17.3.10

Sphinx

Κάτι που για εσένα είναι δεδομένο, για κάποιον άλλον μπορεί να είναι το ζητούμενο.
Κάτι που εσύ το έχεις, κάποιος άλλος μπορεί να το ψάχνει.
Κάτι που για εσένα είναι απλό, για κάποιον άλλον μπορεί να είναι βουνό.

Εκτός, λοιπόν, από τα παθητικά ανθρωπάκια, υπήρχε και μία άλλη βασική κατηγορία ανθρώπων που με πλησίαζε: τα ψώνια.
Με την πρώτη ματιά, έδειχναν για το ακριβώς αντίθετο από τους άλλους.
Αλλά δεν ήταν.
Είχαν, απλώς, άλλου είδους συμπεριφορά.
Η ρίζα ήταν ίδια
.

Όπως οι παθητικοί, έτσι και τα ψώνια, είχαν στο μυαλό τους έναν γνώμονα: τι μπορούσες να κάνεις εσύ για εκείνους
.
Οι πρώτοι για να σταθούν, οι δεύτεροι για να ανέβουν ψηλότερα.
Οι πρώτοι έψαχναν ξενιστές, οι δεύτεροι να μοιάσουν σε κάποιον άλλον.
Οι πρώτοι ήταν σαράκια, οι δεύτεροι καρικατούρες.
Οι πρώτοι ζητούσαν ζωογόνες ενέσεις, οι δεύτεροι
παραμορφωτικούς καθρέφτες.

Ήταν, ουσιαστικά, 2 βαρέλια με διαφορετική εμφάνιση αλλά από τον ίδιο κατασκευαστή.
Οι διαφορές τους ήταν, ότι στο πρώτο ό,τι και να έριχνες χανόταν διότι δεν είχε πυθμένα ενώ στο δεύτερο κινδύνευες να λερωθείς διότι υπερχείλιζε διαρκώς.
Το σήμα κατατεθέν ήταν ίδιο, ωστόσο: Θρασυδειλία.
Απλώς, οι πρώτοι ήταν περισσότερο το δεύτερο και οι δεύτεροι το πρώτο.

Ο κόσμος χωριζόταν σε ανθρωπάκια που πίστευαν ότι δεν είναι τίποτα και σε ανθρωπάκια που πίστευαν ότι είναι τα πάντα.
Και όλα αυτά τα ανθρωπάκια, περίμεναν εσένα να τους κάνεις κάτι ή να τους πεις ότι είναι το Άλφα και το Ωμέγα.
Με άλλα λόγια, οι μεν περίμεναν από εσένα να χτίζεις σκαλοπάτια, οι δε να τους διαβάζεις παραμύθια.

Εφ' όσον εγώ δεν είχα κανένα κοινό με αυτά τα ανθρωπάκια, απεσύρθην.
Εγώ, πλέον, ήθελα να είμαι μόνη μου.
Δεν ήθελα κανέναν και δεν ζητούσα τίποτα.
Γιατί δεν καταλάβαινα.

Κι εκεί που νόμιζα ότι θα έχανα τον εαυτό μου, τον βρήκα στα βιβλία.
Σταμάτησα να διαβάζω μυθιστορήματα και έριξα όλο το βάρος στην ανθρώπινη φύση και στις ανθρώπινες σχέσεις. Έπρεπε να βρω απαντήσεις στο για/τί συμβαίνει όλο αυτό και στο "ποιος είμαι εγώ και που πάω;". Η θεωρία ήταν στα χέρια μου, τα πειράματα ήταν γύρω μου, παντού.

Άρχισα να μελετάω τους ανθρώπους, επισταμένα.
Και τη δύναμη και το κουράγιο, το αντλούσα από τους ανθρώπους που ήταν δίπλα μου, μαζί μου. Από σοβαρούς και μετρημένους ανθρώπους, που είχαν προσωπικότητα και δεν περίμεναν κανέναν να έρθει να τους ρυμουλκήσει τη ζωή, που αναλάμβαναν τις ευθύνες τους και δεν περίμεναν κάποιον για να τον κατηγορήσουν, εκείνοι που είχαν αυτό που έλειπε από τα ανθρωπάκια: Αξιοπρέπεια.

Έραψα, λοιπόν, το στόμα μου, άνοιξα διάπλατα τα μάτια και τέντωσα τα αυτιά.
Κανείς δεν μπορούσε να πάρει κάτι από εμένα, γιατί δεν έδινα.
Είχα ξοδέψει πολλή ενέργεια στο να προσπαθώ να πείσω τους άλλους ότι είναι σε κάτι λάθος, στο να αναλαμβάνω να κάνω κάτι για εκείνους, στο να μπαίνω μπροστά για να καταφέρουν κάτι. Και το έκανα γιατί μπορούσα, γιατί για εμένα ήταν εμφανές/εύκολο/δεδομένο. Όταν κατάλαβα ότι αυτό ήταν από τα μεγάλα λάθη της ζωής μου, έκλεισα τις πόρτες. Κι εκεί που κάποτε στεγάζονταν το φιλανθρωπικό ίδρυμα, όσοι έρχονταν, έβλεπαν μία Σφίγγα.
Και έφευγαν.

Είχα τραβήξει την ευθεία μου.
Ήταν ο μόνος δρόμος που θα με έβγαζε στη λεωφόρο που ήθελα.
Και μου άξιζε.