7.3.10

The Last (Gun)Shot

Το Σάββατο ξυπνήσαμε αργά.
Καθόμασταν στην κουζίνα, και τρώγαμε πρωϊνό, προσπαθώντας να φτιάξουμε κλίμα.
Το κλίμα, όμως, ήταν στραβό από την προηγούμενη, και ο γάϊδαρος, το είχε φάει όλο...
Δεν ήθελαν να φύγουμε.
Τέλος.

Όταν είδαν και τον "παππού" να έρχεται, έγιναν κομμάτια.
Μέχρι να πάει να κάνει τον γύρο και να μπει από την είσοδο, δεν μιλούσε κανείς.
Λες και ερχόταν να μας συλλυπηθεί...

Μπήκε, με 2 τσάντες, να ξεχειλίζουν από πράγματα.
-Τι είναι αυτά, κύριε Μ;!, ρώτησε ο Α.
-Για την Νανά, είπε σκεπτικός.
-Α, όχι για 'μας;!, τον πείραξε.
-Όχι, τον έβαλε στη θέση του.
-Καθήστε, κύριε Μ, του είπα. Θα σας φτιάξω καφέ.
Δεν μιλούσε.

-Έχετε κάτι, κύριε Μ...;, τον κοίταξα, όταν άφησα τον καφέ στο τραπέζι.
-Σκεφτόμουν, αν θέλατε να μείνετε κι άλλο..., είπε διστακτικά. Αν θέλατε να μείνετε και για αύριο, τουλάχιστον...
-Δεν γίνεται, κύριε Μ, του είπε γλυκά ο Β. Θα βρούμε κίνηση. Εγώ και ο Γ, δουλεύουμε από 'βδομάδα. Ο Α, θα φύγει αύριο το πρωί, για να συνεχίσει τις διακοπές του, και ο Χ, το απόγευμα, για να γυρίσει πίσω στην Α. Να ξεκουραστούμε και λίγο...
-Να μείνει η Νανά;!, άνοιξε τα μάτια του διάπλατα. Εγώ δεν θα το δώσω αλλού. Ποιος να το ζητήσει, μέσα Αυγούστου. Εγώ νοικιάζω με τον χρόνο. Να μείνει όσο θέλει. Μέχρι τον Σεπτέμβριο!
-Δουλεύει η Νανά..., του είπα συμβουλευτικά.
-Δεν θα πληρώσεις τίποτα!, είχε πάρει φόρα εκείνος. Δεν θέλω λεφτά! Να μείνεις όσο θέλεις!

Οι άνδρες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.
-Και τι θα πούμε στον άνδρα της, κύριε Μ;, τον ρώτησε ο Α, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος. Ότι την αφήσαμε πίσω; Μόνη της; Θα μας σκοτώσει!
Δεν έπρεπε να το πει...
-Να του πείτε, να μην την άφηνε μόνη, εκείνος!, του αντιμίλησε. Και δεν θα είναι μόνη της. Θα την προσέχω εγώ! Έχει ένα κορίτσι, σαν την Νανά, και την παρατάει; Αυτό να του πείτε, όταν θα 'ρθει. "Είπε, ο κύριος Μ, ότι δεν κάνεις καλά. Άλλοι θα παρακαλούσαν, για τέτοιο κορίτσι!" Να του το πείτε!

Τι να γράψω...;
Ότι μείναμε όλοι άφωνοι;...
Ότι ήταν που ήταν, έγιναν χειρότερα;...
Ότι το πρόσωπό του, είχε γίνει κατακόκκινο;...

-Κύριε Μ, είστε άδικος, τον μάλωσα. Ο καλός μου λείπει για το καλό μου. Εκεί που είναι, δεν είναι για διακοπές. Είναι γιατί έχει μία πολύ καλύτερη δουλειά, από ΄δω.
-Και τι να τα κάνει τα λεφτά;, επέμεινε. Ο άνδρας χρειάζεται μία γυναίκα. Μ' εκείνη θα κάνει πράγματα. Μόνος του, δεν κάνει τίποτα! Η γυναίκα σε νοικοκυρεύει. Αλλιώς, όσα και να βγάζεις, είσαι ρεμάλι. Να τον αφήσεις, αν θες να μ' ακούσεις! Δεν σ' αγαπάει! Να τον αφήσεις!
-Γιατί το λέτε αυτό, κύριε Μ;, προσπάθησε να τον σωφρονίσει ο Α. Δεν θα λείπει για πάντα. Τώρα γνωρίστηκαν τα παιδιά.
-Πόσο καιρό;, ζήτησε να μάθει.
-Μερικούς μήνες, είπε ο άλλος, που είχε αρχίσει να τα παίρνει.
-Μήνες;! Μήνες;! Και τι περιμένει; Να ρίξει το ρύζι;

Δεν γέλασε κανείς.
Ήταν όλοι ταραγμένοι.
Ο "παππούς", είχε γυρίσει για να μας κάνει απόσκατα...
-Μισό λεπτό, κύριε Μ, επενέβη. Για κάτσε. Τι θέλεις, δηλαδή; Να τον παντρευτώ κι από πάνω;! Κάτσε να δούμε πρώτα..., προσπάθησα να το ρίξω στην πλάκα.
Μάταια...
-Τι να κάτσω;!, δεν κρατιόταν ήσυχος στην καρέκλα του. Εγώ, αν σε γνώριζα όταν ήμουν νέος, δεν θα σε άφηνα και θα 'τρεχα έξω! Θα έμενα εδώ, να σε προσέχω και να σ'τα φέρνω όλα στο χέρι! Ή είμαστε άνδρες ή δεν είμαστε!

-Εγώ, πάω να μαζέψω τα πράγματά μου..., σηκώθηκε, μες στα νεύρα, ο Χ.
Τα μαζεμένα...
Ο "παππούς" συνέχισε τα "όταν" και τα "θα", μέχρι που σηκώθηκε να φύγει.
Και τότε, έριξε την χαριστική βολή...
-Χαλάλι σας, είπε όταν βγήκαμε στην πόρτα. Και που με ξεσηκώσατε να αδειάσω την αποθήκη, και που πήρα όλα τα πράγματα για να το φτιάξω, χαλάλι σας! Είπα "θα έρθουν τέσσερεις άνδρες, ποιος ξέρει για τι Σόδομα και Γόμορρα το θέλουν...". Αλλά δεν μου είπατε ότι θα έρθει και το κορίτσι. Ευτυχώς. Γιατί δεν θα σας έβαζα μέσα! Που να ξέρω ότι θα φέρνατε τέτοιο κορίτσι! Κυρία, σε όλα της! Σας είχε νοικοκυρέψει. Ούτε οι παντρεμένες δεν προσέχουν τόσο τους άνδρες τους! Να ΄ταν άλλη... Χαλάλι σας! Είχα κι εγώ παρέα το κορίτσι μας...
Δαγκώθηκαν.
Κοίταξε τον Χ.
-Τον νου σας στην Νανά, του είπε απειλητικά. Να την προσέχετε, σαν τα μάτια σας! Αν την αγαπάτε, να πιάσετε αυτόν που την παρατάει, και να λογαριαστείτε. Ένα κι ένα, κάνουν δύο, να του πείτε! Δεν μπορείς, κύριε, να έχεις τέτοιο κορίτσι και να το αφήνεις πίσω! Να δείτε, που θα 'χει άλλη αγαπητικιά, εκεί που είναι! Και το κοροϊδεύει το κορίτσι μας! Είστε υπεύθυνοι, εσείς που είστε φίλοι της!

Ο Β τράβηξε από το χέρι τον Χ, και μπήκε μπροστά του.
Δεν μπόρεσε, όμως, να του πάρει και το βλέμμα...
Είχε καρφωθεί στον "παππού", σαν να τον προειδοποιούσε ότι αυτές μπορεί να ήταν οι τελευταίες του λέξεις...
-Θα του το πούμε, κύριε Μ, θα του το πούμε..., τον έσπρωχνε μαλακά, να φύγει. Δεν τον ξέρεις τον φίλο μας. Ούτε πόσο την αγαπάει. Για 'κείνη τα κάνει όλα.
-Ναι, για 'κείνη!, έβαλε το στήθος του μπροστά το χαϊδεμένο. Και δεν την κοροϊδεύει. Την αγαπάει! Κι εμείς την αγαπάμε! Εντάξει; Δεν την πειράζει κανείς!

Ο "παππούς", απτόητος, κοντοστάθηκε.
Τους κοίταξε όλους, καχύποπτα.
-Τότε, να του πείτε ότι είναι πολύ τυχερός, είπε όταν πείστηκε. Και να έρθει, όσο γίνεται πιο γρήγορα, εδώ. Η τύχη του έχει ανοίξει, εδώ. Όχι εκεί που πάει. Καλό ταξίδι, να 'χετε, παιδιά μου.
Γύρισε σε εμένα.
-Νανά, να προσέχεις, κορίτσι μου, είπε συγκινημένος. Να μην αφήσεις κανέναν να σε παραβλέπει. Όποιος σ' αγαπάει, να σ'το δείχνει. Κρίμα, που δεν είμαι νεότερος... Δεν θα σε άφηνα να φύγεις, τώρα! Κι ας ερχόταν να σε πάρει, αν τολμούσε! Θα τον κανόνιζα εγώ!
Έφυγε.

Δεν μιλούσε κανείς.
Κοιταζόμασταν αμήχανοι και ξεφυσούσαμε, με τη σειρά.
Εκτός από εκείνον, που ήταν αλλού...
-Πάμε να βάλουμε τα πράγματα στο αυτοκίνητο..., είπε διακριτικά ο Α
.
Συμφώνησαν και οι άλλοι, όπως-όπως.


Εκείνος ούτε μίλησε, ούτε κουνήθηκε.