2.3.10

Smoking Hot

Όταν ξύπνησα, τους βρήκα στην αυλή.
Μοίραζαν - με τις κούτες - την Coca Cola, στα πιτσιρίκι
α...
-Τι κάνετε εκεί;..., τους ρώτησα από το μπαλκόνι.
-Ξεστοκάρουμε τα αποθέματα!, φώναξε, χωρίς να γυρίσει, ο Β.

Ήταν ένα πολύ όμορφο απόγευμα.
Τα μικρά είχαν μαζευτεί σαν τις μέλισσες γύρω τους, και φώναζαν χαρούμενα.
Εκείνος, έδινε μόνο στα κορίτσια, και έβρισκε και την ευκαιρία να τους ισιώσει τα ρούχα, να τους σφίξει τα κοκκαλάκια, να τους πάρει τις αφέλειες από τα μάτια...
Τι μαρτύριο ήταν εκείνη η μέρα...

Ξαναπήγα στο δωμάτιό μου, σαν τον κατάδικο.
Δεν ήμουν καλά...
Κι όταν δεν είμαι καλά, θέλω να είμαι μόνη.
Δεν θέλω να βλέπω άνθρωπο.
Κατεβάζω ρολά, λέμε.
Και δεν μπορούσα ούτε αυτό να κάνω...

Και σαν να μην έφτανε, στην πόρτα εμφανίστηκε εκείνος...
-Τι έγινε;, τον ρώτησα ξαπλωμένη.
-Τα παιδιά πήγαν να πάρουν παγωτά. Σήμερα δεν έχουν διάθεση για τίποτα. Είναι στενοχωρημένοι που φεύγουμε...
-Χριστέ μου..., έβαλα τα χέρια στο πρόσωπό μου. Ούτε να γελάσω δεν μπορώ...
-Τι έχετε, Αφέντρα;..., ρώτησε μαλακά, αν και ήξερε.
-Εκείνοι είναι στενοχωρημένοι που φεύγουμε, κι εγώ δεν βλέπω την ώρα..., ανασηκώθηκα.

Είδε τη γυναίκα να κάθεται οκλαδόν, και χαμογέλασε.
-Μη γελάς... Δεν είμαι καλά...
-Ούτε εγώ, Αφέντρα..., σοβάρεψε. Δεν το πιστεύω ότι το λέω... αλλά θα ήταν καλύτερα να μην ήμασταν μαζί...
-Ναι! Ναι!, ξέσπασα και σηκώθηκα όρθια, στα γόνατα. Δεν θα ήταν καλύτερα;! Γύρισε επάνω μας! Πως δεν το είχαμε δει να 'ρχεται;!, άρχισα να γκρινιάζω. Τι σε πείραζε να ήσουν άλλη μία εβδομάδα μακριά;! Τι μου ήρθε κι εμένα και συμφώνησα;! Δεν περνάω, πια, καλά... Θέλω να φύγουμε..., κλαψούρισα.
Δεν άντεχα άλλο.

Ο Χ, είχε αλλάξει έκφραση.
Έβλεπε το κοριτσάκι, να του κάνει παράπονα...
Δεν κρατήθηκε.
Πήγε να με αγκαλιάσει.
-Μη!!!, σήκωσα το δάκτυλο. Μην-κάνεις-βήμα..., έκλεισα τα μάτια, κουνώντας το σε κάθε συλλαβή. Αν μπορούσες να μπεις μες στο μυαλό μου, αυτή τη στιγμή, θα έφευγες τρέχοντας! Όχι από ΄δω! Από την χώρα!, άνοιξα τα μάτια.

Σηκώθηκα όρθια, και τον κοίταξα με ένα πολύ δαιμονισμένο βλέμμα.
Μόλις είδε την Barbarella να πλησιάζει, έκανε λίγο πίσω, κι έβαλε το κεφάλι στους ώμους, φοβισμένος.
Κοιτούσε τα πάντα επάνω μου, με επιμονή, όμως, στα χείλη.
-Μη με κοιτάς! Κάτω τα μάτια!, έδειξα με το δάκτυλο το πάτωμα. Δεν ξέρω τι θα κάνεις, αλλά φρόντισε να εξαφανιστείτε! Θέλω να μείνω μόνη μου! Έχω συσσωρεύσει τόση ενέργεια μέσα μου, που αν με ξαναπλησιάσεις, δεν το ΄χω σε τίποτα να σε κάνω σκόνη! Μακριά, λοιπόν! Άσε με να ξεσπάσω στα σφουγγαροξεσκονόπανα, και πάρ'τους να φύγετε! Δεν είμαι καλά! Να κουραστώ, να πέσω ξερή για ύπνο, να μη σκέφτομαι! Αυτό θέλω! Μπορώ;! Εξαφανίσου, τώρα!

Έκανε δύο βήματα πίσω, και με σκυμμένο το κεφάλι, βγήκε από το δωμάτιο.
Έκλεισα, με δύναμη, την πόρτα.
Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα ακίνητη, με κλειστά τα μάτια, προσπαθώντας να ηρεμήσω...

Όταν βγήκα, κάθονταν στο μπαλκόνι.
Ο Α σηκώθηκε να μου δώσει τη θέση του, και μου είπε ότι ο Χ θέλει να πάνε μία βόλτα με το αυτοκίνητο, για να γυρίσουν λίγο το μέρος, πριν φύγουμε.
-Θα έρθεις μαζί μας;, ρώτησε το χαϊδεμένο.
-Δεν υπάρχει περίπτωση!, του απάντησα έντονα. Θα μείνω να μαζέψω το σπίτι, για να το παραδώσουμε αύριο, όπως πρέπει.
-Εμείς θα τα κάνουμε αυτά! Αύριο!, πετάχτηκε ο Β. Μας έχεις στρώσει στις δουλειές, τόσες μέρες, θα το χαλάσουμε
στο τέλος;!
-Δεν αφήνουμε ποτέ τις δουλειές μας, τελευταία στιγμή, δήλωσα αυστηρά. Αύριο πρέπει να είμαστε ξεκούραστοι για το ταξίδι. Ιδίως, αν βγούμε απόψε. Κι εξ' άλλου, δεν μπορώ να κάθομαι άλλο... Μου την έχει δώσει!
-Μα κάνουμε τόσα πράγματα! Πάμε για μπάνιο, μαγειρεύουμε, παίζουμε χαρτιά!, προσπάθησε με πείσει.

Τι να του πεις, τώρα..., σκέφτηκα.
"Στ΄αρχείδια μου όλα!"; "Εγώ έχω άλλα προβλήματα!"; "Τι να μου κάνουν οι κατσαρόλες, εγώ θέλω τον φίλο σου!";
Σταμάτησα τις σκέψεις.
Θα πήγαιναν πολύ μακριά.
Πάλι...

-Εμμμ... θέλεις να αρχίσουμε τα περί αρχηγού...;, τον ρώτησα με ύφος.
-Αφού αυτό θέλει, γιατί την πιέζεις;, με υπερασπίστηκε το χαϊδεμένο. Θέλεις να τσατιστεί και να μην έρθει το βράδυ, μαζί μας;
-Αυτός είναι ο άνδρας της ζωής μου, έδειξα με το χέρι τον Γ, από πάνω μέχρι κάτω, σαν να ήταν ηλεκτρική συσκευή σε τηλεπαιχνίδι. Εσείς, ακόμη, είστε στην κοσμάρα σας...
-Ε, τότε να φύγουμε..., άλλαξε γνώμη ο Β. Να πάμε, για να γυρίσουμε νωρίς, να ετοιμαστούμε για έξω.
-Γιατί να γυρίσετε νωρίς;!, αντέδρασα. Νομίζετε ότι έτσι γίνεται ένα σπίτι, όπως πρέπει;! Με τις τσαπατσουλιές τις δικές σας;! Θέλω τον χρόνο μου! Με την ησυχία σας, εσείς! Σε club θα πάμε. Όχι στον εσπερινό!
Έφυγαν.

Το τι τρίψιμο, και το τι γυάλισμα έπεσε...
Τέρμα η μουσική, κι εγώ να τα βάζω με τα πατώματα.
Πως δεν κατέβασα και καμμιά κουρτίνα, να τη βάλω στη σκάφη...
Όχι το σπίτι να καθαρίσω...
Να ρίξω πέδιλα για το Empire State!
Γινόταν; Θα το έκανα!
Τι να μου πει ένα καθαρό διαμέρισμα;...
Εγώ ήθελα τους Κόπρους του Αυγεία, για να 'ρθω στα ίσα μου.

Μέχρι να αρχίσω, το τελείωσα...
Έκανα ένα μπάνιο, και βγήκα στο μπαλκόνι με το βιβλίο, που τόσες μέρες, ανάθεμα κι αν είχα διαβάσει 10 σελίδες.
(Που κανονικά, εγώ, σε μία εβδομάδα, θα τελείωνα το 2ο...)
Τι να διαβάσω, όμως, που δεν μπορούσα να σταυρώσω σελίδα...
Που μπροστά μου - σαν Κλασσικά Εικονογραφημένα -, έβλεπα Διόνυσο, Σάτυρο και Σιληνούς, να οργιάζουν...
Άντε, πάλι, να βγάζω τα εμβαδά του διαμερίσματος, πάνω-κάτω, με το τσιγάρο στο χέρι.

Είχε αρχίσει να βραδιάζει, όταν ήρθαν.
Εκείνοι μιλούσαν, εγώ έπαιζα σε άλλο σταθμό.
-Ρε!, βρήκε η αναλαμπή τον Β. Τόσες μέρες, δεν πήγαμε μία, να παίξουμε κανά διπλό
!
Η βελόνα, σκράτσαρε στο βινύλιο.

Κοίταξαν τις μπασκέτες.
Σηκώθηκα κι εγώ, να τις δω, με γουρλωμένα μάτια.
Η σωτηρία μου, ήταν απέναντι, κι εγώ καθόμουν ακόμη;!

-Πάμε!, άρχισα να χορεύω, τον γνωστό χορό της νίκης, πανηγυρίζοντας.
-Που πάμε;, ρώτησε, σηκώνοντας τους ώμους.
-Να σας σκίσω!
-Θα έρθεις κι εσύ;!, τρελάθηκε ο Α.
-Που;! Θα αφήσετε πίσω τον αρχηγό;! Είστε καλά;!
-Θα παίξεις basket, μαζί μας...; Εσύ δεν ήρθες ούτε βόλτα με το αυτοκίνητο!, αντιμίλησε το χαϊδεμένο.
-Ρε, άντε μου στον διάολο! Παραγνωριστήκαμε! Πάρ'τε τους κώλους σας από 'δω!
Πάω να αλλάξω κι έρχομαι!
-Πάμε... θα φάμε ξύλο...!, έσπρωξε τους άλλους ο Β, και κατέβηκαν τρέχοντας στην αυλή.
-Καλομελέτα!, του φώναξα από το μπαλκόνι.

Μπήκα, σίφουνας, στο δωμάτιο και άνοιξα τη βαλίτσα μου.
Βρήκα ένα λινό παντελόνι, το γύρισα μέχρι τα γόνατα, βγήκα στο μπαλκόνι, πήρα 3-4 μανταλάκια, έπιασα τα γυρίσματα, βρήκα 3-4 λάστιχα, τα έβαλα από πάνω για σιγουριά, ξαναμπήκα στο δωμάτιο, βρήκα ένα T-shirt, το έδεσα κόμπο στο πλάϊ, ξαναπήγα στην κουζίνα, πήρα 2 λαστιχάκια, έδεσα τα μαλλιά μου δεξιά-αριστερά σε αλογοουρές, ξαναμπήκα στο δωμάτιο, ξέθαψα το riding crop - που μέχρι εκείνη τη μέρα το κοιτούσα κι αναστέναζα - και το φίλησα από τη χαρά μου.
-Η μαμά, πάει να σφίξει κώλους!, του είπα. Μείνε ήσυχο!
Το ξανάθαψα, έβαλα τα χέρια κάτω από το T-shirt, έσφιξα τον στηθόδεσμο όσο πήγαινε, και βγήκα με τις σαγιονάρες στο μπαλκόνι.

Πρέπει να ήμουν το πιο γελοίο θέαμα του κόσμου, εκείνη τη στιγμή...
Αν έπαιζα σε ταινία, θα ήταν μία του Βέγγου.
(Με εκείνη τη μουσική, που αναρωτιέσαι ποιος μπορεί να την έγραψε...;)
Έτρεξα στην αυλή, και πήδηξα τη μάντρα που χώριζε το οικόπεδο.
Εκείνοι κυνηγιόνταν, προσπαθώντας να πάρουν τη μπάλα.

-Άντε, μουνάκια! Τι έγινε;! Θα παίξουμε τίποτα;!