13.3.10

Sissies, Wousses and Wimps

Μου πήρε χρόνια για να καταλάβω, ότι όταν ο κόσμος βλέπει έναν αυταρχικό άνθρωπο, υποθέτει ότι θέλει τους γύρω του υποχείρια. Και είναι, ίσως, λογικό. Ιδίως όταν είσαι σε νεαρή ηλικία και νόμιζεις ότι θα αλλάξεις τον κόσμο, ότι δεν υπάρχει αύριο, ότι ό,τι θέλεις μπορείς να το έχεις εχθές. Μόνο που εγώ, ποτέ δεν θέλησα κάτι τέτοιο. Κι έτσι, δεν καταλάβαινα γιατί οι άλλοι είχαν αυτή την εντύπωση για το πρόσωπό μου.

Εκείνο, όμως, που άρχισα να καταλαβαίνω τότε, ήταν ότι έλκυα παθητικούς ανθρώπους. Και από τα 2 φύλα. Όσο τους απεχθανόμουν, όσο τους σιχαινόμουν, τόσο πιο πολύ τους τραβούσα. Σαν τον μαγνήτη.

Δεν μπορούσα να καταλάβω τι έβρισκαν σε εμένα. Φερόμουν σαν να μην υπήρχαν, κι εκείνοι έκαναν τα αδύνατα-δυνατά για να είναι μαζί μου. Κολλούσαν σαν την λάσπη στο τακούνι μου. Γλοιώδη ανθρωπάκια, χωρίς ταυτότητα. Που δεν ήξεραν τι να κάνουν με τον εαυτό τους, με την ίδια τους τη ζωή. Που ζούσαν σε έναν δικό τους κόσμο, όπου κυριαρχούσε η ανικανότητα, το ψέμα και η φαντασία.

Και συνέβαινε το εξής.
Από την μία πλευρά, όταν έβλεπα έναν άνδρα να έχει αυτά τα χαρακτηριστικά, δεν με εντυπωσίαζε τόσο. Το θεωρούσα και λίγο αναμενόμενο. Όταν, όμως, αυτά τα χαρακτηριστικά ανήκαν σε γυναίκα, τρελαινόμουν... Μου ήταν άκρως αδιανόητο, μία γυναίκα να είναι δόλια, δειλή, φαντασιόπληκτη. Δεν μπορούσα να χωρέσω στον νου μου, ότι ένα ικανό δημιούργημα εκ φύσεως, μετέρχονταν τέτοιων μεθόδων, οχυρώνονταν πίσω από σαθρά τοιχία, ασπάζονταν ένα παράλληλο σύμπαν.
Απλά, δεν μπορούσα...

Από την άλλη, όμως, όσο και να με προβλημάτιζε, όσο και να με στενοχωρούσε αυτό το είδος του καμένου φύλου, έβρισκα τραγικότερο όλα αυτά να τα έχει ένας άνδρας. Γιατί εκείνος ήταν το κέντρο του ενδιαφέροντός μου. Και το μόνο που σκεφτόμουν, ήταν: "Αυτό θα είναι το μέλλον σου;... Η επιλογή ανάμεσα στο κακό και στο χειρότερο;..."
Και γινόμουν σκατά...

Άρχισα να αλλάζω...
Να βλέπω τους ανθρώπους από άλλη σκοπιά. Και με επιφύλαξη. Ζωσμένη με άρματα, για να διώχνω όσους με έβλεπαν σαν κρεμάστρα. Γιατί έτσι με έβλεπαν τα θρασύδειλα ανθρωπάκια. Σαν κρεμάστρα. Και όταν εκείνα πήγαιναν να κρεμαστούν από τον λαιμό μου, εγώ τους περίμενα με το δάκτυλο στη σκανδάλη. Το ότι κάποτε τους αγαπούσα, ήταν πλέον μία μακρινή ανάμνηση. Δεν μπορούσα να αγαπάω κάτι που δεν καταλάβαινα πια.

Άρχισα να παίρνω στροφές.
Έβλεπα ότι όσο πιο δυναμικός άνθρωπος είσαι, τόσο πιο πολλούς παθητικούς ανθρώπους ελκύεις. Η ύπαρξή σου είναι για εκείνους ευλογία. Για εσένα, όμως, είναι κατάρα. Έβλεπα 2 κατηγορίες δυναμικών ανθρώπων: αυτοί που αρέσκονται στο να επιβεβαιώνονται και αυτοί που έχουν μεγάλα αποθέματα ενέργειας. Για τους πρώτους, όλα αυτά τα ανθρωπάκια, ήταν θησαυρός. Eγώ, διάολε, ανήκα στη δεύτερη κατηγορία, όμως... Και για εμένα, ήταν κάρβουνα.

Γιατί, τι να τους έκανα τους θρασύδειλους; Τους παθητικούς; Τους ανίκανους;
Πως μπορούσα να ταυτιστώ, με τα ανθρωπάκια που ήταν άχρηστα; Αυτά που στη ζωή τους δεν έχουν κανένα πλάνο, κανέναν στόχο. Που δεν πηγαίνουν ούτε μπροστά, ούτε πίσω. Που στέκονται στη μέση, εμποδίζοντας εσένα που θέλεις να κάνεις πράγματα. Που σε πηγαίνουν, μοιραία, πίσω με τη στάση ζωής τους. Που περιμένουν να περάσεις από δίπλα τους, για να γαντζωθούν επάνω σου και να τους πας κάπου, διότι είναι τόσο ανίκανοι, τόσο μπερδεμένοι, που ακόμη και μισό βήμα τους ρίχνει κάτω.

Δεν μπορούσα να το αφήσω να περάσει έτσι.
Έπρεπε να καταλάβω τι συνέβαινε. Και γιατί.
Με αυτούς τους ανθρώπους ζούσα, συναλλασσόμουν, συνεργαζόμουν.

Και δεν θα επέτρεπα, μία μέρα, τα δικά μου "θέλω", να εξαρτώνται από τα "πρέπει" ανθρώπων που συμπεριφέρονταν σαν ευνούχοι στο όργιο της ζωής.