγουρος;...
-Πολύ, Αφέντρα... Πολύ σίγουρος...
-Πολύ καλά, λοιπόν..., τον άφησα και έκανα ένα βήμα πίσω. Τότε, να υποθέσεις, ότι έχεις μπροστά σου μία ασθενή, που πρέπει να μεταφερθεί άμεσα στην Αθήνα, γιατί είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Μπορείς;

-Θα οδηγήσω εγώ!, είπε ευδιάθετος και βούτηξε τα κλειδιά, από το χέρι του Α.
Έτρεξα να τον πιάσω από το χέρι.
-Τον βλέπουμε τον δρόμο....;!, άνοιξα διάπλατα τα μάτια και τον κοίταξα με νόημα. Καθαρά...;!
-Τον βλέπω μια χαρά, Α...
-... ααα, μια χαρά τον βλέπει!, γύρισα και είπα στους άλλους, πιάνοντας την ατάκα στον αέρα.
-Τι του έκανες...;, ψιθύρισε και σήκωσε τους ώμους ο Α, όταν εκείνος κάθησε στη θέση του οδηγού.
-Τι θα του κάνω, να ρωτάς...

Σε όλο τον δρόμο, μιλούσαμε και γελούσαμε.
Κοροϊδεύαμε τον Β που γέμιζε αλεύρια όταν ανοίγαμε φύλλο, τον Α που δεν μπόρεσε να τσιγαρίσει ποτέ κρεμμύδι και το πετούσαμε με τα λάδια στο πίσω οικόπεδο, τον Γ που κάθε τρεις και λίγο μύριζε τις μασχάλες του όταν έτρωγε παστουρμά.
-Εγώ θέλω να ξέρω, αν ο Α είναι καλός στο κρεβάτι..., έλεγα με ύφος στον Χ.
Γελούσαμε συνέχεια.

Όταν μπήκαμε στην Αθήνα, τους πήρε η κάτω βόλτα...
Δεν μιλούσαν, και ο καθένας είχε πιάσει από ένα παράθυρο και κοιτούσε έξω.
Τους κοιτούσα, κι εγώ, εκ περιτροπής, περιμένοντας να δω που θα βγάλει.
-Πάλι κηδεία, ρε πούστη!, ξέσπασα. Έλεος, δηλαδή! Πως κάνετε έτσι;!
Τσιμουδιά...
-Θα συνέλθετε;! Δεν θα χωρίσουμε για πάντα! Κανονικά έπρεπε να είχατε χαλαστεί, όσο καιρό ήμασταν εκεί! Που ήταν και μια γκόμενα μαζί σας!
Δαγκώθηκαν.
-Ωωω! Σταματήστε! Μην κολλάτε σε μία λέξη! Εγώ την είπα! Όχι εσείς!
Άδικος κόπος...

Ο Χ πρότεινε να τους πάει σπίτι, και μετά να πάμε εμείς στο δικό μας.
Ξεσηκώθηκαν.
Όχι. Ήθελαν το αντίστροφο.
Φτάσαμε στο σπίτι, και τότε ήταν που έπεσε κανονική νέκρα-ησυχία...
Καθόμουν ανάμεσα στον Β και στον Γ, και γύριζα το κεφάλι μου, μία δεξιά-μία αριστερά.
Μόνο τα βλέφαρά τους κινούσαν.
Ο Α έπαιζε με τα κλειδιά του, σκυμμένος.
-Τι θα γίνει;..., ρώτησα τον Χ. Αυτοί έχουν αποσυνδεθεί από το σύμπαν. Μπορείς να βγεις, να με τραβήξεις από το παράθυρο;
-Γιατί δεν μιλάτε, τώρα;, έκανε κι εκείνος μία προσπάθεια.
Στο κενό η προσπάθεια...

Αφού μείναμε έτσι κανά τρίλεπτο, ο Α άνοιξε την πόρτα.
-Άντε, κατεβείτε..., είπε ανόρεκτα.
Κατεβήκαμε, πήραμε τα πράγματά μας, τα αφήσαμε στο πεζοδρόμιο, και περιμέναμε να δούμε που θα πάει το χάλι μας...
Και ξαφνικά, πέφτει στην αγκαλιά μου το χαϊδεμένο.
Έκανα λίγο πίσω, προσπαθώντας να ισορροπήσω, και κοίταξα με έκπληξη τον Χ.
-Ε, δεν είμαστε καλά..., μονολόγησα. Τι έγινε, τώρα;, τον ρώτησα.
-Νανάαα...
-Τι θέλεις, ρε κωλόπαιδο, "Νανά" και "Νανά";!
-Να γυρίσουμε πίσω!, δεν έλεγε να ξεκολλήσει.
-Πάρ'τε τον από πάνω μου! Μα την Παναγία, θα τον χαστουκίσω!
-Να με χαστουκίσεις! Δεν με νοιάζει!
-Πάει κι αυτός..., μονολόγησε ο Β, κάνοντας μία κίνηση με το χέρι.
-Ενώ εσύ...!, ξεκόλλησε από πάνω μου ο άλλος.
-Λοιπόν! Θα φύγετε, τώρα;! Ώρες είναι να τσακωθείτε, κι όλα! Άντε! Πηγαίνετε!
-Εγώ δεν σε αγκάλιασα!, διαμαρτυρήθηκε ο Β.
-Ρε, τι έχω πάθει..., κοίταξα τον Χ.
Χαμογελούσε ευτυχισμένος...
-Περάσαμε πολύ ωραία..., είπε ο Β. Αξέχαστη θα μας μείνεις! Κοίτα;!, έδειξε τις γρατζουνιές του.
Χαμογελούσα κι εγώ...
-Κι εγώ!, πετάχτηκε ο Α. Ούτε τώρα θα κρατήσω χαρακτήρα!
Τον φίλο τους, ούτε να τον χέσουν...

Μπήκαν στο αυτοκίνητο, και όταν έβαλε ο Α μπροστά τη μηχανή, πετάχτηκε το χαϊδεμένο.
-Κοίτα, Νανά!, κούνησε έξω από το παράθυρο τα αλουμινόχαρτα. Τώρα παίρνουμε κι εμείς σπανακόπιτα! Και cake! Γίναμε κι εμείς Χ!
-Όλοι μαζί, δεν κάνετε ούτε τον μισό, βλαμμένο μου!, έβαλα τα χέρια στη μέση. Δρόμο, τώρα!
Μέχρι να χαθούν από τα μάτια μας, ο Β και ο Γ είχαν βγάλει τα χέρια από το παράθυρο που ήταν από τη μεριά μας, και φώναζαν: "Γεια σου, Νανάαα!!!" συνέχεια.

Πήγε να πάρει τα πράγματά μας, και όταν η ματιά του έπεσε πάνω στη δική μου, σταμάτησε, με κοίταξε και μου χαμογέλασε αθώα...
Τον πλησίασα.
-Και τώρα, οι δυο μας...