29.7.10

Getting High

Κανονικά, θα έπρεπε να γράφω για την πρώτη μου εμπειρία σε αεροπλάνο.
Κι εγώ γράφω για τον Χ.
Κανονικά, θα έπρεπε να ανέπνεα μέσα σε χαρτοσακούλες.
Να τραβούσα από τα μαλλιά την αεροσυνοδό.
Κι εγώ σκεφτόμουν τον Χ.

Η αεροσυνοδός ήταν η μόνη που μου τράβηξε την προσοχή.
Όταν μας ρώτησε αν θέλουμε κάτι, γύρισα ξαφνιασμένη και την κοίταξα. Ναι. Υπήρχαν κι άλλοι άνθρωποι στο αεροπλάνο, εκτός από τον Χ. Όταν, όμως, εκείνος τής απάντησε ευγενικά "όχι, ευχαριστούμε", ο μόνος που υπήρχε πάλι ήταν εκείνος. 'Ισως να μην έπρεπε να τον μετράω. Γιατί εκείνη την στιγμή ο Χ μιλούσε αντί εμού. Ήξερε ότι δεν τρώω / πίνω / καπνίζω στα ταξίδια, και ότι με εκνευρίζουν αυτοί που το κάνουν. Ο καφές του στο πλοίο, ήταν ξεκάθαρα στα πλαίσια τού ταξιδιού ενός "κανονικού ζευγαριού". Το αεροπλάνο, δεν ήταν η απλή μεταβίβασή μας στην Αθήνα. Ήταν και η μετάβασή μας από το "κανονικό" στο "ιδιαίτερο". Το ήξερε.

Δεν μου αρέσει, επίσης, να μιλώ.
Οπότε δεν μιλούσε ούτε εκείνος. Καθόταν ήσυχος και κοιτούσε τα σύννεφα έξω από το παράθυρό του. Ξαναφόρεσα τα γυαλιά και ακούμπησα το κεφάλι μου στο κάθισμα. Γιατί δεν με είχε πιάσει υστερία; Δεν θα έπρεπε; Δεν κινδυνεύαμε να ξεκολλήσουν τα φτερά, να ανοίξει τρύπα στο πάτωμα, να φύγει η οροφή, να πάθει έμφραγμα ο πιλότος; Δεν έπρεπε να είμαι γονατιστή, με το μαντήλι στο κεφάλι, με τα κομποσκοίνια στα χέρια, να προσεύχομαι μέχρι να προσγειωθούμε; Θα έπρεπε. Αυτό ήταν το σενάριο μέχρι τότε.

Το σενάριο, όμως, δεν υπήρχε πια.
Η παρουσία τού Χ το είχε κάψει. Τον κοίταζα. Είχε ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη, και ήταν φανερό ότι εκείνη την στιγμή έγραφε τα δικά του σενάρια. Ήμουν σίγουρη ότι ήξερα και την πρωταγωνίστρια.

Όπως δεν θυμάμαι πως απογειωθήκαμε, έτσι δεν θυμάμαι πως προσγειωθήκαμε.
Όλα έγιναν πολύ γρήγορα, και εμείς ήμασταν ήδη μέσα στο ταξί για το σπίτι μας. Η ναυτία είχε ξαναγυρίσει... Ο Χ ήταν εξαιρετικά νευρικός, και δεν τον χωρούσε το κάθισμα. Όταν, δε, μπήκαμε στην τελική ευθεία, ήμασταν για να πηδάμε από τα παράθυρα... Και οι δύο... Μπήκαμε στην είσοδο, και σταματήσαμε στο ασανσέρ, περιμένοντάς το σαν να περιμέναμε την συνοδεία για το εκτελεστικό απόσπασμα. Όταν βρεθήκαμε έξω από την πόρτα τού διαμερίσματος, κανείς μας δεν έκανε καμμία κίνηση. Ούτε για να πει κάτι, ούτε για να βρει κλειδιά, ούτε για τίποτα.

-Ήσουν χαρούμενος μέχρι τώρα..., έσπασα την σιωπή.
-Ναι... ήμουν..., παραδέχθηκε σοβαρός.
-Μπορούμε πάντα να πάρουμε το επόμενο αεροπλάνο να γυρίσουμε πίσω... Δεν έχω πρόβλημα... Το συνήθισα...

Άρχισε να ψάχνει πανικόβλητος τα κλειδιά.
Άρχισα να γελάω.
-Μη μου πεις μόνο ότι τα ξεχάσαμε..., μπόρεσα να αρθρώσω.
-Όχι! Εδώ είναι! Εδώ είναι!, κούνησε τα κλειδιά θριαμβευτικά.
-Συγχαρητήρια..., συνέχισα να γελάω. Θα μπούμε; Τι θα γίνει;

-Αφέντρα..., είπε σχεδόν λυπημένα. Θα είμαι μία εβδομάδα μαζί σας... Συνέχεια... Στο σπίτι μας... Θα ζούμε κανονικά...
Σταμάτησα απότομα να γελάω.
-Άνοιξε την πόρτα, Χ..., είπα ήρεμα, κοιτώντας το χαλί της εισόδου. Δεν ξέρεις τι μπορεί να είναι αυτή η εβδομάδα... Πως μπορεί να είναι μαζί μου...
-Ξέρω, Αφέντρα..., είπε μυστικά, σαν να ήταν και κάποιος άλλος στον όροφο. Αυτό που περίμενα μία ζωή... Ό,τι κι αν είναι...

Θα μπορούσα να γράψω πολλά.
Αλλά δεν θα το κάνω. Θα μπορούσα να γράψω τι σκεφτόμουν, τι ήξερα ότι σκεφτόταν. Το πόσο αυτή η σχέση Εξουσίας / υποταγής σε υπερβαίνει. Το πόσο ισχυρή είναι η D/s. Την δύναμη που έχει να σου ξεχειλώνει τα όρια, να σου τρυπάει τις αντιστάσεις. Το πόσο μπορεί να σε ανεβάζει κάτι που κάποιον άλλον θα τον είχε ισοπεδώσει, το πόσο μπορεί να σε κάνει κουρέλι κάτι που κάποιον άλλον θα τον έκανε 3 μέτρα ψηλό.

Θα μπορούσα να γράψω τι ειπώθηκε ή τι έγινε, μόλις μπήκαμε.
Αλλά δεν θα το κάνω. Υπάρχουν, ούτως ή άλλω, πράγματα που δεν θα γράψω ποτέ στο blog, που δεν θα τα πω ούτε αν μία μέρα γίνω μητέρα στα παιδιά μου. Αυτό το blog περιέχει μόνο την σκιαγράφηση όσων έχω ζήσει, όσων έχω μάθει, όσων έχω ακούσει. Δεν είναι τίποτε άλλο από μία ιχνογραφία. Τροφή για σκέψεις ή η αρχή ενός νήματος. Τίποτε άλλο.

Το μόνο που θα γράψω, είναι το εξής.
Μέσα στα μεσάνυχτα, σηκώθηκα για να κλείσω την τηλεόραση και το air-condition. Από τότε που είχαμε το θέμα με την μύτη μου, η φοβία τού Χ μπορούσε να με στείλει άνετα στο Σωτηρία. Άνετα, όμως... Είχα κοιμηθεί νωρίς, με απλωμένα χέρια και πόδια, κατακτώντας κάθε εκατοστό τού στρώματος σε κάθε κίνηση. (Ναι, δεν χρειάζεται να κοιμηθείς μαζί μου. Έχω ήδη έναν αιχμάλωτο, το κρεβάτι μου). Όπως πήγα στην ντουλάπα να πάρω ένα σεντόνι - γιατί είχα αρχίσει να μαρμαρώνω από το ψύχος, λέμε -, κατάλαβα ότι κάποιος με κοιτάζει... Γύρισα αργά το κεφάλι μου, και είδα τον Χ να έχει ακουμπήσει τα χέρια του στην πλάτη τού καναπέ, να με κοιτάζει ακίνητος.

-Τι κάνεις εκεί;..., σήκωσα τους ώμους.
-Τίποτα..., είπε συνεσταλμένα.
Ερχόταν... Το εγκεφαλικό ήταν στον δρόμο...
-Τι "τίποτα", διάολε! Γιατί δεν κοιμάσαι;!
-Σας βλέπω..., ξαναείπε συνεσταλμένα.
-Τι με... Γιατ... Τι ώρα είναι;!, νευρίασα.
-Δεν ξέρω..., είπε αθώα.

Ξεφύσηξα, αφήνοντας τούς ώμους να κρεμάσουν.
Δεν πρόλαβα να συνέλθω, ήρθε το δεύτερο κύμα...
-Να έρθω να σας σκεπάσω;...
-Τι να με σκεπάσεις, μη γαμήσω;! Πρώτα με παγώνεις και μετά θέλεις να με σκεπάσεις!
-Κρυώσατε, Αφέντρα;!, πετάχτηκε όρθιος. Να σας κλείσω το air-condition!
Ήρθε με δύο δρασκελιές στο δωμάτιο, ψάχνοντας το control. Μόλις είδε ότι το air-conditon ήταν κλειστό, έμεινε εκεί που ήταν. Όρθιος. Γυμνός...

Με κοίταξε φοβισμένος.
-Το κλείσατε..., είπε μαζεμένα.
-Το κλείσαμε..., τον κορόϊδεψα. Εσείς που μας βλέπατε, δεν το είδατε;...
Τσιμουδιά.
-Δεν μιλάτε;..., σήκωσα τα φρύδια.
-Θα... Να... Πάω να κοιμηθώ... Δεν θα σας ξαναενοχλήσω... Για το air-condition ήρθα...
Μου έχει ανέβει το αίμα στο κεφάλι... Το αίμα στο κεφάλι, λέμε!

Έχω αρχίσει και τον χτυπάω με το σεντόνι.
Μαζεύτηκε, με τα χέρια του χιαστί, και με μία έκφραση "γιατί, καλέ κυρία, με χτυπάτε το καημένο;"
-Θα σε σκοτώσω! Θα σε σκοτώσω, διάολε! Αλλά όχι με το σεντόνι! Μαλακίες κάνω! Με τα χέρια!
Και τον χτυπάω... Τον χτυπάω όπου βρίσκω...
Πονούσε. Αλλά χαμογελούσε... Με κοιτούσε μέσα στα μάτια. Και δεν έκανε ούτε ένα βήμα πίσω... Ούτε μισό... Κατέβασε τα χέρια, και καθόταν ήσυχος, ήρεμος, χαμογελαστός, για να κάνω ό,τι θέλω...

Δεν έχω κάτι άλλο να γράψω.