27.7.10

Mrs. & mr. Smith

Το έχω σκάσει αμέτρητες φορές από εκεί που είμαι.
Είτε γιατί έχω βαρεθεί, είτε γιατί κάτι δεν μου άρεσε.
Ήταν η πρώτη φορά που κάποιος ήθελε να το σκάσει μαζί μου.

Ο Χ πηγαινοερχόταν, σαν τον τρελό, για να μαζέψει τα πράγματά μας και να ετοιμάσει βαλίτσες. Το σπίτι είχε αναστατωθεί από την έκτακτη αναχώρησή μας, και το ζευγάρι ήταν στα τηλέφωνα για να μας βρουν τον άνθρωπο που είχε την βάρκα. Ήταν ο μόνος τρόπος για να πάμε στο νησί. Δεν είχαμε χρόνο να περιμένουμε το καραβάκι. Εάν δεν βρίσκαμε τον ιδιοκτήτη δεν θα προλαβαίναμε το αεροπλάνο.

Όταν όλα ρυθμίστηκαν, έκλεισε την πόρτα για να ντυθώ.
Έβγαλα τα "καλά" μου. Και μόνο το ότι θα φορούσα κανονικά ρούχα και τακούνια - και όχι τις πρόχειρες μαλακίες που πρέπει να φοράς για το πλοίο -, μου έδινε μεγάλη χαρά. Βλέποντας τι διάλεξα, άλλαξε γνώμη για ό,τι είχε επιλέξει να φορέσει εκείνος. Κατάλαβε ότι ο τουρισμός είχε τελειώσει εκεί και για τους δύο.
-Μπορώ να σε ντύσω εγώ;..., ρώτησε διστακτικά.
-Δεν είχα σκοπό να ντυθώ μόνη μου, απάντησα.

Δεν ήταν ότι ήμουν καλά.
Αλλά δεν θα το έχανα για τίποτα. Μπορεί να γινόμουν χειρότερα, αλλά δεν θα το έχανα. Τρεις μέρες είχα να νοιώσω έτσι... Με έντυνε σαν να είχαν ατροφήσει οι μύες μου... Σαν να έπρεπε να με πάρει από εκεί, κρυφά... Με έντυσε με την αφοσίωση που μου είχε λείψει. Σαν η κάθε κίνηση να είχε σημασία. Σαν να κρινόταν κάτι από αυτό. Όταν κάθησα στο κρεβάτι και γονάτισε για να μου βάλει τα πέδιλα, έγινα... Για μισό λεπτό, κοίταζε τα πόδια μου αγγίζοντας τα πέλματα, σαν να σκεφτόταν αν αυτό που έκανε ήταν το σωστό.
-Είμαι τόσο χαρούμενος..., ψέλισσε.
-Εγώ θα είμαι όταν θα κάνουμε το αντίστροφο, κι όταν το κρεβάτι που θα κάθομαι θα είναι το δικό μου, του είπα για να ξενερώσω.

Βγαίνοντας από το σπίτι, με περίμεναν και οι τρεις για να ξεκινήσουμε.
Ο Χ - που ποτέ δεν με είχε αγγίξει δημοσίως, παρά μόνον όταν έπρεπε να μπω κάπου πρώτη ή να βγω από το αυτοκίνητο, ίσως -, μου έδωσε το χέρι του, και άρχισε να περπατάει μπροστά και με μεγάλα βήματα, σχεδόν τραβώντας με. Περπατούσε σοβαρός, αμίλητος, γρήγορα. Αφού φτάσαμε μπροστά στην βάρκα, και χαιρετίσαμε το ζευγάρι, έδωσε τις βαλίτσες σε εκείνον που μας περίμενε - και προς έκπληξη όλων μας -, γονάτισε στην άμμο, και μου έβγαλε τα πέδιλα... Ένας μικρός αναστεναγμός βγήκε από τα χείλη τής γυναίκας. Γύρισα να την κοιτάξω, καθώς σήκωνα την φούστα μου για να μπω μέσα στο νερό. Με κοιτούσε με σφιγμένα χείλη, με μία έκφραση που έδειχνε ότι είχε συγκινηθεί. Προσπάθησα να της χαμογελάσω, αλλά δεν νομίζω να τα κατάφερα καλά. Δεν πρέπει να ήμουν καν εκεί...

Η φούστα μου βράχηκε.
Το ίδιο και το παντελόνι του Χ. Αλλά λίγο νοιαστήκαμε. Μέχρι να φτάσουμε στο αεροδρόμιο, όλα ήταν παρελθόν. Η σκηνή που μπήκαμε στην αίθουσα, ήταν από τις καλύτερες της ζωής μου. Εκείνος με λινό μαύρο πουκάμισο / παντελόνι, γυαλιά ηλίου. Στα μαύρα κι εγώ, με ένα πουκάμισο κρουαζέ που έδενε πίσω, μία μακριά gypsy skirt, τα μαύρα ψηλοτάκουνα πέδιλα, μαύρα μεγάλα γυαλιά ηλίου, και με μαλλιά ακόμα με την αρμύρα της θάλασσας που τα είχε φουντώσει, ελεύθερα. Δεν υπήρχε άνθρωπος που δεν είχε γυρίσει να μας κοιτάξει... Ήταν τέτοιος ο τρόπος που περπατούσαμε, που όλοι θα πρέπει να έβαζαν στοίχημα ότι κάποιοι είμαστε και κάπου πηγαίνουμε. Σαν τους πράκτορες που έπρεπε να εκτελέσουν μίαν αποστολή... Συζητήσεις σταματούσαν, δρόμοι άνοιγαν. Απίστευτη σκηνή...

Τελειώνοντας από τον έλεγχο, βρεθήκαμε μπροστά σε μία τζαμαρία.
Πίσω από αυτήν, η πίστα, και κάτι που θύμιζε αεροπλάνο.
-Τι είναι αυτό;..., είπα περίεργη.
-Ποιο;, ρώτησε ο Χ χωρίς να καταλάβει.
-Το αντίγραφο που περιμένει απ' έξω...
-Αεροπλάνο, είπε χαμογελώντας.
-Είμαστε σίγουροι...;, αναρωτήθηκα.

Διάολε... Αυτό δεν ήταν αεροπλάνο...
Ήταν ένα βανάκι, με θέσεις σχολικού, που του είχαν κολλήσει 2 φτερά στο πλάϊ.
Αυτή κι αν ήταν σκηνή, από τις καλύτερες που έχω να θυμάμαι...
Αλλά εκείνη την στιγμή δεν με ένοιαζε τίποτα.
Ούτε ότι θα ήταν η πρώτη φορά που θα έμπαινα σε αεροπλάνο.

Μέχρι και που απογειωθήκαμε, ο Χ με κοιτούσε με αγωνία.
Προφανώς, δεν ήξερε πως θα αντιδρούσα. Εγώ, όμως, είχα ανοίξει τα περιοδικά και διάβαζα, σαν να μην έτρεχε τίποτα. Το ότι θα ήμασταν σε πολύ λίγο στην Αθήνα, ήταν πολύ πιο σημαντικό. Όταν ησύχασε, άνοιξε κι εκείνος μίαν εφημερίδα, και άρχισε να διαβάζει.
-Μπορώ να ρωτήσω αν είσαι καλά...;, είπε κάποια στιγμή.
-Είμαι πολύ καλά, του απάντησα χωρίς να σταματήσω την ανάγνωση. Μία ερώτηση έχω μόνο. Αυτό που είπες για το λεβητοστάσιο...;

Γύρισε το κεφάλι του μπροστά, και κοίταξε χαμηλά στην μπροστινή του θέση, σοβαρός.
-Ακόμα κι αν μου έλεγες να κοιμηθώ στην μέση του δρόμου, θα το έκανα.