6.3.10

Snapped Out

Μπήκαμε χαμογελαστοί στο σαλόνι, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Τα παιδιά άλλαζαν, ένας-ένας, και πήγα κι εγώ να κάνω το ίδιο.
Όταν βγήκα, έμεινα να τους κοιτάζω με έκπληξη.

Κάθονταν όλοι στο πάτωμα, απέναντι από το κρεβάτι.
Ποτά, σταχτοδοχεία, τσιγάρα, κάτω - τα δικά μου, στο κομοδίνο του.
-Να υποθέσω ότι έχει ανάκριση...;, ξεφύσηξα.
-Όχι!, είπε ο Β. Ήταν ωραία, και είπαμε να το ξανακάνουμε! Σε πειράζει;
-Όχι. Αν δεν πειράζει εσάς...

Κάθησα στο κρεβάτι, οκλαδόν, και τους κοίταξα.
Δεν μιλούσε κανείς.
-Πάλι αρχίσαμε τα ίδια...;, ανασήκωσα το φρύδι.
-Να μπορούσαμε να μέναμε κι άλλο..., είπε ο Γ. Περάσαμε ωραία...
-Ναι..., είπα. Ιδίως απόψε... Ήταν υπέροχα... Όλοι ήσασταν υπέροχοι... Θυμάστε την Πρωτοχρονιά; Όταν μπήκατε στο μαγαζί, είπα "Καλώς τους τρεις σωματοφύλακες!"...
-Ήμασταν τέσσερεις..., διόρθωσε ο Α.
-Εγώ, όμως, είχα ξεχωρίσει ήδη τον έναν..., του είπα με ένα περίεργο χαμόγελο.

Η διάθεσή τους έφτιαξε.
-Εγώ, όταν μας είπε ο Χ ότι θέλει να έρθεις κι εσύ, σκέφτηκα ότι θα ήμασταν αλλιώς..., παραδέχθηκε ο Β.
-Δηλαδή;, ήπια μια γουλιά από το ποτό μου.
-Ότι θα του φώναζες... ότι θα μας είχες σε απόσταση... ότι δεν θα περνούσαμε καλά..., είπε με δυσκολία.
-Και...;, του χαμογέλασα.
-Ήταν πολύ ωραία, ρε Νανά! Κι ας μας έτρεχες!, είπε ενθουσιασμένος.
-Κι ας γλυτώναμε και το ξύλο, στο παρά 5..., συμπλήρωσε ο Γ.
Γελούσαν...
-Μην το λες... Δεν φύγαμε, ακόμη..., του υπενθύμισα.
Γελούσαν περισσότερο...

-Εσύ, πέρασες καλά;..., ρώτησε ο Α.
-Ναι, είπα, εν μέρει, την αλήθεια.
-Εγώ δεν περίμενα να διασκεδάσουμε έτσι απόψε... ούτε να περάσουμε έτσι..., παραδέχθηκε ο Γ.
-Γιατί;, απόρησα.
-Γιατί δεν περίμενα να είσαι χαρούμενη... γενικά...
-Δεν καταλαβαίνω...
-Φανταζόμουν, ότι λόγω της σχέσης σας, θα ήσουν κουμπωμένη...
-Μονόχνωτη, ε;...
-Ναι, δεν θα ήθελες το ένα, δεν θα σου άρεσε το άλλο...
-Ε, δεν έπεσες και πολύ έξω..., έκανα μία κίνηση με το χέρι.

-Πέσαμε πολύ έξω!, είπε ο Β.
-Ναι! Είσαι κανονική!, είπε ο Γ.
-Κανονική...; Γιατί συνεχίζω να μην καταλαβαίνω...;
Μαζεύτηκαν.
-Θα μου πείτε; Όχι, αλήθεια, θέλω να μάθω...
-Τα παιδιά λένε..., ξεκίνησε ο Α να μπαλώνει.
-Τα παιδιά, θα πούνε μόνα τους, του έκοψα την κλωστή, κοιτάζοντάς τον αυστηρά, με ένα παγωμένο χαμόγελο. Λοιπόν...;, τους κοίταξα.
-Εγώ πίστευα ότι ήρθες μόνο για να ελέγχεις, τι κάνει και που πάμε..., είπε ο Β.
-Γιατί να το κάνω αυτό;..., ρώτησα αποσβολωμένη.
Δεν απαντούσαν.
-Μισό λεπτό, σήκωσα το χέρι. Το θέμα μας, νομίζετε, είναι το πήδημα;... Ότι τι, δηλαδή; Θα περίμενε τις διακοπές, για να ξενογαμήσει; Η Α δεν του έφτανε; Και, ας πούμε, ότι όντως, δεν του έφτανε. Εδώ έχει ήλιο, θάλασσα, οι περισσότεροι περιμένουν το καλοκαίρι για να ξεκαυλώσουν... Αλλά, τι διαστροφή είναι αυτή, να θέλει να είμαι κι εγώ μαζί του; Δεν θα έκανε τα αδύνατα-δυνατά, να είστε μόνοι; Είστε καθόλου καλά ή με κοροϊδεύετε; Σχέση, έχουμε. Μηνών. Δεν είμαστε χρόνια παντρεμένοι.

-Ήταν λάθος μας..., είπε ο Γ. Εσύ δεν είσαι έτσι... Κι εμείς δεν το ξέραμε...
-Εσείς, δεν μπορείτε να ξέρετε τίποτα, ακούστηκε η φωνή του αφέντη.
Γύρισαν απότομα και τον κοίταξαν.
-Καταλαβαίνω ότι την φοβάστε, σηκώθηκε. Αυτό που δεν καταλάβαινα, είναι το για πόσο μαλάκα μ' έχετε, τελικά...
Πήγε στην κουζίνα, να γεμίσει το ποτήρι του, και μέχρι να έρθει, του έλεγαν ότι δεν είναι έτσι, ότι τώρα κι εκείνοι σιγά-σιγά αρχίζουν να καταλαβαίνουν την σχέση, ότι καλώς έκανε και ζήτησε να πάω κι εγώ, ότι πέρασαν ωραία, ότι δεν έπρεπε να λέει κάτι τέτοιο.

Κάθησε ήσυχα στο πάτωμα και ακούμπησε την πλάτη του στον καναπέ.
-Για να δείτε πόσο μαλάκες είστε, σκεφτείτε μόνον αυτό, τους διέκοψε. Είστε μία εβδομάδα, μόνο, μαζί της, και δεν θέλετε να φύγουμε. Δεν θέλετε να φύγουμε, επειδή περνάμε ωραία, όπως περνάμε κάθε χρόνο...; Όχι. Δεν θέλετε να φύγουμε, γιατί είναι οι καλύτερες διακοπές που έχουμε κάνει.
-Επειδή είναι η Νανά μαζί..., κούνησε το κεφάλι του ο Β.
-Το λες εσύ, που δεν τη γούσταρες καθόλου, το θυμάσαι...;, έγειρε λίγο το σώμα του, προς τα μπρος. Το παραδέχεσαι. Θυμάσαι, τι έλεγες για την Νανά; Ότι είναι αδιάφορη, ότι δεν μιλιέται, ότι άδικα κάνω ό,τι κάνω, ότι θα με απορρίψει γιατί θέλει να με σέρνει... Τα έλεγες ή δεν τα έλεγες;
-Δεν την ήξερα τότε..., προσπάθησε να δικαιολογηθεί. Δεν έμοιαζε έτσι, όμως; Και το ότι έτρεχες, δεν είναι αλήθεια;
-Έτρεχα... Δεν με έτρεχε..., ύψωσε τη φωνή του. Εσάς τρέχει μία εβδομάδα. Και δεν είδα κανέναν σας να διαμαρτύρεται... Γιατί;

Τσιμουδιά.
-Δεν είναι ωραίο, αυτό που κάνουμε απόψε..., είπα και κούνησα το κεφάλι. Τους φέρνεις σε δύσκολη θέση. Και το κάνεις μπροστά μου. Δεν είναι σωστό.
-Πρέπει να μπουν τα πράγματα στη θέση τους, είπε ήρεμα εκείνος. Κάθε χρόνο που πηγαίνουμε διακοπές, έχουν-δεν έχουν σχέση, πηδάνε ό,τι βρίσκουν. Κι εγώ, άμα μου κάτσει, δεν με βγάζω απ' έξω. Το ξενοδοχείο, σπάνια μας βλέπει. Φέτος γιατί δεν πήγαν ούτε μέχρι το beach bar; Απέναντι είναι, έδειξε με το χέρι του.
-Άλλες διακοπές είναι αυτές..., είπε ο Γ.
-Γιατί, σας ρωτάω... Γιατί είναι άλλες διακοπές;, τους είχε στο χέρι. Επειδή είστε με την αμίλητη/απλησίαστη, και τον μαλάκα, μαζί; Αν θέλω να είμαι μαλάκας, άλλαξε ο τόνος του, θα είμαι. Αν θέλετε εσείς να με έχετε για μαλάκα, κακό δικό σας. Πάντως, με την Νανά, πιο κοντά, δεν μπορούσατε να έρθετε.

Τσιμουδιά.
Ο Α σηκώθηκε και πήρε τα ποτήρια τους, να τα ξαναγεμίσει.
Όταν γύρισε από την κουζίνα, στάθηκε στο άνοιγμα της πόρτας.
-Αυτό, δεν έχει ξανασυμβεί, είπε σοβαρός. Και δεν μας πειράζει καθόλου, που είσαι μπροστά..., με κοίταξε. Είχαμε αυτό το άγχος, ότι κάτι δεν θα πάει καλά... αυτό είναι όλο. Ότι θα του κάνεις κάτι. Ότι θα θέλεις να είναι εκεί, με 'σένα, συνέχεια... Έτσι γίνεται, όταν ερωτεύεσαι...
-Τότε, Α, δεν πρέπει να είναι και τόσο ερωτευμένος, για να είναι εδώ, του είπα ήρεμα. Δεν θα ερχόταν καν, μαζί σας. Θα σας έλεγε "2 εβδομάδες έχω, είναι νέα η σχέση, θέλω να είμαι μαζί της". Και θα ήταν και πολύ λογικό. Αλλά δεν το έκανε. Δεν ήταν, λοιπόν, ότι δεν ήθελε να αφήσει τους φίλους του. Ήταν ότι ήθελε να είμαι κι εγώ, μαζί. Δεν νομίζω να συνηθίζεται κάτι τέτοιο... Διορθώστε με, αν είναι...

Ο Γ με κοίταξε.
Ήθελε κάτι να πει αλλά το σκεφτόταν.
-Πες το, Γ..., τον προκάλεσα.
-Εγώ χαίρομαι.
-Αυτό είναι!, παραιτήθηκα. Χαζό παιδί, χαρά γεμάτο... Γιατί χαίρεσαι εσύ, καμάρι μου;
-Χαίρομαι που έδιωξες την Β, χαίρομαι που έδιωξες τις δικές μας, χαίρομαι που ήρθαμε όλοι μαζί για διακοπές! Χαίρομαι που είσαι με τον Χ! Και να σου πω κάτι; Και να μας έριχνες και καμμία, δεν θα είχες άδικο! Τόσες μαλακίες άκουσες για 'μας!
Ξεσπάσαμε σε γέλια.
-Είδες τι κατάφερες;!, ρώτησε ο Β. Μέχρι και ο Γ, που σε τρέμει, δεν θα τον πείραζε να του 'ριχνες καμμιά!

Εκείνος καθόταν ήσυχος.
Κάπνιζε και έπινε το ποτό του, κοιτάζοντας τους άλλους, χαμογελαστός.
Ένοιωθε, ότι ο αφέντης μέσα του, είχε βάλει τα πράγματα σε τάξη...