25.7.10

Bouncing Back

Και ξαφνικά, όλα άλλαξαν.
Η θάλασσα, η παραλία, το μέρος.
Και τι ήταν αυτή η μυρωδιά;...
Καρύδα;...

Κοιτούσα τον Χ, να κολυμπάει με μεγάλα ανοίγματα για να βγει στην στεριά.
Ο άνθρωπος που έπρεπε να κάνει διακοπές, ήθελε να γυρίσει πίσω.
Σε ένα διαμέρισμα.
Όχι για να ξεκουραστεί.
Αλλά για να κάνει ό,τι ήταν γεννημένος να κάνει: να υπηρετήσει.
Να υπηρετήσει μία γυναίκα, που πριν από λίγα λεπτά τού έλεγε ότι τον είχε μισήσει...

Κι ενώ ο κάθε άνδρας θα ήθελε την ησυχία του, την ηρεμία του, την ανάπαυλά του - έστω και για 10 ημέρες -, εκείνος ήθελε πίσω την ρουτίνα του.
Αυτό που για εκείνους θα ήταν η καταστροφή τής σχέσης, για τον Χ ήταν ζήτημα ταυτότητας.
Δεν ήμουν εγώ που είχα κάνει παράπονα για κάτι που είχα χάσει.
Ήταν εκείνος που είχε διαμαρτυρηθεί για κάτι που δεν μπορούσε να προσφέρει...

Ναι. Μύριζε καρύδα.
Κοιτούσα τους ώμους μου, το στήθος μου που γυάλιζαν, και ένοιωθα την γυναίκα να έρχεται τρέχοντας πίσω, ικανοποιημένη από τους λόγους και τα λόγια ενός άνδρα, ευτυχισμένη που της ανήκε, περίεργη για την συνέχεια. Αισθανόμουν θεά... Μία θεά υγρή, που ακόμη και έξω αν στεκόταν, με ό,τι είχε ακούσει, πάλι υγρή θα ένοιωθε... Όλα είχαν ξυπνήσει. Με την καρύδα, με τον ήλιο, με την θάλασσα, με το μαγιώ...
Με εκείνον.

Βγήκα, και πήρα την πετσέτα για να σκουπιστώ, και να ανέβω επάνω να δω τι είχε κάνει. Είχε αρχίσει να φυσάει λίγο, και ήταν το μόνο που έλειπε εκείνη την στιγμή. Είχα απογειωθεί εντελώς... Γυρίζοντας, πριν προλάβω να μαζέψω τα πράγματά μας, τον είδα να έρχεται τρέχοντας την κατηφόρα. Ημίγυμνος, μόνο με την βερμούδα του, και ξυπόλητος... Σταμάτησε σοβαρός, 1-2 μέτρα μακριά από εμένα, εμένα που είχα μείνει με την πετσέτα να κρέμεται από χέρι μου, και τα μάτια μου να κρέμονται από τα χείλη του.

Για μία στιγμή νόμισα ότι δεν είχε γίνει τίποτα.
Και δεν με πείραζε. Καθόλου. Όταν έχεις έναν άνθρωπο με τον οποίο συζητάς τα πάντα, είναι ειλικρινής - ακόμα κι αν είναι εις βάρος του -, και υπάρχει επικοινωνία, δεν σε νοιάζει τίποτα. Όλα αντιμετωπίζονται. Όλα. Δεν είχα κανένα πρόβλημα να κοιμηθούμε μαζί άλλη μία νύχτα. Ήμουν διαφορετική. Δεν με ένοιαζε. Γιατί ήξερα πως είχαμε την ίδια οπτική σε ό,τι μας είχε συμβεί. Δεν είχα τίποτα να κρύψω πια. Και δεν υπήρχε λόγος να υποκρίνομαι. Ήμασταν από την ίδια πλευρά.

Μέχρι που άρχισε να χαμογελάει...
Το χαμόγελό του παρέσυρε και το δικό μου. Αδύνατον να περιγράψω τι αισθανόμουν... Ήρθε αργά προς το μέρος μου, και γονάτισε, αγκαλιάζοντας την μέση μου, και ακούμπησε το μέτωπό του εκεί που δεν έπρεπε... Γύρισα το κεφάλι προς την θάλασσα, και έκλεισα τα μάτια. Τον αγαπούσα εκείνον τον άνθρωπο... Με έκανε να τον αγαπάω με όλη την δύναμη τής καρδιάς μου.

Σήκωσε το κεφάλι.
-Ο ενικός, ήταν το μόνο που μου έδινε κουράγιο... Δεν σου αξίζει... Αλλά ήταν η επιθυμία σου... Ήταν το μόνο που έκανα για εσένα, γιατί αυτό μου είχες πει... Ό,τι και να μου ζητούσες θα το έκανα, αρκεί να βλέπω την ικανοποίησή σου... Με πιστεύεις;...
-Ναι.
-Δεν άλλαξε κάτι σε εμένα... Δεν μπορεί ο ενικός να με αλλάξει... Με αλλάζεις εσύ... Θέλω να πάμε σπίτι μας... Δεν το είπα γιατί θέλω κάτι από εσένα... Μπορεί να ήταν λάθος μου που μίλησα έτσι... Αλλά τώρα δεν το μετανοιώνω... Κι ας τιμωρηθώ... Νόμιζα πως σου άρεσε εδώ... Τώρα που ξέρω ότι το μισείς, είμαι χαρούμενος...

Τον κοίταξα.
-Ξέρεις ότι είναι η 2η μαλακία που κάνουμε...
-Ναι... είναι..., είπε χαμογελαστός.
-Τι θέλεις περισσότερο να κάνεις όταν επιστρέψουμε;, τον ρώτησα.
Το χαμόγελο έφυγε από τα χείλη του.
-Θέλω απόψε το βράδυ, να σε δω να κοιμάσαι... Στο κρεβάτι σου... Να ανοίξω την τηλεόραση, και να βλέπω από το σαλόνι να σε νανουρίζει και να κοιμάσαι... Μόνη σου... Αυτό θέλω...

Αυτό που ήθελε, ήταν ό,τι ακριβώς ήθελα κι εγώ.