12.7.10

Coco/nuts

Όταν ξυπνάω το πρωΐ, είναι καλό να μην μου μιλάς.
Δεν θέλω ούτε να μιλάω, ούτε να μυρίζω, ούτε να ακούω.
Θέλω τον χρόνο μου να συνέλθω.
Δεν θέλω ούτε τσιγάρα, ούτε καφέδες, ούτε συζητήσεις.
Δεν θέλω τίποτα.
Το πρωΐ δεν είναι η ώρα μου.

Όταν, όμως, ξυπνάω το πρωΐ, μην μου δείξεις άνδρα που να μου αρέσει.
Δεν θα του μείνει πούπουλο...
Κι αν αυτός ο άνδρας που μου αρέσει, είναι στο κρεβάτι μου, κακό δικό του...
Δεν θα του μείνει ούτε σάλιο για να καταπιεί...
Το πρωΐ είναι η ώρα μου.

3η μέρα διακοπών, και αυτή η ώρα δεν υπήρχε.
Μόλις ανοίγω τα μάτια μου αποφασίζω να είμαι πολύ καλή. Η μεγάλη αντάρα είχε περάσει, και ήμουν καλύτερα. Θα περίμενα να ξυπνήσει κι εκείνος, και να πάμε μαζί για μπάνιο. Δεν μπορώ να πω ότι είχα κάνει και τον καλύτερο ύπνο, αλλά σίγουρα είχα κοιμηθεί καλύτερα. Αυτό που μου έκανε εντύπωση, ήταν ότι ο Χ δεν με είχε πλησιάσει. Γεγονός πολύ περίεργο... Δεν θυμόμουν ούτε μία φορά να είχαμε κοιμηθεί μαζί, και μέσα στον ύπνο του να μην μου είχε γίνει στρείδι... Ok, την προηγούμενη βραδιά είχε πέσει ξερός. Εκείνη; Ποια ήταν η δικαιολογία του;

Όταν ξύπνησε, δεν ήταν ο Χ που ήξερα.
Ήταν ένας απόμακρος, ψυχρός άνδρας. Καμμία σχέση με τον σκλάβο που είχα. Δεν είχε πει τίποτα, δεν είχε κάνει κάτι. Αλλά δεν ήταν αυτός. Και αντί να με προβληματίσει αρκετά, με ανακούφισε περισσότερο. Κατά κάποιον τρόπο, ήμασταν το ίδιο... Και αισθανόμουν καλύτερα. Βέβαια, εκείνος το έδειχνε. Εμένα δεν μου επιτρεπόταν. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι είχε συμβεί, αλλά δεν με ένοιαζε καθόλου.
Καθόλου.

Πήγαμε στην θάλασσα, συζητώντας τα ίδια. Μαλακίες.
Βουτήξαμε, βγήκαμε, τον άφησα να μου βάλει λάδι, ξαπλώσαμε.
Έκλεισα τα μάτια.
Καταιγισμός σκέψεων...
Πόσο μπορούσε να με επηρεάσει ο άλλος... Ακόμα κι αν δεν αισθανόμουν έτσι, με την στάση του θα είχα γίνει κι εγώ ψυχρή. Δεν υπήρχε περίπτωση. Το ένοιωθα. Δεν ήταν εκείνος που ήξερα. Ήταν ψυχρός. Αδιάφορος. Και δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα για μία Γυναίκα, από το να έχει δίπλα της έναν ψυχρό άνδρα. Στο κρεβάτι της δε, είναι έγκλημα... Το να είναι και σκλάβος της, δεν ξέρω πως μπορεί να χαρακτηριστεί...

Δεν ήξερα από που να αρχίσω.
Φορούσα το αγαπημένο μου μαγιώ. Που κανονικά, αυτό το μαγιώ, στην προηγούμενη ζωή του πρέπει να ήταν δονητής. Δεν εξηγείται αλλιώς το πόσο με φτιάχνει. Κι όμως. Δεν ένοιωθα τίποτα. Αλειμμένη από την κορυφή μέχρι τα νύχια με το λάδι καρύδας, που περιμένω πως και πως το καλοκαίρι για να το πάρω μόλις βγουν τα αντηλιακά, τίποτα. Ο ήλιος από πάνω μου, τίποτα. Ο Χ δίπλα μου, τίποτα. 'Ενα μικρό χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη μου. Δεν πήγαινα καλά... Δεν πήγαινα καθόλου καλά...

Αλλά ο Χ;
Ο Χ; Πως είχε γίνει εν μία νυκτί, ένα ηφαίστειο να έχει μετατραπεί σε ένα παγόβουνο; Το να είχε καταλάβει ότι κάτι παιζόταν με εμένα, δεν έπαιζε. Ήμουν πολύ καλή, λέμε. Τότε;... Σηκώθηκα να ξαναβουτήξω. Κολυμπώντας αργά προς την βάρκα, μου ήρθε το flash...

Ήταν απλό.
Η ρουτίνα. Δεν είχαμε ξαναβρεθεί έτσι, μόνοι. Κάθε μέρα. Τι πιο φυσικό να αλλάξει γνώμη. Τον βοήθησα και με τον ενικό. Χμ... Αυτό ήταν... Ο Χ το είχε μετανοιώσει. Ήμασταν "κανονικό ζευγάρι". Μπορούσε να σκεφτεί τι έχανε. Ή να σκεφτεί πως ό,τι έκανε, ήταν λάθος. Να είδε πόσο άνετα θα μπορούσαμε να ήμασταν σαν "κανονικό ζευγάρι", και να άλλαξε γνώμη. Ή να άκουσε τον εαυτό του να μου μιλάει στον ενικό, και να την είδε αλλιώς. Βέβαια... Δεν θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο... Στις διακοπές δεν λένε ότι χωρίζουν τα ζευγάρια; Εκεί δεν βλέπουν τις διαφορές τους; Και όταν επιστρέφουν, ψάχνουν ή για αφορμές ή για δικηγόρο;

Γύρισα να τον κοιτάξω.
Είχε σηκωθεί και καθόταν με τα γόνατα αγκαλιά, κοιτάζοντας αλλού. Ο Χ δεν θα το έκανε αυτό. Θα ερχόταν τρέχοντας μέσα. Το σκεφτόταν... Γύρισα και συνέχισα να κολυμπάω. Έφτασα στην βάρκα, πήγα πίσω της, και άφησα το σώμα μου χαλαρό να επιπλεύσει στην επιφάνεια της θάλασσας. Ήμουν καλά. Και ό,τι ήταν να γίνει, θα γινόταν.

Κάτι άκουσα και άνοιξα τα μάτια.
Ο Χ εμφανίστηκε, ξαφνικά, μπροστά μου.
-Μπορώ να σου μιλήσω;, ρώτησε σοβαρός.